Σε όλη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο απ’ άκρου σ’ άκρη, στο Ιόνιο, τη
νότια Ιταλία, αλλά ακόμη και στη Φλόριντα των ΗΠΑ βουτούν οι Καλύμνιοι
σφουγγαράδες.
Λιγότεροι σήμερα από ποτέ, οι τελευταίοι των σφουγγαράδων βλέπουν την τέχνη
τους να μαραζώνει και να σβήνει χρόνο με το χρόνο, υπό το βάρος των μεγάλων
εξόδων κάθε ταξιδιού, αλλά κυρίως λόγω της δραματικής μείωσης των σφουγγαριών
στα πλούσια άλλοτε νερά της Μεσογείου. Οι σφουγγαράδες της Καλύμνου περίπου
εξήντα άνθρωποι έχουν μείνει και φέτος ετοιμάζονται να φύγουν αυτές τις
ημέρες για τη θάλασσα. Θα επιστρέψουν τον Οκτώβριο, με την ελπίδα ότι θα
φέρουν πίσω τους αρκετά σφουγγάρια για να βγάλουν τα έξοδά τους και να
κερδίσουν και οι ίδιοι την επιβίωση.
Δυσκολίες
«Μετά τη μεγάλη κρίση που ξέσπασε το ’86, όσοι είχαν μεγάλα σκάφη τα
μετέτρεψαν σε ξιφιάδικα. Οι υπόλοιποι μείναμε στο σφουγγάρι, αλλά χρόνο με το
χρόνο τα πράγματα γίνονται ολοένα και πιο δύσκολα», λέει ο κ. Γιάννης Ορφανός,
που αυτές τις ημέρες ετοιμάζεται να ξεκινήσει με άλλους επτά συμπατριώτες του
για το ψάρεμα του σφουγγαριού στη νότια Ιταλία. Το ταξίδι θα είναι μακρύ και
δύσκολο και το σφουγγαράδικο σκάφος θα ξαναμπεί στο λιμάνι της Καλύμνου τον
Οκτώβριο. «Μετά την αρρώστια των σφουγγαριών το ’86 δεν ορθοποδήσαμε πια».
Άλλοι σφουγγαράδες πιστεύουν ότι αιτία για την αρρώστια που σάπισε στη θάλασσα
τα σφουγγάρια είναι η μόλυνση, ίσως η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ.
Άλλοι πιστεύουν πως η αιτία ήταν ο σεισμός με επίκεντρο την Καλαμάτα, την ίδια
χρονιά. «Από τότε και πέρα οι περισσότεροι άλλαξαν δρόμους. Δεν είναι λίγοι
εκείνοι που πάνε στη Λιβύη και δουλεύουν εργάτες -βουτηχτάδες για λογαριασμό
εταιρειών. Άλλοι πάλι εξακολουθούν να πηγαίνουν στην Αμερική, στη Φλόριντα,
όπου ζουν πολλοί Καλύμνιοι και κάνουν και εκεί αυτό που είχαν μάθει εδώ: Να
βουτάνε για να βγάζουν σφουγγάρια. Μάλιστα, πριν από μερικές ημέρες δύο φίλοι
μου έφυγαν για τη Φλόριντα και θα γυρίσουν πίσω σε λίγους μήνες», λέει ο κ.
Ορφανός.
Οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες εξακολουθούν να βουτάνε με λάστιχα, όχι με
μπουκάλες, «με τον παλιό τρόπο», επισημαίνουν, αλλά τις περισσότερες φορές
είναι υποχρεωμένοι με κίνδυνο της ζωής τους να κατεβαίνουν πολλά μέτρα κάτω
από το επιτρεπόμενο όριο στο βυθό. «Τα έξοδα είναι πολλά. Εμείς για πέντε
μήνες στην Ιταλία, με πλήρωμα έξι ναυτικούς- δύτες και δύο στην κουβέρτα για
την επεξεργασία χρειαζόμαστε γύρω στα δεκαπέντε εκατομμύρια. Αν δεν πάρουμε
προκαταβολή από τους εμπόρους, δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε», λέει ο Γιάννης
Ορφανός.
Για να βγουν αυτά τα έξοδα θα πρέπει να γυρίσουν πίσω τουλάχιστον με
τρεισήμισι τόνους σφουγγαριού. Θα έχουν περάσει πέντε μήνες καθημερινής
κούρασης και ταλαιπωρίας σε ένα μικρό σκάφος, όπου «κοιμόμαστε όλοι αγκαλιά
για να χωράμε».
Στη Σικελία
«Γιατί δεν μένετε στο Αιγαίο;», έρχεται η ερώτηση. «Εδώ δεν μπορούμε να
δουλέψουμε»,, απαντά ο κ. Ορφανός. «Με δύο και τρία κιλά σφουγγάρι την ημέρα
δεν βγαίνουμε. Τουλάχιστον εκεί, στην περιοχή της Σικελίας, έχει ρεύματα και
υπάρχει πάντα ζωή. Εδώ έχουμε και το κυνηγητό για “παράνομη αλιεία”».
Η ζωή πάνω στο σφουγγαράδικο κυλά δύσκολα, αλλά πάνω σε προκαθορισμένους
ρυθμούς και πρόγραμμα που τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια κάθε ημέρα:
Οι ναυτικοί ξυπνούν στις τέσσερις τα ξημερώματα και τότε αρχίζει η κοπιαστική
και χρονοβόρα διαδικασία για να καθαριστούν τα σφουγγάρια που έβγαλαν την
προηγούμενη ημέρα. «Τα σφουγγάρια όταν βγαίνουν από τη θάλασσα είναι μαύρα»,
περιγράφει ο έμπειρος σφουγγαράς. «Τα πατάμε λοιπόν, τα ρίχνουμε ξανά στη
θάλασσα, ακολουθούμε μια δύσκολη διαδικασία για να βγει το “γάλα” τους, που
έχει χαρακτηριστική έντονη μυρωδιά. Αν αυτό δεν φύγει, τότε θα προχωρήσει η
αποσύνθεση και τα σφουγγάρια θα σαπίσουν.
Όλος ο κόπος θα πάει χαμένος».
Με το πρώτο φως του ήλιου οι δύτες πέφτουν στη θάλασσα, ο ένας πίσω από τον
άλλο. Ψαρεύουν και ανεβάζουν τα σφουγγάρια όλη την ημέρα, μέχρι τη δύση.
«Μπορεί να ψάχνεις και να μη βρίσκεις τίποτα επί ώρες και τελικά σε πενήντα
τετραγωνικά να βγάλεις κι εκατό κιλά», λέει ο κ. Ορφανός. «Τα πιάνουμε φυσικά
με τα χέρια, είναι κολλημένα πάνω στα φύκια, σε πέτρες ή σε τραγάνα (πορώδης
πέτρα στο βυθό). Δημιουργούν αποικίες, γι’ αυτό όπου τα βρεις είναι πολλά
μαζί».
Όλοι μαζί
Και ύστερα, μετά το φαγητό, έρχεται ο ύπνος: «Όλοι μαζί, αγκαλιά για να
χωράμε». Οι σφουγγαράδες που έχουν απομείνει στην Κάλυμνο είναι νέοι στην
πλειονότητά τους. Έμαθαν την τέχνη από τους πατεράδες τους και ελπίζουν ότι το
επάγγελμά τους δεν έχει μόνο παρελθόν. «Όλοι είμαστε χρεωμένοι», λέει ο κ.
Ορφανός. Όμως, μπαίνει νέο αίμα στη δουλειά. Ποιος ξέρει, ίσως αργότερα τα
πράγματα να πάνε καλύτερα…».
«Είδα στην άκρη των ματιών τους το πετρωμένο δάκρυ»
Για την Κάλυμνο το σφουγγάρι δεν είναι μόνο ζήτημα βιοπορισμού των κατοίκων
της. Είναι παράλληλα η βάση για τον λαϊκό της πολιτισμό και την παράδοση.
Άλλωστε, η αναχώρηση των βουτηχτάδων και ο ερχομός τους πίσω έπειτα από μήνες,
ήταν η υπόθεση που απασχολούσε τους πάντες στο νησί.
Έτσι, τα τραγούδια που έπλεκαν οι νησιώτες μιλούσαν για τη ζωή των
σφουγγαράδων και ένα ολόκληρο γλωσσάρι έχει μείνει ακόμη στους Καλύμνιους που
σχετίζεται άμεσα με τη αυτή τη δουλειά.
Όλα αυτά τα λαογραφικά, αλλά και ιστορικά στοιχεία που αφορούν στην εξέλιξη
του νησιού στον εικοστό αιώνα συγκέντρωσε σε έναν τόμο ο Καλύμνιος δάσκαλος
που επέλεξε να μένει στο νησί και να διδάσκει στα σχολεία της Καλύμνου, ο κ.
Γιάννης Α. Χειλάς.
Με τον τίτλο «Το έπος των σφουγγαράδων της Καλύμνου» (εκδόσεις Όμβρος, Αθήνα
2000), ο κ. Χειλάς έχει συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες που υπήρχαν για τη
ζωή και τον τρόπο δουλειάς των σφουγγαράδων.
Όπως ο ίδιος σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου του, «φρόντισα να
στοιχειοθετήσω όλο το υλικό σε κεφάλαια – εργασίες – δοκίμια, που το καθένα
χωριστά να αποτελεί μια αυτοδύναμη ενότητα, αλλά και να δένει δομικά με το όλο
έργο».
Για τη συγκέντρωση του υλικού ο κ. Χειλάς χρειάστηκε να μιλήσει με τους
σφουγγαράδες, παλιούς και νέους, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σημειώνει
λοιπόν: «Είδα στην άκρη των ματιών τους πετρωμένο το κρυφό δάκρυ, την αγωνία
του θανάτου που τους περίμενε σε κάθε νέο ξεκίνημα για το Σφουγγάρι, απ’ το
οποίο δεν γνώριζαν αν θα γυρίσουν ζωντανοί.
Είδα λεβέντες σφουγγαράδες σακατεμένους απ’ “το χτύπος της μηχανής” (την
ασθένεια των δυτών) να σέρνονται με δυο μπαστούνια, ναυάγια της
σφουγγαροδουλειάς.
Άκουγα και δεν χόρταινα τις ατέλειωτες ιστορίες τους, για το πάλεμά τους με τη
θάλασσα και τα στοιχειά της Φύσης, για τις παλικαριές τους και “τσουρμάριζα”
(σ.σ.: μπαρκάριζε, ταξίδευε) νοερά μαζί τους σε μακρινά σφουγγαράδικα ταξίδια
στη Μπαρμπαριά (σ.σ.: Αφρική)».
Ένα σημαντικό στοιχείο του βιβλίου είναι η προσπάθεια που έγινε από τον κ.
Χειλά να συγκεντρώσει το γλωσσάρι των σφουγγαράδων, όπως και φωτογραφίες από
το ξεκίνημα των ταξιδιών και του εξοπλισμού τους στο πέρασμα του εικοστού αιώνα.
Στροφή στην αλιεία
Κάποτε όλο το νησί, τούτη την εποχή, ετοιμαζόταν για το φευγιό τους. Η
ετοιμασία των καϊκιών των σφουγγαράδων ήταν μια μεγάλη γιορτή, αφού κάθε σπίτι
είχε να χαιρετήσει τους ανθρώπους του, όλοι, γυναίκες και παιδιά, έπαιρναν
μέρος.
Η αναχώρησή τους για την Κάλυμνο, όπως και η επιστροφή τους τον Οκτώβριο, ήταν
κάποτε ορόσημα. Σιγά σιγά όμως, και ενώ τα χρόνια περνούσαν τα πράγματα
άλλαξαν. Πλέον, είναι δεν είναι εξήντα οι σφουγγαράδες της Καλύμνου και
περίπου τριάντα τα τρεχαντήρια τους. Οι υπόλοιποι, πρώην σφουγγαράδες και
αιώνιοι θαλασσινοί, είναι πλέον ψαράδες, που παρά τα σοβαρά προβλήματα και την
ουσιαστική εγκατάλειψη, που καταγγέλλουν, από το κράτος, ανοίγονται στη
νοτιοανατολική Μεσόγειο για το ψάρεμα του τόνου και του ξιφία.
«Τα τελευταία χρόνια έχουν απομείνει ελάχιστοι σφουγγαράδες», λέει ο πρόεδρος
του Συλλόγου Παράκτιας Αλιείας Καλύμνου Γ. Κατσοτούρχης. «Τα σφουγγάρια, που
είναι ζώα και όχι φυτά, όπως πολλοί πιστεύουν, λιγόστεψαν, σάπισαν. Εμείς
αρχίσαμε να το διαπιστώνουμε αυτό μετά το 1986, μετά το σεισμό στην Καλαμάτα.
Δεν ξέρουμε αν πράγματι είχε σχέση ο σεισμός, αλλά και τώρα, πάλι μετά το
σεισμό της Αθήνας και της Τουρκίας, οι πληθυσμοί τους έχουν μειωθεί, ενώ
φαινόταν να υπάρχει αναγέννηση. Έτσι, χρόνο με το χρόνο τα χρήματα που
έβγαιναν λιγόστευαν και τα έξοδα δεν έβγαιναν. Οι περισσότεροι εγκαταλείψαμε
και γίναμε ψαράδες».
Σχέδιο του συγγραφέα από τη ζωή των σφουγγαράδων |
Μέχρι και τα μέσα του εικοστού αιώνα το ψάρεμα των σφουγγαριών στήριζε την
οικονομία της Καλύμνου. Όπως λέει ο έπαρχος του νησιού Σακελλάριος Ζερβός, δεν
συνέβαλε μόνο στη συντήρηση των νοικοκυριών, αλλά ήταν και η βάση του ντόπιου
πολιτισμού: «Ετοιμάζονταν να φύγουν τα καΐκια, με πολυμελή πληρώματα τότε, και
όλοι βοηθούσαν. Η διαδικασία μεταβαλλόταν σε λαϊκή γιορτή που ξεκινούσε αμέσως
μετά το Πάσχα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά όλο το νησί περίμενε να περάσει ο
καιρός να έρθει ο Οκτώβριος για να επιστρέψουν πίσω. Η γιορτή επαναλαμβανόταν
γύρω από τα λιασμένα στις πλατείες σφουγγάρια».
«Τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει πια», σημειώνει ο κ. Κατσοτούρχης. «Τώρα, αυτά τα
λίγα σκάφη που υπάρχουν κάνουν μεικτή αλιεία: όστρακα και σφουγγάρι. Και παλιά
άλλος ήταν ο ιδιοκτήτης του σκάφους, υπήρχαν εφοπλιστές που είχαν πολλά
τρεχαντήρια δικά τους, άλλος ο καπετάνιος, άλλος στην κουβέρτα και άλλοι οι
δύτες. Τώρα φεύγουν δύο άτομα στο σκάφος και είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης,
καπετάνιος και δύτης».
Τα περισσότερα σκάφη πια ψαρεύουν όστρακα και σφουγγάρια στην περιοχή της
Λιβύης. «Οι πιο πολλοί έχουν φύγει κιόλας και κάνουν συμβάσεις με εταιρείες
εκεί. Δουλεύουν κυρίως ως εργάτες ή μισιακά».
Καλύμνιος δύτης με τον «ιστορικό» εξοπλισμό του |
Όμως η Κάλυμνος εξακολουθεί να είναι νησί θαλασσινών που αντιμετωπίζουν μεγάλα
προβλήματα. «Έχουμε 458 αλιευτικά σκάφη και ψαρεύουμε τόνο και ξιφία σε όλη τη
νοτιοανατολική Μεσόγειο», σημειώνει ο πρόεδρος του Συλλόγου Παράκτιας Αλιείας
Καλύμνου. «Στα τρεχαντήρια μας είμαστε όλοι Καλύμνιοι και το σημαντικότερο οι
περισσότεροι είναι νέοι που επιλέγουν να μείνουν στην Κάλυμνο και να ζήσουν σ’
αυτόν το σκληρό, αλλά κι υπέροχο κόσμο».
Στα σημαντικότερα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν όμως οι επαγγελματίες
αλιείς είναι η αποδυνάμωση του πληθυσμού των αλιευμάτων στο Αιγαίο. Όπως
υποστηρίζει ο κ. Κατσοτούρχης, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν
ουσιαστικοί περιορισμοί στην αλιεία και ιδιαίτερα στους ερασιτέχνες: «Οι
περισσότεροι είναι λαθροψαράδες, είναι παράνομοι επαγγελματίες και οι άδειες
δίνονται αφειδώς. Παράλληλα, δεν υπάρχουν περιορισμοί τέτοιοι που να
επιτρέπουν την αναγέννηση του πληθυσμού των ψαριών. Η αλιεία επιτρέπεται όλο
το χρόνο, ενώ τουλάχιστον τον Απρίλιο και τον Μάιο που απαγορεύεται μόνο για
τους ερασιτέχνες δεν θα έπρεπε να ψαρεύουμε».
Τα εισαγόμενα
Τα τελευταία χρόνια, μετά τη συρρίκνωση του πληθυσμού των σφουγγαριών στις
ελληνικές θάλασσες και τη Μεσόγειο, τις ευρωπαϊκές αγορές έχουν κατακλύσει
σφουγγάρια των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κούβας. Όμως, η ποιότητά τους είναι
εξαιρετικά χαμηλότερη αν συγκριθούν με τα ελληνικά. «Οι διαφορές είναι στην
υφή, στο χρώμα, στο μέγεθος», εξηγεί ο κ. Γιάννης Ορφανός. «Εμείς μπορούμε να
τα ξεχωρίσουμε από μακριά. Μπορούμε να πούμε όχι μόνο ότι είναι ή δεν είναι
ελληνικά, αλλά και από πού συγκεκριμένα έχει βγει το κάθε σφουγγάρι. Κι ας
λένε πολλοί έμποροι ότι πουλάνε ελληνικά για να τα δίνουν ακριβότερα». Οι
σφουγγαράδες διαθέτουν τα σφουγγάρια σε διαφορετικές τιμές, ανάλογα με το
μέγεθος, την ποιότητα και το χρώμα. Έτσι, αυτή την περίοδο διατίθενται από
23.000 έως 45.000 δραχμές το κιλό. «Το πιο συνηθισμένο είδος στις ελληνικές
θάλασσες», εξηγεί ο κ. Ορφανός «είναι το καπάδικο σφουγγάρι, αυτό που έχει
μεγάλες τρύπες. Μετά είναι το μελάτι που είναι εξαιρετικά απαλό και η τρίτη
ποιότητα είναι ο μανταπάς».