ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ ΤΗΣ ΚΑΣΟΥ


γράφει ο συγγραφέας Νίκος Κωνσταντινίδης,

Πρόεδρος Αδελφότητας Κασιωτών Ρόδου “Ο Χαδιώτης”

«…Εφένδη, εκείνος ο βράχος, δαιμόνων απόρθητον φρούριον είναι, κρατήρ ηφαιστείου πολυταράχως εκρύγνυνται ακταί αι κρημνώδεις εκείναι»

Αυτά τα λόγια άκουσαν οι αρχηγοί του αιγυπτιακού στόλου Ισμαήλ Γιβραλτάρ και Χουσείν Βέη, από τους επιζώντες άραβες και αλβανούς που καραβοτσακισμένοι επέστρεφαν στα πλοία τους από τις αλλεπάλληλες εφόδους τους εναντίων των Κασιωτών το πρωί της 26Ης Μαΐου 1824. Εκατόν ενενήντα εφτά (197) ολόκληρα χρόνια από τότε.

Οι έλληνες με σύνθημα τους το τραγούδι του Ρήγα: «Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή…» από το 1821 βρίσκονταν σε πανεθνικό συναγερμό, σπάζοντας τις βαριές αλυσίδες της σκλαβιάς.

Στους επικούς αυτούς αγώνες του Έθνους δεν ήταν δυνατόν ν’ απουσιάζουν και τα ελληνικά Δωδεκάνησα. Από τους πρώτους οι Κάσιοι: Ηλίας Κακομανώλης, Θεόδωρος Κανταρτζής, Μάρκος Μαλλιαράκης, Νικόλας Μκρής, Νικόλαος Γιούλιος ή Μπουρέκας, Γρηγοριάδης Μιαούλης, Μαύρος, Ζαργανής, Ζαχαριάς, Μανωλάκης, Σακέλλης και Χατζιαντωνίου είχαν εμπλακεί στο πατριωτικό δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας από τον Πάτμιο Δημήτρη Θέμελη, ο οποίος έπεσε ένδοξα στη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Ο Ναύαρχος Θεόδωρος Κανταριτζής

Γι αυτόν τον εθνομάρτυρα, δεν είδε η Ελλάδα κανέναν ανδριάντα, μεταξύ των αντάξιων συναδέλφων Μιαούλη και Κανάρη, να έχει στηθεί στην ελευθερωμένη ελληνική εσχατιά του Αιγαίου, όπως έπρεπε, μετά από τόσους ένδοξους αγώνες και θυσίες του προς την πατρίδα. Γιατί να λησμονηθεί με τόσο αγνωμοσύνη;

Ο ήρωας, που τρομοκράτησε με το στόλο του την τουρκοαιγυπτιακή αρμάδα, που διάθρεψε χιλιάδες γυναικόπαιδα της μεγαλονήσου Κρήτης, ο φιλάνθρωπος, ο μεγαλόκαρδος, και περιώνυμος Θεόδωρος Κανταριτζής, λησμονήθηκε τόσο πενιχρά από τους περισσότερους ιστορικούς μας, ώστε, εάν, ο αείμνηστος Κριτοβουλίδης δεν έγραφε, με ευγνωμοσύνη, όσα θα αναφέρουμε, ελάχιστα, και ορισμένα άλλα από την προφορική παράδοση, δεν  θα γνωρίζαμε.

Ο  Θεόδωρος Κανταριτζής ήταν γιος του Δημήτριου Σκιαδά ή Κανταριτζή, ο οποίος καταγόταν, από τον πατέρα του, από το χωριό Κομούτσα της Πελοποννήσου. Το επίθετο του, όπως αναφέρουν κάποια οικογενειακά έγγραφα, έλαβε από το παρακάτω γεγονός. Είναι και σήμερα γνωστό ότι στους Οθωμανούς επικρατεί η συνήθεια να προσονομάζουν πολλοί με επίθετα που απορρέουν, «ούτως ειπείν», από το επάγγελμα τους ∙ π.χ. ο σιδηρουργός Ντερμετζής και ο υιός του Ντερμετζόγλου, αυτός που ζυγίζει με το «καντάρι» Κανταριζής, και ο υιός αυτού Κανταρζόγλου κλπ. Έτσι λοιπόν και ο Δητράκης Σκιαδάς έλαβε το όνομα Κανταριτζής από το επάγγελμα του, με το οποίο τον αποκαλούσαν στην Νέα Έφεσο υπό τις παρακάτω συνθήκες.

Παιδί, ορφανό από πατέρα, έφυγε με τη μητέρα του μακριά από τη γενέτειρα του, για να μη συλληφθεί από τους Μουσουλμάνους κατά το επαίσχυντο «Παιδομάζωμα», όπως λεγόταν το ανόσιο αυτό έργο, του με την βία εξισλαμίζονταν τα Ελληνόπαιδα. Έτσι εγκαταστάθηκε στη Νέα Έφεσο.

Το επάγγελμα του ήταν να ζυγίζει στο τελωνείο. Εκεί ήρθε σε ρήξη με κάποιον Τούρκο, ο οποίος του έθιξε το φιλότιμο. Ακολούθησε διαπληκτισμός. Μέσα στην οργή του, του έριξε το καντάρι στο κεφάλι και τον σκότωσε. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να συλληφθεί, αποβιβάστηκε με τη μητέρα του σε πλοίο που ήταν έτοιμο προς αναχώρηση. Έτσι φυγαδεύτηκαν βιαστικά στην Κρήτη. Εκεί, μετά από λίγα χρόνια, παντρεύτηκε μια παρεπιδημούσα χήρα από την Κάσο, με την οποία απέκτησε δυο θυγατέρες και δυο υιούς, τον Θεόδωρο (Σκιαδά) Κανταριτζή, τον μετέπειτα ένδοξο ναύαρχο, και τον Γεώργιο Κανταριτζή, τον σοφό εκείνο ναυπηγό, ο οποίος λόγω της μόρφωσης του, εκείνη την εποχή, ονομάστηκε Διακογεώργης. Ο πρώτος επιδόθηκε στα ναυτικά και ο δεύτερος στη ναυπηγική.

Όπως αναφέρουν επίσημα οικογενειακά έγγραφα, το 1819, ο αδερφός του ναυάρχου, ο Διακογεώργης, πήγε να εργαστεί στο ναυπηγείο της Κάσου. Εκεί κατασκεύασε το περίφημο πλοίο «Αμαζών» την περιώνυμη ναυαρχίδα, με την οποία δόξασε τα Ελληνικά όπλα, ο ένδοξος θαλασσοπόρος.  Με αυτό το πλοίο, ο Θεόδωρος Κανταριτζής, ήρθε στο Γύθειο, για να επισκεφθεί συγγενείς του. Εκεί, από μέλη της Φιλικής Εταιρείας, ενημερώθηκε για την μελετώμενη Ελληνική Επανάσταση και αμέσως έγινε μέλος της.  Έτσι όταν επανήλθε στην Κάσο, μετέδωσε το μυστικό και πρωτοστάτησε στην προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα.

Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει το πολεμικό στάδιο. Μόλις ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, τον Μάρτιο του 1821 και το πολεμικό μένος διαχύθηκε σε κάθε Ελληνική γωνιά, ελάχιστες ελληνικές ψυχές έμειναν ασυγκίνητες. Από την ξηρά και από την θάλασσα, «το πυρ και ο σίδηρος» άρχισε το καταστρεπτικό έργο, και από τις δυο μεριές. Οι δούλοι ραγιάδες σήκωσαν το κεφάλι κατά του τυράννου.  Ήταν αδύνατο το σάλπισμα της λευτεριάς να μην απηχήσει στο στήθος των γενναίων νησιωτών.

Ο Θεόδωρος Κανταριτζής, την παραμονή της έκρηξης της επανάστασης, βρισκόταν, μαζί με άλλα Κασσιώτικα πλοία, στην Αλεξάνδρεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη, εξήλθε από το λιμάνι, ύψωσε τη σημαία του Σταυρού και άρχισε την καταδίωξη του εχθρού. Με άλλα πατριωτικά πλοία περιέπλεε στα παράλια της Αιγύπτου και της Συρίας, κατακυριεύοντας πολλά φρούρια. Στη συνέχεια, έπλευσε, με αυτά, στη Κύπρο και εκπόρθησε πρώτα το φρούριο της Αμμοχώστου και μετά του Καστελλορίζου, παρέλαβε όλα τα πυροβόλα και τα πυρομαχικά των φρουρίων και τα μετέφερε στην πατρίδα, την Κάσο και με άλλους συμπολεμιστές του, οχύρωσε, με αυτό το πολεμικό υλικό, σε όλη την έκταση, τα βόρεια παράλια του νησιού, που ήταν τα μόνα που χρειάζονταν οχύρωση.

Η κύρια, όμως δράση του, έλαβε χώρα στην Κρήτη.  Απέκλεισε με ένα μικρό στολίσκο τα βόρεια παράλια της Κρήτης, προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες στους αδελφούς αγωνιστές Κρήτες κι ας τον λησμόνησαν κι αυτοί αργότερα. Εκεί έπεσε μαχόμενος, από ατύχημα, με το ίδιο του το κανόνι, όταν το πλοίο του κανονιοβολούσε το φρούριο των Κυδωνιών.

Ένα θραύσμα από τους τηλεβόες του απέκοψε το ένα του χέρι. Κηδεύτηκε από πατριώτες Κρητικούς και Κασιώτες στο χωριό Πλατανέα.

Ο Ναύαρχος Νικόλαος Γιούλιος ή Βουρέκας

Τα μεμονωμένα ανδραγαθήματα και τις ηρωικές πράξεις, σε ξηρά και θάλασσα, γνωρίζουμε, για το γενναίο άντρα Νικόλαο Γιούλιο ή Βουρέκα, από τους επιζήσαντες της εποχής του, οι οποίοι τον περιγράφουν ως έναν από τους πιο λεοντόθυμους πλοιάρχους.

Η Ελληνική επανάσταση τον βρήκε στην ακμή της δράσης του να επιβαίνει στο τριίστιο πλοίο του «Ποσειδών», με το οποίο τρομοκράτησε κυριολεκτικά τον εχθρό στα παράλια της Αιγύπτου, της Συρίας, της Κύπρου, των Σποράδων νήσων και στα παράλια των πόλεων της Μικράς Ασίας. Από τη πρώτη στιγμή, σύμπραξε με τους άλλους πλοίαρχους, οι οποίοι μοιράστηκαν σε μικρούς στόλους που καταδίωκαν παντού τον εχθρό.

Ο ατρόμητος ναύαρχος, κατά την ακριβή και αληθή μας παράδοση, υπήρξε ο περισσότερο αδικημένος μεταξύ πολλών άλλων, σε ότι αφορά την εξιστόρηση των άθλων του και της δράσης του που τον ανέδειξε ως τον ξακουστό τουρκοφάγο και αραβαφάγο.

Ενώ για τους περισσότερους αγωνιστές διασώθηκαν έγγραφα που αποδεικνύουν με λεπτομέρειες τη δράση τους, γι αυτόν το μεγάλο πατριώτη, λίγα αναγνώσαμε και λιγότερα ακούσαμε. Ωστόσο όλες οι πηγές ομολογούν την απερίγραπτη αυτοθυσία και τον ένθερμο πατριωτισμό του.

Στην «Ελληνική Παλιγγενεσία» (σελ.557) μια επιστολή, την οποία μετατρέψαμε στην ομιλούμενη γλώσσα, των Εφόρων της Σαντορίνης (Θήρας) αναφέρει:

Ευγενέστατοι Κύριοι Αρμοστές των Νησιών,

Αυτή τη στιγμή δυο Κασιώτικα καράβια, του καπετάν Νικολάου Γιουλίου και καπετάν Κομιανού Μηνακούλη, από αυτά που πολιορκούν την Κρήτη, ήρθαν εδώ και μας ενημέρωσαν ότι  έφτασε εκεί ο Αιγυπτιακός στόλος. Την Παρασκευή της 26ης, στις τρεις το πρωί, έξω από το Μεγάλο Κάστρο, είδαν επτά από τα εχθρικά, τρεις φρεγάτες και τέσσερα μπρίκια.

Τα δυο δικά μας τράπηκαν σε φυγή και καθώς έφευγαν άκουσαν τους χαιρετισμούς του Κάστρου και των καραβιών. Συμπεραίνουν ότι τα λοιπά εχθρικά καράβια ήταν ακόμη πίσω και δεν τα είδαν.

Τα άλλα πέντε Κασιώτικα, που πολιορκούν την Κρήτη, δεν γνωρίζουμε τι έγιναν. Η αργοπορία των δικών μας ιδού τι μας προξένησε! Τα πράγματα της Κρήτης πήγαιναν κατ’ ευχή και τώρα οπισθοδρομούν. Το αναγεννώμενο θάρρος των νησιωτών απονεκρώνεται πάλι και κακόφρονες θριαμβεύουν, εμποδίζοντας την πρόοδο των σωτηρίων σκοπών της Διοίκησης…  κλπ

Οι ομογενείς έφοροι της Σαντορίνης.

Ο Ναύαρχος Μάρκος Μαλλιαράκης

Ο Μάρκος Μαλλιαράκης, ο Ξανθός Απόλλων, όπως τον αποκαλούν, λόγω της ωραιότητας και του παραστήματος του, δεν πολέμησε τον εχθρό μόνο στη θάλασσα, αλλά και στη ξηρά.

Ήταν συνεργάτης του ναυάρχου Θεόδωρου Κανταριτζή, ο δεξιός και έκτακτος θαλασσομάχος, αυτός που αγωνίστηκε και απέκλεισε τα ανατολικά παράλια της Κρήτης το 1823, αυτός που τροφοδότησε τον αποκλεισμένο Κρητικό λαό και αυτός που διαρκώς ναυμάχησε με τον τουρκικό στόλο με σκοπό να τον κατατροπώσει.

Οι ιστορίες του Παπαγρηγορόπουλου, του Φιλήμονος και του Κριτοβουλίδη, περιλαμβάνουν αναφορές για τον ήρωα Μάρκο Μαλλιαράκη και μαρτυρούν την ανδρεία και της θυσίες του υπέρ της πατρίδας.

Όταν ο αείμνηστος ναύαρχος βρέθηκε αντιμέτωπος με πολυάριθμα εχθρικά πλοία στην Κρήτη και με τον Αιγυπτιακό στόλο, ναυμάχησε προξενώντας ανεπανόρθωτες ζημιές στον εχθρό. Ωστόσο αντιλήφθηκε τον κίνδυνο της καταστροφής, γι αυτό υποχώρησε στη Κάσο, για να επιμεληθεί την καλύτερη οχύρωση του νησιού. Ανέλαβε και στη ξηρά την αρχηγία του αγώνα κατά των άγριων στιφών του Μεχμέτ Αλή.

Οι πρώτες σοβαρές πολεμικές προσπάθειες των Κασιωτών έγιναν, νοτιότερα, υπέρ της Κρήτης όταν αυτή βρισκόταν σε δεινό κίνδυνο αφού ο Αχμέτ Αλής της Αιγύπτου έστελνε συνεχώς τον στόλο και τις στρατιές  του, στην μεγαλόνησο.

Στις πολεμικές αυτές επιχειρήσεις διακρίθηκαν οι μεγάλοι ήρωες της Κάσου, ναύαρχοι, Μαλλιαράκης, Κανταρτζής και Μπουρέκας, οι οποίοι έδρασαν στα βόρεια παράλια της Κρήτης, όπου ο αρχιστράτηγος και Διοικητής της Μεγαλόνησου Κομνηνός έλεγε ότι «η Κρήτη και η Κάσος είναι μία πατρίς»

Την μεγάλη αυτή συμβολή των Κασιωτών υπέρ της Κρήτης αλλά και τις πανωλεθρίες που υφίσταντο τα Αιγυπτιακά καράβια στο Αιγαίο, από τους θαλασσόλυκους της Κάσου δεν λησμόνησε ο διάδοχος των Φαραώων Μεχμέτ Αλής.

Το πρωί της 26ης Μαΐου του 1824 ο Αιγυπτιακός στόλος με 17 πλοία που διοικούσαν ο Χουσείν Βέης και ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ εμφανίστηκαν στην Κάσο και άρχισαν να κανονιοβολούν σφοδρά τις κατοικούμενες περιοχές.

Οι Κασιώτες, οι οποίοι προηγούμενα είχαν οχυρώσει τις ακτές του θαλασσοδαρμένου βράχου τους, υπό την καθοδήγηση του Μάρκου Μαλλιαράκη, απάντησαν με τα πυροβολεία της Αμμούδας, Κατάρτι Πούντα και Αγίου Γεωργίου.

Η ναυαρχίδα των Αιγυπτίων «Διάνα» ήθελε να προσεγγίσει σε ένα από τα πυροβολεία, αλλά προσέκρουσε στους βράχους, και προ του κινδύνου να καταποντιστεί, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μάχη και έπλευσε με κατεύθυνση τη Ρόδο. Τα υπόλοιπα πλοία των Αιγυπτίων με βαρύτατες απώλειες απέπλευσαν και αυτά προς την Κρήτη.

Η απόφαση όμως του Μεχμέτ Αλή να εξαφανίσει τον «βράχο των δαιμόνων», όπως τον αποκαλούσε, δεν είχε εγκαταλειφθεί από τους ναυάρχους του.

Το επόμενο πρωί την 27η Μαΐου, ημέρα Σάββατο, επανέκαμψε και πάλι ο Αιγυπτιακός στόλος, ενισχυμένος με 30 νέα πλοία, πενήντα δύο συνολικά.

Οι γενναίοι Κάσιοι, μ’ επικεφαλής τον ατρόμητο Μάρκο Μαλλιαράκη, όρθιοι στους προμαχώνες του βράχου, σαν λιοντάρια απέκρουαν τις νέες επιθέσεις των βαρβάρων του Χουσείν.  Βάρκες γεμάτες, από βάρβαρους της Μπαρμπαριάς, καταποντίζονταν αύτανδροι και πτώματα, για πολλές μέρες εξέφραζε η θάλασσα στην αδούλωτη εκείνη ακτή.

Αλλά η ιστορία του Έθνους μας, όπως και για τα Ψαρά, θέλησε να γράψει μια χρυσή σελίδα και για τον θαλασσοβρεγμένο αυτό βράχο του Αιγαίου.

Τη νύχτα της 29ης Μαΐου, οι Αιγύπτιοι βοηθούμενοι από έναν ξένο προδότη, που διέμενε στη Κάσο, αποβίβασαν χίλιους και περισσότερους άνδρες που διοικούσε ο χιλίαρχος Μουσά στην απόκρημνη τοποθεσία του Αντιπέρατου, και αφού εξουδετέρωσε τη φρουρά, που την αποτελούσαν μόνο πέντε άντρες, προχώρησαν προς τους προμαχώνες του νησιού.    Εκεί, στον προμαχώνα της Αγίας Μαρίνας, οι ηρωικοί υπερασπιστές της ελευθερίας, με επικεφαλής τον ήρωα Μάρκο Μαλλιαράκη, ως άλλοι Σπαρτιάτες, έπεσαν μέχρι ενός, αντιμετωπίζοντας την μυρμηκιά των Αράβων, που ήδη είχαν αποβιβαστεί, με αρχηγό τους τον ίδιο Χουσείν Βέη.

Οι άγριοι της Μπαρμπαριάς, με πρωτοφανή αγριότητα, και αφού έγιναν κύριοι της κατάστασης, περιέρχονταν τα χωριά και τους αγρούς σφάζοντας και αιχμαλωτίζοντας τα γυναικόπαιδα χωρίς να φείδονται ούτε τα νήπια.

Την αποφράδα της άλωσης της μαρτυρικής Κάσου, ο Μάρκος Μαλλιαράκης δεν έτρεξε στα όρη και τα σπήλαια για να σωθεί. Αντίθετα, πολέμησε στήθος με στήθος τον ολετήρα της πατρίδας και έπεσε μετά από άπειρα εχθρικά εγχειρίδια.

Από τις πηγές που διασώθηκαν συμπεραίνεται ότι οι Κάσιοι, όπως και τα άλλα νησιά του Αιγαίου, δεν ενήργησαν αυτοβούλως και άσκοπα, αλλά «εν πλήρει γνώσει» του επαναστατικού Ελληνικού Κέντρου.

Ο Μάρκος Μαλλιαράκης υπήρξε φωτεινό παράδειγμα αγωνιζόμενου μαχητή που ενέπνευσε τους αγωνιστές, αλλά και τον ποιητή ο οποίος ψάλλοντας τον χρυσόμαλλον Απόλλωνα τον Διάκο-Μάρκο Μαλλιαράκη λέγει:

«Μέρα κάνουμε τη νύκτα σαν μετέωρα σμυδράλια

Του καπνού τα μαύρα νέφη, νύκτα κάνουν την ημέρα

Και μ’ ολόρθα πολεμούνε οι Κασιώτες τα κεφάλια.

Και ‘ς τα κρέατα χωνεύει κάθε μια Κασιώτη σφαίρα

Αρχηγός ο Διάκο-Μάρκος ο χρυσόμαλος Απόλλων

Την ανδρεία αυγατεύει των πατριωτών του όλων.

Τρεις χιλιάδες ηρωικοί Κασιώτες σφάχτηκαν μόνο σε μια μέρα και περισσότερα από δύο χιλιάδες γυναικόπαιδα σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου και της Κωνσταντινούπολης, όπου πωλήθηκαν σαν σκλάβοι.

Στο τέλος του Ιουνίου 1824, ο Ελληνικός στόλος έπλευσε για να βοηθήσει την Κάσο, αλλά δεν βρήκε παρά μόνο λίγα άγρια χορτάρια και τα κόκκαλα των ηρωικών Κασιωτών, που πριν λίγες βδομάδες αντιμετώπιζαν τους βάρβαρους, υπερασπιζόμενοι τον χριστιανικό πολιτισμό.

Η Ηρωική Νήσος Κάσος έπεσε. Ο στόλος της καταστράφηκε, αλλά το φρόνημα των λίγων Κασίων που επέζησαν παράμεινε αδάμαστο και με τα λίγα μέσα που τους απέμειναν συνέχισαν τον αγώνα τους για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.

Να πως περιγράφει η λαϊκή μούσα το ολοκαύτωμα της Κάσου:

Μαύρο πουλάκι κάεται στης Κάσου τα’ ακροούνι

Βλάλλει φωνίτσα θλιερή και μαύρο μοιρολόι.

Μάννα κλαμός και βογγητός εις το νησί της Κάσος,

Η μάνα κλαίει το παιί και το παιί την μάνα

Τσ’ ο αερφός την αερφή τσ’ άουρος την καλή του.

(Γ)ίουνται στί(β)ες τα κορμιά, τα αίματα ποτάμια,

Πας και πανούγλα πλάκωσε, πας και σεισμός ε(γ)ίνει;

Χουσείν Πασάς επλάκωσε από την Αλεξάντρα

στο Φρυν επήε τσ΄ήραξεν η φοερή αρμάδα.

Βγάλλ’ αρβανίτες περισσούς, βγάλλει στραβαραπάδες,

Να μαγαρίσουν εκκλησιές κι ούλα τα μοναστήρια,

Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι ούλα τα παλληκάρια,

Τις κοπελιές και τα μωρά στην φλόττα τις μπαρκάρουν,

Σκλάβους να τους πουλήσουσι στης Μπαρμπαριάς τα μέρη,

Και μια απ’ τις σκλάβες ήλεε με θλιερή φωνίτσα.

Χίλια κι αν κάμης Χουσείν, χίλια κι ας μας πολήσεις

Εμείς του Τούρκου το σπαθί δε θα το φοβηθούμε

Κι ή θα μας κόψεις ούλους μας, ή λευτεριά θα δούμε.

Χάρη της ιστορίας αναφέρουμε τα ονόματα των σπουδαιότερων ναυμάχων της Κάσου, που έδρασαν κατά τους επικούς αγώνες του 1821 και που έπεσαν αγωνιζόμενοι σαν λιοντάρια στους προμαχώνες του θαλασσοδαρμένου βράχου της πατρίδας Κάσου:

Νικόλαος Γιούλιος ή Μπουρέκας, Χατζηιωάννης Χατζηαντωνίου, Εμίρης Ι. , Μιχαήλ Ζαχαριάς, Χατζηνικόλας Ιωάννου, Δημήτριος Ηλιάδης, Γούλιος Μηνάς, Βασίλειος Χατζηαντωνίου, Αντώνιος Χατζηαντωνίου, Νικόλαος Γρηγοριάδης, Θεόδωρος Κανταρτζής, Κώστας Αρβανιτόπουλος, Μάρκος Μαλλιαράκης, Γεώργιος Σακελλίου, Γιαννακός Μιαούλης, Νικόλαος Βελούδος, Νικόλαος Ρωσσής, Κώστας Μανιού, Ιωάννης Καλαμουγκανάς, Ιωάννης Μανωλάκης, Γεώργιος Χατζηιωάννου Μαυρής, Ιωάννης Γρηγοριάδης, ΧατζηΝικόλας Μακρής, Γεώργιος Μαύρος, Μιχαήλ Πελεκράτης ή Κυραννιάς, Νικόλαος Σεραφείμ, Μάρκος Βελιγράδης Ε. Μανιάς, Κώστας Αντωνίου, Μιχαήλ Μαλανδράκης, Γεώργιος Καμπουράκης, Χατζηβαρθολομαίος Λιάκουρας, Νικόλαος Χαμηλός, Κώστας Φελουζής, Ιωάννης Μηνακούλης, Δημήτριος Αρβανιτόπουλος, Μηνάς Πνευματικός, Κομνιανός Κομιανούλης, Ηλίας Διαμαντίδης, ΧατζηΙωάννης Τριντής και οι αδελφοί Ηλίας και Παύλος Πρωτοπαπάδες.

Το έξοχο παράδειγμα της αυτοθυσίας και του πατριωτισμού των ηρώων ναυάρχων, μαχητών και κατοίκων του Νησιού, είναι το καύχημα και η εθνική υπηρηφάνεια των Κασίων που αναπνέει στις ζωές των απογόνων των ηρώων. Η αριθμητική σμικρότητα, ο άσημος και αφανής, ξηρός βράχος, έδωσε στην πατρίδα μεγάλους άντρες, με φρόνημα και καρδιά, που αψήφησαν τα πάντα και θυσιάστηκαν για την ελευθερία ολόκληρου του Γένους.

Η πολιτεία διαχρονικά έδειξε παγερή αδιαφορία στη συνεισφορά των Κασίων αγωνιστών ηρώων. Πέρασαν σχεδόν δυο αιώνες αγνωμοσύνης. Ωστόσο η ελληνική ψυχή είναι αθάνατη. Ζεστό το αίμα των ηρώων, πέρασε από γενιά σε γενιά, μέσα από την προφορική παράδοση, τις μαντινάδες, την εξωσχολική διδασκαλία. Τι κι αν οι Αιγύπτιοι απέδωσαν μεγαλύτερες τιμές στους Κασιώτες, ανεγείροντας ανδριάντα των πεσόντων, ζητώντας έτσι ύστερη επίσημη συγνώμη, τι κι αν το παράπονο των Κασιωτών δεν έσβησε ποτέ, χάρη στους δασκάλους και τους λυράριδες της Κάσου, η σιωπή δυο αιώνων μας θίγει και μας πονά. Το «Νησί των βοσκών», όπως το αποκαλούσαν οι Τούρκοι, ο τραχύς, άγονος βράχος, στην εσχατιά του Αιγαίου, έμελλε να γράψει λαμπρή ιστορία στον  απελευθερωτικό αγώνα της πατρίδας. Γι αυτό οι απανταχού Κασιώτες και η «Αδελφότητα των Κασίων της Ρόδου» που έχω την τιμή να υπηρετώ, ποτέ δεν ησυχάσαμε. Η αντίσταση στην αγνωμοσύνη έφερε τους καρπούς της και το 2018 η Κάσος μετονομάστηκε σε «Ηρωική Νήσος Κάσος», όπως της άξιζε. Παραμένει εκκρεμής η πλήρης ιστορική αποκατάσταση στην ύλη των σχολικών βιβλίων, που καθυστέρησε δυο αιώνες, πληγώνοντας την πατριωτική συνείδηση όλων των απογόνων των ηρώων Κασίων.

Αθάνατοι ηρωικοί μας πρόγονοι,

Τώρα που στα μυρωμένα ακρογιάλια της Ελληνικής Δωδεκανήσου πνέει ο καθαρός αέρας της Ελευθερίας και ο προμαχώνας του Χριστιανικού Πολιτισμού, ο θαλασσοδαρμένος ιερός βράχος, η πατρίδα σας η Ηρωική Νήσος Κάσος, που έτσι ονομάστηκε, χάριν της θυσίας σας, εορτάζει την ελευθερία της, με ευλάβεια οι Πανέλληνες κλείνουμε το γόνυ, τιμώντας έτσι την υπέρτατη θυσία σας για τη λευτεριά του Έθνους.

…………………………………

Ο Νίκος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στη Ρόδο το 1960. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Σπούδασε οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, πρόεδρος του Συλλόγου Κασιωτών Ρόδου “Ο Χαδιώτης”, μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Παροικιακών Δωδεκανησιακών Σωματείων Δωδεκανήσου, αρωγό μέλος του φιλανθρωπικού συλλόγου “Δωδεκανησιακή Μέλισσα”, μέλος της Αντικαρκινικής Εταιρείας, μέλος του Συλλόγου Προστασίας Περιβάλλοντος Ρόδου και του “Ολοσοφικού Συνδέσμου Ελλάδος. Έχει γράψει πολλά επιστημονικά δοκίμια. Βιβλία του είναι: “Ανθρώπινες στιγμές” (Ποιήματα), 1980, “Συνηθισμένοι άνθρωποι” (Ποιητική συλλογή), 1982. Αίσθηση προκάλεσε το έργο του “Στάση ζωής” (2005), ένα μυθιστόρημα με φιλοσοφικό περιεχόμενο και έντομα βιωματικά στοιχεία. Ένα εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας και επίγνωσης, που απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και κέρδισε τις καρδιές των αναγνωστών. Το βιβλίο του “Άγγελος – Μια ζωή σαν παραμύθι” είναι ένα μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να αποκτήσει την αποδοχή του κοινού με θετική σκέψη και ανοιχτές τις πύλες της ψυχής στην αθωότητα, την ταπεινότητα, τον αλτρουισμό και την αληθινή αγάπη.

0 comments on “ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ ΤΗΣ ΚΑΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση