Γράφει ο Γιάννης Θ. Πατελλης
Γράφοντας το καινούργιο μου βιβλίο, “Συγκοινωνίες και επικοινωνίες στην Κάλυμνο του χθες”, έπεσα σε φωτογραφίες πλοίων που τα ονόματά τους, περισσότερο και από την όψη τους, τροφοδοτούν τις δεξαμενές της μνήμης με ένα τρόπο ιδιαίτερα συγκινητικό. Είναι τα καράβια, που στο πέρασμα του χρόνου υπήρξαν κάτι περισσότερο από “μέσα μεταφοράς”, απέκτησαν αλλόκοτες διαστάσεις και έγιναν κάτι σαν προεκτάσεις των νησιών μας.
Να, για παράδειγμα, το “ΗΛΙΟΥΠΟΛΙΣ”. Είχε πλώρη γυρτή, άλμπουρα ψηλά, και τσιμινιέρα φαβατί. Είχε στυλ γιοτ, κάτι σαν θαλαμηγός της προπολεμικής εποχής. Όταν μπήκε στη γραμμή μας ήταν ήδη παλιό. Διαφημιζόταν ως ηλεκτροφώτιστο και με τρεχούμενα νερά. Ήταν ακόμα νωπά τα ταξίδια με καΐκια και με βοηθητικά του Πολεμικού Ναυτικού, τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης. Φανταστείτε τον επιβάτη της τρίτης θέσης, που παράδερνε στους διαδρόμους και το κατάστρωμα “στρωματσάδα”, πόσο ευτυχής ήταν αφού ταξίδευε, πλέον, με “ηλεκτροφώτιστο” βαπόρι. Συνήθως έπιαναν ένα-δυο λιμάνια από τις Κυκλάδες και κατόπιν ακολουθούσαν το γνωστό δρομολόγιο : Πάτμος, Λέρος, Κάλυμνος, Κως, Ρόδος. Μια ή δυο φορές την εβδομάδα έκαναν και τη λεγόμενη “άγονη γραμμή”, προσεγγίζοντας και τα μικρότερα νησιά της Δωδεκανήσου.
Τότε όλα τα καράβια σφύριζαν με το παραμικρό. Για την άφιξή τους στο λιμάνι, για την αναχώρηση, για να χαιρετήσουν τα σπίτια στο μήκος της ακτογραμμής ή άλλα πλοία που συναντούσαν στο διάβα τους. Όσο κι αν, μέσα στη νύχτα ή τα χαράματα, τάραζε τον ύπνο μας αυτή η συνήθειά τους, ήταν πάντα για μας ένας φιλικός αντιχαιρετισμός.
Όλα τούτα τα καράβια, ΙΟΝΙΟΝ, ΗΛΙΟΥΠΟΛΗ, ΜΟΣΧΆΝΘΗ, ΑΝΔΡΟΣ. είχαν παλιές καταβολές. Εμάς όμως, τότε, δεν μας πολυενδιέφερε η προϊστορία τους ούτε τα λεγόμενα “παλιά χρόνια”, αφού όλοι ζούσαμε την προσμονή του καινούργιου. Το παρελθόν βάραινε, κατά κανόνα, το φορτίο των στενάχωρων χρόνων από τα οποία μόλις είχαμε βγει. Τα “παλιά” ήταν συνδεδεμένα με πολέμους, βομβαρδισμούς, πείνα, εξαθλίωση, προσφυγιά. Έτσι, τα νεότευκτα ΚΑΝΑΡΗΣ, ΜΙΑΟΥΛΗΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, που πρόβαλαν στα λιμάνια στα μέσα της 10ετίας του ΄50, δεν είχαν μόνο ένδοξα ονόματα αλλά ήταν με την πλευρά της ανανέωσης, της πάστρας και της προόδου.Δεν πέρασε πολύς καιρός και τις θάλασσές μας άρχισαν να οργώνουν και καράβια με ωραία γυναικεία ονόματα : ΜΙΜΙΚΑ, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ, ΜΑΡΙΛΕΝΑ, ΔΕΣΠΟΙΝΑ.
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτή η εναλλαγή αγωνιστικών και τρυφερών ονομάτων είχε και ένα κρυφό νόημα. Από τη μια η πολεμική καταγωγή και από την άλλη οι χαρές της ειρηνικής ζωής με όλα τα καλά της. Έτσι, μπορούσες να φανταστείς το πέρασμα από τους οπλαρχηγούς της εθνεγερσίας σε κάποια Κατερίνα, που παίζαμε “κρυφτό” στα παιδικά μας χρόνια ή στην όμορφή Δέσποινα της έκτης, που μαγνήτιζε τα εφηβικά βλέμματα όταν σχόλαγε το Γυμνάσιο Θηλέων. Άλλωστε, τα ονόματα των κοριτσιών θα αποδεικνύονταν με τον καιρό πολύ σημαντικότερα από τα ηρωικά ονόματα. Θα το παραδεχόμασταν λίγο αργότερα, ως φοιτητές, στο καλοκαιρινό κατέβασμά μας στο νησί, όταν το κατάστρωμα του ΚΑΝΑΡΗ γέμιζε από ένα πρωτόγνωρο τρυφερό φορτίο. Ήταν οι κατάξανθες σειρήνες του βορά, που έτρεχαν να γευτούν τις χάρες του Αιγαίου, σε κείνο τον πρωτοτουρισμό των καλοκαιριών της 10ετίας του ΄60. Εκείνα τα χρόνια, που οι πλόες με 8 ή και 9 μποφόρ ήταν στην κρίση του καπετάνιου, ένιωθες την αξία του κάθε καραβιού. Το αν κατόρθωνε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στις επιθέσεις των κυμάτων ή αν η καρίνα του βυθιζόταν, τρέμοντας και τρίζοντας. Μέσα από φουρτουνιασμένα και δύσκολα ταξίδια έβγαινε και κυκλοφορούσε και η φήμη του κάθε καραβιού : “Καλοτάξιδο” ή “σκυλοπνίχτης”. Μόνο που, όπως συμβαίνει συχνά και με τους ανθρώπους, οι κρίσεις δεν ήταν πάντα δίκαιες και αμερόληπτες για την υστεροφημία τους. Εκείνα τα χρόνια δεν μπορούμε να προσάψουμε στη θάλασσά μας, τη θάλασσα του Αιγαίου, φονική μανία. Αργότερα μόνο, όταν θα συμβεί το πολύνεκρο ναυάγιο του ΗΡΑΚΛΕΙΟ στη Φαλκονέρα, θα επιβληθούν τα “απαγορευτικά” και οι πλόες θα γίνουν ασφαλέστερες. Άλλωστε, ανάμεσα στο τότε και το τώρα δεν μεσολάβησαν διαφορετικές θάλασσες αλλά διαφορετικές εποχές.