«Διάλεξε να κάνεις κάτι που αγαπάς και δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ούτε μία ημέρα στη ζωή σου». Η Βίκυ (Βακίνα) Βολονάκη είναι από τους τυχερούς ανθρώπους και το αναγνωρίζει και η ίδια. «Νιώθω πραγματικά ευλογημένη, γιατί κάνω αυτό που λατρεύω από μικρό παιδί και πληρώνομαι» λέει στο “Kalymnosola”.
Συναντηθήκαμε ένα πρωί λίγο πριν αναχωρήσει από Κάλυμνο, όπου πέρασε τις γιορτές του Πάσχα και πίνοντας καφέ στο λιμάνι κάναμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την μπασκετική της καριέρα, για τις επιτυχίες και τις διακρίσεις της, για τη ζωή της στην Αμερική, τις εκεί επικρατούσες εργασιακές συνθήκες, αλλά και για τους κακούς μαθητές που δεν έχουν θέση στις αθλητικές ομάδες όσο καλοί κι αν είναι στο άθλημα που αγαπούν.
Στη διάρκεια της κουβέντας μας θυμήθηκε τα πρώτα της βήματα στον «Άτταλο» και εν συνεχεία στην ΕΑΚΑ, δεν έκρυψε την απογοήτευσή της για τις αθλητικές εγκαταστάσεις του νησιού που παραμένουν ίδιες όπως τις είχε αφήσει πριν χρόνια και δεν παρέλειψε να τονίσει- απευθυνόμενη στα νέα παιδιά που αγαπούν τον αθλητισμό- πως πρέπει να δώσουν βαρύτητα στα μαθήματα και στις σπουδές τους και επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψής της παραθέτοντας την προσωπική της εμπειρία.
Μια ζωή αγκαλιά με μια μπάλα του μπάσκετ
Η Βίκυ Βολονάκη γεννήθηκε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και σε ηλικία 2 χρόνων μετακόμισε με την οικογένειά της στην Κάλυμνο όπου έκανε τα πρώτα της βήματα στο χώρο του μπάσκετ ως μέλος της ομάδας του νησιού, τον Άτταλο και εν συνεχεία της ΕΑΚΑ. Με την αποφοίτησή της από το Λύκειο πήγε στην Αθήνα για σπουδές φυσικοθεραπείας και στα 21 της χρόνια γράφτηκε στην ομάδα της Ακαδημίας Ηλιούπολης με την οποία πραγματοποίησε το ντεμπούτο σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ακολούθησε η μεταγραφή στον Α.Ν.Ο. Γλυφάδας, με τον οποίο κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας το 2002 και το 2003. Σειρά είχαν οι Εσπερίδες, ο Αστέρας Εξαρχείων, ο Αθηναϊκός, με τον οποίο τη σεζόν 2009-2010 κατέκτησε το triple crown (Εurocup, Πρωτάθλημα, Κύπελλο Ελλάδας), η ΦΕΑ αλλά και οι ισπανικές Μπούργκος, Οριόν Γκαλντακάο και Κονκουέρο Ουέλβα. Τελευταίος της σταθμός η σουηδική Σόλνα Βίγκινς.
«Το 2013 ήταν που η συμπαίκτρια μου στον Αθηναϊκό Κέιτι Τζέραλντς μου τηλεφώνησε στη Σουηδία και μου μίλησε για μια πρόταση που είχε από το Marian University ρωτώντας με αν ήθελα να συνεργαστούμε όσον αφορά στο κοουτσάρισμα της γυναικείας ομάδας μπάσκετ του Πανεπιστημίου. Τότε έφυγα για την Ινδιανάπολη όπου και ζω τα τελευταία πέντε χρόνια».
Η Βίκυ προπονεί την ομάδα του κολεγίου η οποία για τρία χρόνια ήταν πρώτη στο περιφερειακό πρωτάθλημα και δυο χρονιές στέφθηκε πρώτη στο εθνικό (Εθνικό Πρωτάθλημα Κολλεγίων –ΝΑΙΑ). Πρόκειται για μια διοργάνωση όπου συμμετέχουν περισσότερες από 300 ομάδες κολλεγίων της Αμερικής και οι 32 καλύτερες παίζουν μεταξύ τους για την ανάδειξη του πρωταθλητή.
Αν δεν με πίεζαν οι γονείς μου να βγάλω μια σχολή, δεν θα μπορούσα να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.
«Η Αμερική είναι η μητέρα των σπορ. Ο αθλητισμός είναι το Α και το Ω. Σέβονται τον αθλητή, σέβονται τον προπονητή. Η δουλειά μου εκεί έχει μέλλον, πάντα θα υπάρχει κάτι καλύτερο, κάτι παραπάνω να μάθω».
Δεν θα μπορούσε όμως να ζήσει το όνειρό της στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αν οι γονείς της δεν την πίεζαν να βγάλει μια σχολή.
«Το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν όταν έκανα την αίτησή μου για το Πανεπιστήμιο της Ινδιανάπολης ήταν αν έχω πτυχίο ανώτερης σχολής. Αν δεν είχα λοιπόν το πτυχίο μου στη φυσικοθεραπεία δεν θα με είχαν προσλάβει.
Κατάλαβα πολύ καλά το σκεπτικό τους όταν άρχισα να δουλεύω στο Πανεπιστήμιο, όπου δεν προπονώ απλά τα κορίτσια αλλά είμαι υπεύθυνη και για την ακαδημαϊκή τους πορεία. Ενημερώνομαι από τους καθηγητές τους για τις επιδόσεις τους και αν διαπιστώσω ότι κάπου υστερούν τις συμβουλεύω να βελτιώσουν τους βαθμούς τους, γιατί αλλιώς δεν θα έχουν θέση στην ομάδα. Είναι κανόνας στην Αμερική, νόμος. Πρώτα είναι μαθήτριες- φοιτήτριες και μετά αθλήτριες. Για να παίξεις μπάσκετ ή οποιοδήποτε άλλο άθλημα, θα πρέπει να έχεις κάποιο συγκεκριμένο βαθμό για να σου επιτρέψει η Ομοσπονδία του αθλήματος και το Πανεπιστήμιο να παίξεις. Δεν μπορείς να στηριχθείς μόνο στο ότι είσαι καλός αθλητής, γιατί δεν θα παίξουν όλοι οι αθλητές επαγγελματικά.
Αυτή είναι και η συμβουλή μου προς τα νέα παιδιά. Πρώτος στόχος τους θα πρέπει να είναι να τελειώσουν το σχολείο, να μπουν στο Πανεπιστήμιο και από κει και πέρα να κυνηγήσουν το όνειρό τους γιατί μπορούν να συνδυάσουν αυτά τα πράγματα. Δεν είναι εύκολο, αλλά αν ήταν εύκολο δεν θα άξιζε. Αυτό έκανα και εγώ και τα κατάφερα. Αυτό συμβαίνει και με όλους τους μεγάλους αθλητές στην Αμερική κάποιοι εκ των οποίων παίζουν και στην Ευρώπη. Έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο».
Στο σημείο αυτό και επειδή αναφέρθηκε στους γονείς, σπεύδει να προσθέσει πως τους ευγνωμονεί για έναν επιπρόσθετο λόγο, επειδή δεν είχαν καμιά ανάμειξη από την αρχή της ενασχόλησής της με τον αθλητισμό.
«Ευτυχώς που οι γονείς μου δεν είχαν καμιά ιδέα από σπορ και αθλητισμό. Η μαμά μου χειροκροτούσε και την αντίπαλη ομάδα και την ομάδα που έπαιζα, και δεν είχε παρέμβει ποτέ του τύπου “βάλτο παιδί μου, κάντο παιδί μου”», θέλοντας προφανώς να στείλει ένα ακόμη μήνυμα στους παρεμβατικούς γονείς.
«Με λυπεί το γεγονός ότι ενώ η Κάλυμνος έχει βγάλει τόσο αξιόλογους αθλητές, έχει ακριβώς τις ίδιες εγκαταστάσεις που είχε και πριν τόσα χρόνια, τον ίδιο στίβο, το ίδιο ταρτάν, το ίδιο γήπεδο μπάσκετ με το ίδιο παρκέ στο οποίο εγώ κατέστρεψα τα γόνατά μου. Όταν στα 20 με είδε γιατρός μου είπε ότι τα γόνατά μου ήταν γόνατα μιας 40άρας. Με τις ίδιες πατημένες τσίχλες τις οποίες όταν εγώ έκανα ένα camp πριν από χρόνια προσπαθούσα μόνη μου να ξεκολλήσω.
Η διαφορά είναι πως σήμερα είναι περισσότερα τα παιδιά που συμμετέχουν στο άθλημα, με κάποιους αξιόλογους προπονητές που με όσο χρόνο έχουν προσπαθούν να βοηθήσουν τα παιδιά.
Ίδιο παραμένει και το κλειστό που στάζει, που γλιστράει, με μπασκέτες στον τοίχο- πράγμα που έχει απαγορευθεί εδώ και χρόνια-, με μικρότερες διαστάσεις, που όταν βρέχει πρέπει να το σφουγγαρίζεις για να κάνεις προπόνηση. Είναι τριτοκοσμική σ’ αυτά η Κάλυμνος.
Πάω μόνη μου τα πρωινά και κάνω κάποια σουτάκια για να θυμηθώ τα παλιά μου. Και βλέπω τα ίδια. H μόνη αλλαγή είναι τα στρώματα στον τοίχο και το λάστιχο που άλλαξαν στο δάπεδο. Άκουσα ότι ενδέχεται να κάνουν κάποιο καινούργιο χώρο, αλλά άκουσα πως υπάρχει και περίπτωση να βελτιώσουν το παλιό. Οι Αμερικάνοι έχουν μια έκφραση για αυτή την περίπτωση: είναι σαν να βάζεις κραγιόν στο γουρούνι, να το κάνεις να δείξει πιο όμορφο. Αν προσπαθήσουν να βάλουν κραγιόν στο γουρούνι (όπου γουρούνι γήπεδο) δεν νομίζω ότι θα υπάρξει μεγάλη διαφορά. Θέλει κάτι καινούργιο με σύγχρονες προδιαγραφές και το επιβάλλει αυτό η μεγάλη συμμετοχή παιδιών.
Θέλει όραμα, θέλει ανθρώπους να ασχοληθούν. Δεν φταίνε οι τωρινοί, οι προηγούμενοι, οι πιο παλιοί. Φταίμε όλοι μας, όλη η Καλυμνος που αυτή τη στιγμή το νησί δεν διαθέτει αξιόλογες αθλητικές εγκαταστάσεις. Να αφήσουμε τα πάντα στην άκρη, τις όποιες διαφορές μας και να κάνουμε κάτι για το καλό των παιδιών του νησιού».
Αναφερόμενη στα νέα παιδιά που διακρίνονται και έχουν φέρει πολλά μετάλλια στην Κάλυμνο, παρά τις ανύπαρκτες αθλητικές υποδομές του νησιού η Βίκυ λέει χαρακτηριστικά: «Το κορίτσι Μαρία Μαγκούλια για παράδειγμα είναι λίγο πιο τυχερή από την παίχτρια και προπονήτρια Βίκυ Βολονάκη και την αδελφή μου Φωτούλα και τον αδελφό μου Δημήτρη γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ασχολούνται λίγο παραπάνω μαζί της, της εξασφαλίζουν χορηγούς και έχει έναν αξιόλογο προπονητή τον Ξενοφώντα τον οποίο τον γνωρίζω χρόνια».
«Σε δέκα χρόνια με βλέπω ακόμη Αμερική. Στην Κάλυμνο θα γυρίσω όταν κουραστώ να κάνω αυτό που αγαπάω, όταν νιώσω γεμάτη. Μου πήρε καιρό να βγάλω την αθλήτρια από πάνω μου. Πριν πέντε χρόνια έπαιζα επαγγελματικά στη Σουηδία. Ακόμη μαθαίνω πράγματα, διαβάζω, μελετώ. Όσο ζω θα γίνομαι καλύτερη. Όπως σαν αθλήτρια όσο μεγάλωνα γινόμουνα καλύτερη, έτσι και σαν προπονήτρια θα γίνομαι καλύτερη. Έχω μεράκι για μάθηση, για να εξελιχθώ. Η δουλειά μου έχει μέλλον».
«Ως Ελληνίδα έχω βιώσει τον ρατσισμό από κάποιους στην Αμερική που με είδαν ως την ξένη που παίρνω τη δουλειά από μια Αμερικάνα. Καλό είναι να δίνουμε ευκαιρίες στους ανθρώπους που έρχονται στον τόπο μας αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Εγώ ήμουν τυχερή γιατί είχα έναν άνθρωπο εκεί. Δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε το ξένο».
«Μου λείπει η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, η θάλασσα. Ο τρόπος ζωής στην Αμερική είναι διαφορετικός, δουλεύω 13-14 ώρες την ημέρα, δεν υπάρχει το «πάω καφέ με μια φίλη». Εκεί κυρίως δουλεύεις. Άντε να πας κάπου για φαγητό. Και μιας και είπαμε για φαγητό μου λείπει το φαγητό της μαμάς μου το οποίο είναι το καλύτερο».
«Όταν έρχομαι εδώ το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να πάω να πάρω το μηχανάκι μου. Όταν ανέβω στο μηχανάκι και κατηφορίζω απ’ το σπίτι μου στην Ανάσταση μ’ αρέσει που οδηγώ και χαιρετάω κόσμο, που βγαίνω για καφέ και βρίσκω παρέα χωρίς να το έχω κανονίσει.
Όταν είμαι εκεί είμαι συνεχώς με ένα κινητό και στον υπολογιστή. Εδώ δεν αγγίζω το κινητό μου, ζω την κάθε στιγμή».
«Αγαπημένος μου ήχος είναι το «έλα κόρη μου» η απάντηση της μαμάς μου μόλις ξυπνήσω το πρωί και της φωνάξω. Και όσο και αν σου φαίνεται πάρα πολύ περίεργο και ενοχλητικό, ο θόρυβος από τα μηχανάκια. Ξέρω ότι είμαι στην Κάλυμνο. Όταν ξυπνήσω το πρώτο πρωί συνήθως δεν ξέρω που βρίσκομαι. Ακούω τότε ένα γκρρρ!!! και καταλαβαίνω ότι είμαι στην Κάλυμνο. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ακούω τη φωνή της γειτόνισσας που φωνάζει τη μάνα μου».
«Αγαπημένο μου μέρος είναι το Καντούνι, η κουμούλα μπροστά από το Domus. Η θέση μου! Αν και μεγάλωσα τα καλοκαίρια στο Μελιτσάχα».
«Στην Κάλυμνο έρχομαι συνήθως δυο φορές το χρόνο, το Πάσχα και το καλοκαίρι όταν τελειώνει η αγωνιστική περίοδος».