Εφέτος είναι λαδοχρονιά για την Κω
(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη) –
21/11/2022-
-Βούλιαξε φέτος το νησί, στην
ελαιοπαραγωγή. Τέτοια παράγωγη
έχει να δει από το 2002, άκουσα να
λένε στο λιοτρίβι. Λάδι ο υγρός
χρυσός του νησιού μας, πολύτιμος και
ωφέλιμος στην υγεία και στην
οικονομική ευμάρεια του τόπου.
Μια βόλτα στα ελαιουργία και
διαπίστωσα την πλούσια συγκομιδή.
Μια ηλιόλουστη Κυριακή, στα μέσα
του Νοέμβρη, διάλεξα να ξαποστάσω
σε ένα παραδοσιακό καφενείο, στο
ορεινό Ασφενδιού.
Αυτό που βρίσκεται κοντά στην
Παναγιά την Ευαγγελίστρια.
Καθισμένη με την παρέα μου,
απολαμβάνουμε σπιτική κανελλάδα
και φυσικά την απέναντι μαγευτική
θέα, του καταπράσινου βουνού
Δικαίου.
Δίπλα μας μια άλλη παρέα
Ασφενδιανών λεσπέριδων, γεωργων,
συζητάνε για το φετινό μαξούλι,
δηλαδή για τη συγκομιδή της ελιάς.
Ανεξίτηλες μνήμες και εικόνες, με
γυρίζουν πίσω στα παλιά.
-Εφέτος τα περισσότερα δένδρα είναι
φορτωμένα, στάζουν!
Είπε χαρακτηριστικά ο κυρ Σταμάτης,
ο μεγαλύτερος. Στα ροζιασμένα του
χέρια, κρατάει το χοντρό
κεχριμπαρένιο του κομπολόι, ενώ
απολαμβάνει αργά -αργά, τον βαρύ
γλυκύ καφέ του.
Η εμπειρία που κουβαλάει στις πλάτες
του, μαζί με την επίπονη δουλεία που
έχει ρίξει, τον κάνουν να
καταλαβαίνει με την πρώτη ματιά,
πόσο καρπερός είναι ένας ελαιώνας.
Έτσι στην κουβέντα του αναφέρεται
για τα λιόδενδρα τα παλιά, τα
αιωνόβια με τις χοντρές ελιές, για τα
καινούργια με τις ψιλές ελιές και για
αυτά που φορτώνονται με καρπό,
χρόνο με το χρόνο. Απέναντι μου
βλέπω το παλιό λιοτρίβι του
Θυμανάκη, στο χωριό.
Στην θέα του, οι μνήμες ξυπνούν και
με γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω.
Τότε που το χωριό Ασφενδιού, ήταν
γεμάτο με κόσμο και ολόκληρο το νησί
είχε πολλά λιοτρίβια. Τότε που
ανεβασμένες σε αυτοσχέδιες, ξύλινες
σκάλες οι αργατίνες ή εργάτριες,
μάζευαν μια- μια την ελιά. Βέβαια δεν
έλειπαν και τα ατυχήματα, που τις
οδηγούσαν φορτωμένες στα υποζύγια,
ως στην φημισμένη Κλινική του
ξακουστού γιατρού, του αείμνηστου
χειρουργού Θεόφιλου Πέρου, για να
τους φτιάξει τα σπασμένα μέλη με τον
γύψο.
Αργότερα μπήκαν στη δουλειά τους τα
δίχτυα, τα χτένια και τελευταία τα
μηχανήματα, που τις συλλέγουν ή τις
τραντάζουν και πέφτουν.
Οι ελαιώνες στο Ασφενδιού, όπως και
στα άλλα χωριά, ήταν αμέτρητοι και
απέραντοι. Πρωταγωνιστούσε η
τοποθεσία, γύρω από το ορεινό χωριό
Χαιχούτες, τότε που έσφυζε από ζωή,
πριν το σβήσει η μετανάστευση.
Εκεί έβγαιναν κυρίως οι μαυρομάτικες,
χοντρές ελιές και μαζεύονταν οι πιο
νόστιμες χαμάδες. Αλλά και στο
Λαγούδι, όπου και να στρέψεις το
βλέμμα σου, ελαιώνες θα αντικρίσεις.
Από το ορεινό Πυλί, την Αντιμάχεια,
ως την πεδινή Καρδάμαινα και την
μακρινή Κέφαλο, οι ασημόχρωμες
ευλογημένες ελιές, πλημυρίζουν τους
κάμπους και τους λόφους.
Πόσος κόπος, πόσος καημός από
μερικά τσουβάλια ελαιοκάρπου, να
βγει μια νταμιτζάνα λάδι. Πόση
βασανιστική δουλειά, ώστε από
δεκάδες δένδρα, να συγκεντρωθούν οι
ελιές, για να γεμίσουν τα μεγάλα
πήλινα πιθάρια με λάδι, που οι
νοικοκυραίοι θα τα φυλάξουν στις
αποθήκες, για την κουμπάνια του
σπιτιού.
Πρωί-πρωί, πριν να βγει ο ήλιος, όλη
σχεδόν η πολυμελής οικογένεια με τα
υποζύγια φορτωμένα με κοφίνια και
τσουβάλια, κινούσε για τους ελαιώνες.
Την μια εβδομάδα μάζευαν τις δικές
τους ελιές και την άλλη βοηθούσαν
στο μάζεμα του ελαιοκάρπου, των
συγγενών και φίλων τους. Δύσκολη
δουλειά το λιομάζωμα, αφού με πολύ
κόπο έβγαινε το λάδι. Κάθε λεύτερη
κοπέλα ανάμεσα στα πολύτιμα προικιά
της, είχε και τον δικό της ελαιώνα.
Συνήθως τον έπαιρνε για προίκα η
κόρη μαζί με το πατρικό σπίτι,
αφήνοντας τα αγόρια τελευταία, στη
μοιρασιά της περιουσίας. Όλοι μέρα οι
γυναίκες τίνασσαν, ράβδιζαν, μάζευαν
τις ελιές, ανεβοκατέβαιναν σκάλες και
μερικές φορές, υπήρχαν και οι
καλλίφωνες που τραγουδούσαν. Τα
τσουβάλια τα γέμιζαν κυρίως οι
άνδρες και τα φόρτωναν στα υποζύγια,
για να τα μεταφέρουν στα
ελαιοτριβεία.
Παράλληλα οι παραγωγοί, ξεχώριζαν
για την κουμπάνια τους μερικές ελιές.
Τις πράσινες, δηλαδή τις άγουρες, τις
έκαναν τσακιστές συνθλίβοντάς τες, με
μια καθαρή πέτρα ή τις έκαναν
χαρακιαστές, χαράζοντάς τες με το
μαχαίρι. Αφού τις γλύκαιναν για
μερικές μέρες στο νερό, έπειτα τις
βύθιζαν στο πήλινο κουζί, (μικρό
πιθάρι), γεμάτο με αλάρμη από χοντρό
αλάτι, είτε μέσα στο λάδι ή στο ξύδι,
ώστε να διατηρηθούν για πολλούς
μήνες.
Τις μαύρες, προτιμούσαν να τις
μαζεύουν ώριμες στο χώμα και τις
ονόμαζαν χαμάδες. Όπως και να ήταν
οι ελιές, ποτέ δεν έλειπαν από το
νόστιμο νησιωτικό και υγιεινό τραπέζι,
είτε αυτό ήταν νηστίσιμο είτε
Πασχαλινό. Επίσης δεν υπήρχε σπίτι,
που να μην ανάψει το καντηλάκι του,
εμπρός στα Εικονίσματα με το αγνό
ελαιόλαδο. Ένα μπουκάλι με το
ευλογημένο λάδι, από την πρώτη τους
σοδειά, συνήθιζαν να προσφέρουν οι
γεωργοί στην Εκκλησιά τους, για τις
ανάγκες της.
Αφού τέλειωνε το κοπιαστικό μάζεμα,
η συγκομιδή έπαιρνε το δρόμο για το
λιοτρίβι. Παρόλα αυτά, ένα μικρό
διάλειμμα στη μέση της μέρας, και
αυτή ήταν όλη τους η ξεκούραση.
Κάτω από τον ευεργετικό ίσκιο της
ελιάς, έστρωναν το υφαντό
τραπεζομάντιλο και γύρω μαζεύονταν
όλη η οικογένεια και οι εργάτες. Εκεί
συζητούσαν, διαφωνούσαν, έλεγαν
χωρατά, δηλαδή πειράγματα,
κουτσομπόλευαν και ‘μαγείρευαν’ οι
έμπειρες προξενήτρες τα πιο
παράξενα προξενιά. Εκεί παραμόνευε
και ο έρωτας, για να ανθίσει κυρίως
ανάμεσα στους νέους……
Και τι δεν είχε εκείνο του υπαίθριο
τραπέζι! Τυρί, φρέσκια μυζήθρα,
νόστιμα κεφτεδάκια, ελιές χαμάδες,
χωριάτικη σαλάτα, με αγνό ελαιόλαδο
και σπιτικό σταρένιο ψωμί, ζυμωμένο
από το Σάββατο, αλλά φρέσκο στη
γεύση. Πάντα ξεδιψούσαν με δροσερό
νερό, από το παρακείμενο πηγάδι ή
την κοντινότερη φυσική πηγή.
Κατάκοποι πια γυρνούσαν με τη δύση
του ήλιου στα σπίτια τους, για να
ξαποστάσουν και να πάρουν δυνάμεις
για την άλλη μέρα. Αν υπήρχε γιαγιά ή
κάποια θεία στο σπίτι, ήταν τυχεροί,
γιατί όλο και κάποιο φαγητό θα τους
είχε ετοιμάσει. Σίγουρα θα είχε φτιάξει
τα παραδοσιακά ντολμαδάκια, από τα
αμπελόφυλλα, που είχε φροντίσει να
αποξηράνει και κρέμονταν ψηλά στο
ταβάνι. Ίσως και μερικές χοιρινές
μπουκιές, από τα χοιροσφάγια, με
μπόλικη γλίνα αλειμμένη στο σταρένιο
ψωμί. Όλα αυτά συνήθως οι αγρότες
τα συνόδευαν με κατάκοκινο γλυκό
κρασί, δικής τους παραγωγής.
Τα άλογα δεν σταμάταγαν να γυρνάνε
τις βαριές πέτρες στα λιοτρίβια, όπου
ξενυχτούσαν οι ελαιοπαραγωγοί, ώστε
να προλάβουν να πάρουν σειρά, για
να βγάλουν το δικό τους λάδι. Οι ελιές
που μαζεύονταν, δεν έπρεπε να
παραμείνουν πολλές μέρες στα
τσουβάλια, γιατί μούχλιαζαν και το
λάδι δεν θα ήταν μυρωδάτο ούτε και
νόστιμο.
Το λιοτρίβι του Ασωμάτου, ήταν
πάντα γεμάτο, καθώς και εκείνο της
Ευαγγελίστριας. Απέναντι μου βλέπω
ακόμη το ερειπωμένο του κτίσμα και
μερικές άμορφες, σιδερένιες μάζες,
άψυχα κουφάρια από τις παλιές πρέσες
και μηχανές. Ξαναζωντανεύει ο
θόρυβος από τις οπλές των αλόγων,
που γύριζαν τις βαριές τεράστιες
μυλόπετρες, για να συνθλίψουν τις
ελιές.
Το οικογενειακό λιοτρίβι στο Τιγκάκι,
του Παπαδημητρίου, αυτό του
‘Γιωργαρή’ όπως το έλεγαν, έχει τη
δική του πολύχρονη παράδοση.
Σήμερα ο γιος του ο Κώστας, μαζί με
τα δυο του παιδιά, το έχουν αναδείξει
σ’ ένα σύγχρονο και παραγωγικό
ελαιουργείο.
Το λιοτρίβι του Δημοσθένη
Χατζηπέτρου, στο Λινοπότη, έχει την
δική του πλούσια ιστορία, από πάππου
προς πάππου. Αλλά και εκείνο της
οικογένειας Κουλιά στο Μαστιχάρι,
καθώς και μερικά άλλα στα χωριά μας,
είναι πάντα γεμάτα αυτούς τους μήνες,
από δεκάδες τσουβάλια με ελιές, που
θα αποδώσουν αρκετούς τόνους λάδι.
Αυτός ο υγρός χρυσός, που παράγει
το ευλογημένο δένδρο της ελιάς και το
οποίο βρίσκεται παντού στο νησί μας,
έχει ποικίλες άλλες εφαρμογές, όπως
στην φαρμακευτική και στην
αρωματοποιία. Τίποτα, δεν πετάνε από
την ελιά. Πέρα από το λάδι, όταν
κλαδέψουν τα δέντρα, τα φύλλα τα
κάνουν κομπόστα για λίπασμα και τα
ξύλα είναι πολύ χρήσιμα για το τζάκι.
Λιοτρίβια υπήρχαν και θα υπάρχουν
και στα υπόλοιπα χωριά. Όμως
εργατικά χέρια αρκετά δεν υπάρχουν
πρόθυμα, για να μαζέψουν τον καρπό.
Οι παλιές εικόνες με τους εργάτες και
τις αργατίνες σκαρφαλωμένες στα
δέντρα, για να μαζεύουν με κρύο ή
ψυλόβροχο τις ελιές,
αντικαταστάθηκαν από οικονομικούς
μετανάστες. Άλλοι με δική τους
πρωτοβουλία, μαζεύουν τον
ελαιόκαρπο και μοιράζονται λάδι και
χρήματα και άλλοι προσλαμβάνονται,
για όσο χρόνο τους χρειασθούν οι
ελαιοπαραγωγοί στο μάζεμα της ελιάς.
Παρόλα αυτά τελευταία, οι ατελείωτοι
ελαιώνες του νησιού μας δείχνουν να
ξαναζωντάνεψαν. Συστηματικοί
ελαιοπαραγωγοί και ερασιτέχνες, με
μεράκι φροντίζουν για την καλλιέργεια
και την ανάπτυξη των ελαιοδέντρων.
Ακόμα και αυτοί που λείπουν στην
ξενιτιά, δεν τους ξεπούλησαν όσο-όσο,
αλλά έχουν δώσει παραγγελιά στους
συγγενείς τους, ώστε η συγκομιδή της
ελιάς, να γίνεται κανονικά από τους
γεμάτους με καρπό ελαιώνες.
Σήμερα η οικονομική κρίση, δεν
επιτρέπει σε κανένα να αγνοήσει πως
το λάδι, αυτός ο χρυσαφένιος
θησαυρός, είναι περιζήτητος ιδίως στο
εξωτερικό. Η Ελλάδα έχει το
καλλίτερο ήπιο Μεσογειακό κλίμα, για
να παράγει όχι μόνο ποιοτικό κρασί,
εσπεριδοειδή, φρούτα και κηπευτικά,
αλλά και το καλύτερο λάδι. Όσο για
το λάδι, η χώρα μας επάξια
συναγωνίζεται τις γύρω Μεσογειακές
χώρες.
Η επιστροφή στην ‘μάννα γη’ και η
εκμετάλλευση του πλούτου της, δεν
είναι πια ξεπερασμένη. Η γεωργία και
η ενασχόληση με τον πρωτογενή
τομέα, αποτελεί αναγκαία
προτεραιότητα αφού συμβάλει στην
επιβίωση όλων μας. Έστω και αργά,
καταλάβαμε πως η πολύωρη
ανθυγιεινή, καθιστική ζωή στην
καρέκλα της καφετέριας ή μπροστά σε
μια τηλεόραση, που σερβίρει
τηλεοπτικά σκουπίδια και
κατασκευασμένες ειδήσεις, τίποτα δεν
μας προσφέρει, παρά μας ζημιώνει.
Δεν είναι τυχαίο που σύμφωνα με
επιστημονικά τεκμηριωμένες έρευνες,
οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, είναι οι
μακροβιότεροι και αυτοί που
καταφέρνουν να φτάσουν ως τα 100,
χωρίς να έχουν συχνές επισκέψεις σε
γιατρούς και σε Νοσοκομεία. Γιατί
είναι πάντα αεικίνητοι, αναπνέουν
καθαρό αέρα, πίνουν φυσικό νερό και
τρώνε αγνή τροφή, χωρίς χημικά και
συντηρητικά. Ας εκμεταλλευτούμε με
χίλιους δυο τρόπους και την τελευταία
σταγόνα, από το πολύτιμο λάδι, που
μας προσφέρει μεταξύ άλλων,
απλόχερα η εύφορη γη του νησιού μας.
Ευλογημένη η ελιά, αφού στον ίσκιο
της προσευχήθηκε ο Χριστός.
Δοξασμένη και στην Αρχαία
Ελληνική μυθολογία, ως δένδρο
ειρήνης αφιερωμένο στην Αθηνά. Μα
πάνω από όλα ιερή η ελιά,
πρωταγωνίστρια μέσα από τις
ιστορικές σελίδες του Ελληνικού
πολιτισμού.
Ξανθίππη Αγρέλλη
Τα χοιροσφάγια ένα έθιμο που
διατηρούν ζωντανό οι Πολιτιστικοί
Σύλλογοι του νησιού μας, όπως ο
Απελλής στο χωριό Πυλί 4/11/21
(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)
8/10/2022
Ένα παμπάλαιο έθιμο σήμερα
παρεξηγημένο, που θεωρείται βάρβαρο
στην εποχή μας, ξαναζωντανεύει κάθε
χρόνο από τον Πολιτιστικό Σύλλογο
Απελλής στο ορεινό χωριό Πυλί.
Το παλιό παραδοσιακό και
οικογενειακό έθιμο για τα
χοιροσφάγια, το ζήσαμε πολλοί.
Πόσοι όμως τα θυμούνται σήμερα;
Ξεφυλλίζω τις πλούσιες και γεμάτες
αρχοντιά, παραδοσιακές σελίδες του
νησιού μας. Σταματάω στο παμπάλαιο
έθιμο, για τα χοιροσφάγια. Πολλά
γράφτηκαν και σχολιάστηκαν, σχετικά
με αυτό το έθιμο. Αυτό το έθιμο
σήμερα θεωρείται βάρβαρο, όπως και
οι ταυρομαχίες. Παρόλα αυτά είναι ένα
έθιμο, που λέγεται πως κρατά από
πολύ παλιά και μάλιστα στην
Τουρκοκρατία το κρατούσαν μυστικό,
αφού οι Μωαμεθανοί δεν
καταναλώνουν χοιρινό κρέας. Ωστόσο
κατάφερε να επιβιώσει και στο νησί
μας, μέσα από εκατοντάδες δύσκολα
χρόνια, έχοντας τις ρίζες του στον
παλιό παραδοσιακό τρόπο ζωής και
επιβίωσης.
Αναπολώ εκείνες τις Φθινοπωρινές
μέρες, τις γεμάτες θόρυβο, κίνηση και
ζωντάνια, των κατοίκων των χωριών
μας.
Πριν τα αδειάσει η άκαρδη,
μεταπολεμική μετανάστευση.
Τις ήπιες μέρες κυρίως του Οκτώβρη
με Νοέμβρη, πριν το μάζεμα της
ευλογημένης ελιάς, οι γεωργοί και οι
κτηνοτρόφοι από το Ασφενδιού έως
την Καρδάμαινα και την Αντιμάχεια
και από την Κέφαλο έως και το Πυλί,
ετοιμάζονταν για τα χοιροσφάγια.
Είχαν τελειώσει πια και τα
Πουζουνίκια, τα τελευταία μαζέματα,
τα αποκηπίσματα της καλοκαιρινής
συγκομιδής. Έτσι
ετοιμάζονταν οι οικογένειες, μαζί με
όλο το χωριό, για τα ετήσια
παραδοσιακά χοιροσφάγια. Οι
νοικοκυραίοι έπρεπε να τα
φροντίσουν όλα, μέχρι και την
τελευταία λεπτομέρεια.
Τα χοιροσφάγια, αποτελούσαν
σημαντικό κοινωνικό γεγονός, όχι
μόνο για όλη την οικογένεια, αλλά και
για όλο τον γύρω κόσμο του χωριού.
Αυτό το έθιμο, αφορούσε τους
συγγενείς, τους φίλους, όλη την
γειτονιά, ακόμη και όλο το χωριό. Ο
νοικοκύρης κάθε σπιτιού, είχε
φροντίσει από το Μαρτάπριλο, να
πάρει ένα μικρό γουρουνάκι και να το
μεγαλώσει, σε ένα ιδιαίτερο χώρο τον
χοιρόλακκο ή την χοιρόβουα δηλ ένα
λάκκο συνήθως γεμάτο με λάσπη, για
τα λασπόλουτρα του ζώου. Συνήθως
έτρεφαν το ζώο με ένα μείγμα τροφής
την μαχτή, δηλ τα πίτουρα από το
άλεσμα του σιταριού. Αν ήταν
πολυμελείς οικογένειες, έθρεφαν δυο
γουρουνάκια.
Μετά από αρκετούς μήνες και αφού
φαινόταν πια καλοθρεμμένος ο
χοίρος, ήταν έτοιμος να ‘θυσιαστεί’,
για τα καθιερωμένα χοιροσφάγια.
Οι πάντα καματερές και αεικίνητες
νοικοκυρές, αφού συγύριζαν και
φροκάλιζαν, δηλ σκούπιζαν τους
εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους
των χαμηλόκτιστων σπιτιών τους, μετά
τους ασβέστωναν καλά.
Περίμεναν κόσμο και έπρεπε να
δώσουν την καλλίτερη εντύπωση.
Είχα την ευκαιρία να παραστώ
καλεσμένη, σε γνήσια Ασφενδιανά
χοιροσφάγια, στην Πέρα Γειτονία,
καθώς και στην μάντρα του Ηλιάκη.
Αργότερα παρακολούθησα και τα
Αντιμαχήτικα, παραδοσιακά
χοιροσφάγια στο Μαστιχάρι, από τους
συγγενείς του συζύγου μου.
Πρωί-πρωί, από τα χαράματα,
ξεκινούσαν όλα, με πολλούς φίλους
και συγγενείς να έρχονται για βοήθεια,
περιμένοντας με την σειρά τους, να
τους ξεπληρώσουν αυτή την βοήθεια
και στα δικά τους τα χοιροσφάγια.
Πρώτα ερχόταν ο χασάπης, αυτός μαζί
με άλλους γεροδεμένους άνδρες,
έδεναν χειροπόδαρα τον
καλοθρεμμένο χοίρο και ακολουθούσε
η σφαγή του ζώου. Έπειτα τον
τοποθετούσαν σε καφάσια με θάμνους
και τον ζεματίζανε με καυτό νερό, για
να μαδήσει η χοντρή τρίχα του.
Μετά τον ξύριζαν με ένα ειδικό
ξυράφι, ύστερα τον καψάλιζαν ή τον
τσούριζαν, για να φύγουν και οι
τελευταίες τρίχες, με ξερόκλαδα από
σησαμιές, ελιές ή άγριες αστυφές και
κλαδιά από φρύανα και κατσοπρίνια.
Με ένα μεγάλο κομμάτι
ελαφρόπετρας, τον πορό, μαζί με πολύ
χοντρό αλάτι, τον έτριβαν παντού, για
να μαλακώσει και να καθαρίσει
τελείως το γουρουνίσιο, σκληρό δέρμα
του.
Παράλληλα οι νοικοκυρές, είχαν
φροντίσει να έχουν έτοιμα κλαδιά και
χοντρά ξύλα, ακόμη και ξερές βουδιές,
για να μπουν κάτω από τα καζάνια και
τα τηγάνια, εκεί στον μεγάλο σιδερένιο
τρίποδα ή σε ειδικές πέτρινες
παρασκιές, όπου έβραζαν το νερό που
κουβαλούσαν από το παρακείμενο
πηγάδι. Οι αυτοσχέδιες μεγάλες
παρασκιές για τα καζάνια,
ετοιμάζονταν από την προηγούμενη
μέρα. Έτσι αφού έστηναν τα καζάνια,
τα γέμιζαν με νερό και ο νοικοκύρης
άναβε και ‘τάιζε’ συνεχώς τη φωτιά,
με κλαδιά και ξερά ξύλα. Αφού
έβραζε καλά το νερό, τότε έφερναν το
χοίρο κοντά για το ζεμάτισμα. Φυσικά
τα σκεύη της κουζίνας ήταν μικρά και
μεγάλα, γανωμένα καζάνια, τηγάνια,
ταψιά, και πολλές πήλινες κούπες και
πήλινα πιάτα βαθιά ή ρηχά. (Τότε τα
πλαστικά ήταν σχεδόν ανύπαρκτα). Ο
γανωτής ήταν ένας γυρολόγος,
Μωαμεθανός και τον έλεγαν Ακκή.
Είχε το δικό του γανωτήριο στα
Χαλουβαζιά, εκεί στον σημερινό
τουριστικό δρόμο της οδού Απελλού,
στην παλιά πόλη. Περνούσε από όλα
τα χωριά και τις μάντρες, λίγες μέρες
πριν και γάνωνε τα μπακιρένια σκεύη
και τα καζάνια, για τα χοιροσφάγια.
Ο χασάπης, αφού τεμάχιζε κατάλληλα
το ζώο, έπαιρνε ένα γενναίο κομμάτι
από κρέας, μαζί με την αμοιβή του και
αποχωρούσε. Ο σφαγμένος χοίρος,
τεμαχίζονταν σε διάφορα μέρη. Το
κεφάλι και τα πόδια, τα φύλαγαν για
να κάνουν την νόστιμη πηχτή ή
τρουμούλα.
Αυτή γίνονταν αφού μετά από
πολύωρο βράσιμο, έμενε το παχύ
ζουμί μαζί με το βραστό κεφάλι, με
τα μικρά χοιρινά κομμάτια. Έστυβαν
αρκετά λεμόνια και την μοίραζαν σε
μικρά πήλινα τσουκάλια. Μαζί με το
λεμόνι ή το ξινό λεμόντουζο και λίγο
ξύδι, την τοποθετούσαν για μερικές
μέρες καλά σκεπασμένη στην στέγη
του σπιτιού, ώστε με το αγιάζι, δηλ την
ψύχρα να πήξει. (Δεν υπήρχαν τότε τα
ψυγεία, ούτε και ο ηλεκτρισμός).
Έτσι ο ζωμός γινόταν ένα φυσικό
συμπαγές ζελέ, πολύ νόστιμος και
έτοιμος μετά από λίγες μέρες για
κατανάλωση. Επίσης μερικοί,
έτρωγαν το συκώτι, τσιγαριστό,
τηγανιτό ή βραστό.
Τα εντόσθια συνήθως τα έκοβαν
μικρά-μικρά, τα τηγάνιζαν και τα
έτρωγαν αμέσως σαν μεζέδες, που τα
συνόδευαν με το δικό τους σπιτικό
κρασί.
Το λίπος, το χώριζαν από το κρέας.
Αφού το έβραζαν καλά, όταν κρύωνε
και γίνονταν σαν αλοιφή, το
αποθήκευαν στα πήλινα κουζιά, (μικρά
κιούπια ή πιθάρια). Αυτό το παχύ
ζωικό λίπος, ήταν η λεγόμενη γλίνα
και με αυτήν θράφηκαν γενιές και
γενιές παιδιών.
Αξέχαστα θα μου μείνουν τα παιδιά
του Σχολείου στο Ασφενδιού, όταν
μαζί με το συσσίτιο, απολάμβαναν στο
διάλειμμα και μια φέτα σταρένιου,
σπιτικού ψωμιού, αλειμμένη με γλίνα.
Την έφερναν μαζί τους, τυλιγμένη
καλά στην λαδόκολλα και φυλαγμένη,
στην πάνινη Σχολική τους τσάντα.
Η θράκα ήταν έτοιμη λοιπόν για τα
χοιροσφάγια και όλη η παρέα, αφού
χώριζε το ψαχνό του χοίρου ή έβγαζε
τις μπριζόλες, ετοίμαζε και τις
μπουκιές, για να τις τσικνίσουν δηλ να
τις τσιγαρίσουν.
Οι μπριζόλες συνήθως ψήνονταν στα
κάρβουνα, ενώ οι μπουκιές
τσικνίζονταν, δηλ τηγαρίζονταν στο
μεγάλο τηγάνι, πάλι με το χοιρινό
λίπος, δηλ τη γλίνα. Τη γλίνα
αργότερα την χρησιμοποιούσαν, για να
κάνουν την περίφημη ‘γριά’ ένα
Αντιμαχήτικο φαγητό, ανακατεμένο με
αλεύρι σε μπουκιές. Επίσης στα
‘φελιά’ δηλ στις τηγανισμένες φέτες
από ψωμί, χρησιμοποιούσαν πάλι τη
χοιρινή γλίνα.
Ένα μέρος από το κρέας, το μοίραζαν
στους καλεσμένους ή σε αυτούς που
τους βοήθησαν. Ένα άλλο μέρος, το
φύλαγαν κομματιασμένο και
βυθισμένο μέσα στη γλίνα ή καλά
συντηρημένο με αλάτι, ώστε η
οικογένεια να έχει αρκετή προμήθεια
σε κρέας, για τους δύσκολους
Χειμωνιάτικους μήνες.
Στα χοιροσφάγια, στρωνόταν ένα
μεγάλο συνήθως υπαίθριο τραπέζι, αν
ο καιρός κρατούσε ακόμη και ήταν
καλός. Αν είχε κακοκαιρία, τότε
έμπαιναν μέσα στο καλοστρωμένο
τραπέζι του σπιτιού και άρχιζαν το
μεγάλο φαγοπότι. Οι πλούσιοι,
έφερναν συχνά και οργανοπαίχτες, στο
γλέντι για τα χοιροσφάγια. Φυσικά οι
τσιγαριστές μπουκιές και τα χοιρινά,
δεν τρώγονταν σκέτα. Για αυτό οι
γυναίκες, είχαν φροντίσει να φτιάξουν
με τα αμπελόφυλλα, που είχαν
αποθηκεύσει στην άρμη ή αποξηράνει,
νοστιμότατα ντολμαδάκια, χωρίς
κρέας, μόνο με ρύζι και μυρωδικά, τα
γνωστά μας ψεύτικα γιαπράκια, τους
γιαλαντζί ντολμάδες .
Επίσης από το χοντρό αλεσμένο
σιτάρι, έφτιαχναν σε ένα καζάνι με τον
ζωμό του χοίρου, το εξαιρετικό και
θρεπτικό πλιγούρι ή πνιούρι.
Στο χωριό Αντιμάχια, το λένε και
μπιλιούρι.
Όλη μέρα τα παιδιά, όπως και οι
μεγάλοι είχαν τη δική τους γιορτή.
Αυτά περίμεναν να πάρουν τη
‘φούσκα’ δηλ την κύστη του χοίρου.
Έτσι πλυμένη καλά και καθαρισμένη
με τη στάχτη, την φούσκωναν και την
έπαιζαν σαν μια αυτοσχέδια μπάλα. Αν
ο χοίρος ήταν μαύρος στο χρώμα, οι
νοικοκυραίοι έβαζαν το κεφάλι του
πάνω από την είσοδο του σπιτιού, για
να διώχνει την κακοτυχιά και το κακό
το μάτι.
Οι άντρες αφού είχαν κουβαλήσει πια
όλα τα ξύλα για τα καζάνια και είχαν
τελειώσει τις δικές τους δουλειές,
κάθονταν χωριστά από τις γυναίκες
στο τραπέζι. Έτρωγαν μεζέδες και
έπιναν ντόπιο κρασί, παραδομένοι
μέχρι αργά το βράδυ, στην δική τους
κρασοκατάνυξη.
Οι γυναίκες μετά το συνεχές τρέξιμο
πάνω κάτω, για να προλάβουν όλες τις
δουλειές, αργά το βράδυ, καθόταν
συγκεντρωμένες δίπλα στο πεζούλι,
κοντά στην παρασκιά εκεί στο τζάκι,
μαζί με τις άλλες γυναίκες και
απολάμβαναν τους κόπους τους.
Το έθιμο αυτό, έφερνε κοντά όλο το
χωριό. Συγγενείς και φίλοι, ήταν
αδελφωμένοι, ενώ οι προξενήτρες,
έβαζαν μπροστά την συνήθη δουλειά
τους. Οι κουτσομπόλες ή
κουσελούδες, σχολίαζαν ό, τι πιο
περίεργο άκουγαν και το διπλασίαζαν,
κάνοντας την τρίχα τριχιά και το
άσπρο αυγό μαύρο. Παράλληλα οι
νέοι, έβρισκαν την ευκαιρία να
αλλάξουν φλογερές ματιές, με τις
νεαρές χαμηλοβλεπούσες, κρυφές
αγαπητικιές τους, ενώ οι πάλι οι γέροι
καμάρωναν το πλούσιο τραπέζι του
νοικοκύρη.
Χαρακτηριστικές γραφικές φιγούρες,
στα χοιροσφάγια όπως τους θυμούνται
οι παλιοί, ήταν ο ‘χοιρινάς’ και ο
‘γιαπράκας’. Αυτοί γύριζαν στα
διάφορα χοιροσφάγια και γέμιζαν τις
φαρδιές τσέπες του σακακιού ή του
παλτού τους, με μπουκιές από χοιρινά
και νόστιμα ντολμαδάκια.
Οι οικοδεσπότες, τελευταία για τη
χώνεψη κερνούσαν και σπιτικό, γλυκό
του κουταλιού. Όπως κατακόκκινο
ντοματάκι, γλυκό κυδώνι της εποχής,
γλυκό σταφύλι ή πράσινο άγουρο
νεραντζάκι. Επίσης φρόντιζαν να
έχουν στο τραπέζι, ξερικό καρπούζι
και χειμωνικό πεπόνι.
Όταν τέλειωνε το γιορτινό αυτό έθιμο,
κανείς από τους καλεσμένους δεν
έφευγε με άδεια χέρια. Όλοι έπαιρναν
από ένα κομμάτι μαγειρεμένο ή νωπό
χοιρινό, μαζί με λίγο πλιγούρι. Ακόμη
συνήθιζαν να μοιράζουν πλιγούρι,
ανακατεμένο με μικρές μπουκιές στην
γειτονιά, σε όσους δεν μπόρεσαν να
παραστούν στα χοιροσφάγια.
Φεύγοντας έπεφταν και οι ανάλογες
ευχές.
-‘Καλοφαωμένα τα χοιρινά σας! Γειά,
στα χέρια σας! Φχαριστούμεν σας
που ήρθατε! Κοπιάστε και πάλι.
Και του χρόνου, να’ στε καλά μέχρι
και τα αλλά τα χοιροσφάγια!’
Αυτό ήταν λοιπόν το παμπάλαιο έθιμο
των χοιροσφαγίων, που μερικοί
τοπικοί, λαογραφικοί Σύλλογοι του
νησιού μας, όπως ο Απελλής στο
χωριό Πυλί, προσπαθούν να το
κρατήσουν ζωντανό. Η σημερινή νέα
γενιά, ίσως να μην μπορεί να το
συνεχίσει, ούτε να τηρήσει πολλά από
τα έθιμα των προγόνων της. Βεβαία
οι φιλόζωοι και οι χορτοφάγοι,
βρίσκουν το έθιμο αυτό βάρβαρο και
σκληρό. Δυστυχώς η θανάτωση του
ζώου ήταν απαραίτητη, αλλά όχι και
ευχάριστη, γιατί γίνονταν με
πρωτόγονα μέσα, χωρίς αναισθητικό.
Όμως αυτός ήταν ο τρόπος ζωής και
οι ανάγκες επιβίωσης, που έπρεπε να
καλύψουν οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Διότι είχαν να αναθρέψουν τις
πολυμελείς οικογένειές τους και να
ζήσουν αυτοί, μέχρι τα παιδιά και τα
εγγόνια τους. Δεν είχαν ούτε τις
γνώσεις ούτε την ευχέρεια για να
επιλέξουν τον επιθυμητό τρόπο
επιβίωσης τους, σε κρεοφάγους ή σε
χορτοφάγους. Οι ανάγκες της τότε
εποχής, επέβαλαν στον κάθε σπιτικό,
πως θα ζήσει και θα αναθρέψει την
οικογένεια του.
Άλλα ήθη και έθιμα, άλλες εποχές.
Ξανθίππη Αγρέλλη
Η κουμπάνια των νησιώτικων
σπιτιών, της Ελληνικής υπαίθρου,
έσωζε την οικονομία της χώρας
Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη
(20/11/20)
Όταν έφερε στην Ελλάδα τις πατάτες ο
Καποδίστριας, είπε, ‘η αυτάρκεια σε
τροφή, εξασφαλίζει την ελευθερία
του ανθρώπου.’
Οι παλιοί κάτοικοι της υπαίθρου και
των χωριών μας, με την αυτάρκεια στα
προϊόντα που παρήγαγαν, είχαν
εξασφαλίσει την δική τους
ανεξαρτησία. Ποτέ δεν περίμεναν από
τα τυποποιημένα προϊόντα των
πολυεθνικών, να τους θρέψουν. Ούτε
και υπέφεραν τόσο στην μαύρη,
Γερμανική κατοχική πείνα, όπως
πείνασαν τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κάθε αγροτικό σπίτι ενός νοικοκύρη,
εργάτη, γεωργού ή κτηνοτρόφου, είχε
τα πάντα, γιατί φρόντιζαν με
φρονιμάδα, πριν πεινάσουν να
μαγειρέψουν.
Στο υπόγειο κελάρι ή στην αποθήκη, οι
νοικοκυραίοι φύλαγαν την πλούσια
κουμπάνια τους, κυρίως για να
περάσουν τους δύσκολους και
ψυχρούς χειμερινούς μήνες.
Ο κατάλογος των προϊόντων και των
τροφίμων είναι ατελείωτος.
Ας ξεκινήσουμε από το σιτάρι. Μετά
το άλεσμα στον αλευρόμυλο του
χωριού, φύλαγαν το αλεύρι σε λευκά,
λινά τσουβάλια, για το βδομαδιάτικο
ψωμί, την βασική τροφή, αλλά και για
άλλες εφαρμογές.
Με αυτό έφτιαχναν λουκουμάδες,
κυρίως του Αγίου Ανδρέα, διάφορες
πίτες, όπως χορτόπιτες, δηλ πίτες με
αγριόχορτα ή μαραθόπιτες με μάραθο.
Επίσης έφτιαχναν και έψηναν στο
σπιτικό φούρνο, τα κουλουράκια της
Λαμπρής και τις λαμπρόπιτες με τυρί.
Κάθε Σάββατο, η νοικοκυρά αφού
ζύμωνε και έπλαθε τα ψωμιά, τα έψηνε
στον παραδοσιακό φούρνο με τα ξύλα
και μοσχοβολούσε η γειτονιά. Πάντα
ξεχώριζε το Πρόσφορο της Κυριακής,
τυπωμένο με το ξύλινο Τυπάρι. Τα
υπόλοιπα τα τοποθετούσε στον
πένδηλο δηλ στο πλεκτό, ανοικτό
στρογγυλό, καλάθι που ήταν
κρεμασμένο στο ταβάνι του σπιτιού.
Όταν περίσσευε το ψωμί, το έβαζε
ξανά στο φούρνο και έφτιαχνε σπιτικά
παξιμάδια.
Με το αλεύρι έφτιαχναν και τα
μακαρόνια λαζάνια, της μακαρούνες,
τις χυλοπίτες, τα πιτταρίδια. Αυτές
ήταν πλατιές λωρίδες σπιτικής πάστας
που σερβίρονταν συνήθως στους
γάμους. Με τον ίδιο τρόπο, έφτιαχναν
με το αλεύρι και το σπιτικό κριθαράκι,
τον φιδέ.
Αλλά και ο τραχανάς, που τον
αποξήραιναν ήταν προϊόν από το
σιτάρι.
Τον έβραζαν με νερό ή γάλα και
έφτιαχναν τη γλυκόξινη, θρεπτική
σούπα. Επίσης με το σιτάρι, έκαναν
το πλιγούρι, καθώς επίσης και τα
βάρβαρα, της Αγίας Βαρβάρας.
Το λάδι ήταν το πιο πολύτιμο και
απαραίτητο προϊόν. Όλοι σχεδόν οι
κάτοικοι των χωριών, διέθεταν τον
δικό τους ελαιώνα. Πουλούσαν όσο
λάδι ήθελαν και το υπόλοιπο το
αποθήκευαν. Την κουμπάνια του
λαδιού, την φύλαγαν σε μεγάλες
γυάλινες νταμιτζάνες ή σε μεγάλα
πήλινα πιθάρια, δηλ τους πίθους. Έτσι
κατανάλωναν αγνό λάδι, στο
μαγείρεμα και στην χωριάτικη, γνήσια
Μεσογειακή σαλάτα. Δεν ξεχνούσαν
δε, να προσφέρουν ένα μπουκάλι
ελαιόλαδο, για τα καντήλια της
Εκκλησίας.
Το κρασί μετά το λάδι, ήταν και αυτό
ο πρωταγωνιστής, στην σπιτική
κουμπάνια. Οι αγρότες είχαν το
καλύτερο κρασί, βγαλμένο από τους
δικούς τους μικρούς και μεγάλους
αμπελώνες. Ήταν πατημένο στα δικά
τους πατητήρια με τα πόδια και
φτιαγμένο, με τον δικό τους ξεχωριστό
τρόπο. Έτσι γέμιζαν τα βαρέλια τους οι
νοικοκυραίοι και είχαν την κουμπάνια
τους σε κρασί. Απαραίτητα ένα
μπουκάλι από το γλυκό κρασί, θα
πήγαινε για Νάμα στην Εκκλησία.
Συνεχίζοντας τον πλούσιο κατάλογο
των αγαθών που είχαν για τροφή τους
οι κάτοικοι της υπαίθρου και των
χωριών, θα αναφερθούμε στα
ωφέλημα και πολύ θρεπτικά όσπρια.
Σε κάτασπρα, λινά τσουβάλια,
φύλαγαν στο κελάρι φασόλια
μαυρομάτικα ψιλά, φακές, ρεβίθια ή
αβρίθια, φάβα, φασόλια γίγαντες, ξερά
κουκιά, μέχρι και ξερά χαρούπια.
(Στην Βόρειο Ελληνική ύπαιθρο,
έχουν τα κάστανα που ευδοκιμούν
ανάλογα με το κλίμα). Στο Μαστιχάρι,
είχαν τα λουμπουνάρια, που τα
έφερναν από την Κάλυμνο.
Αυτά συνήθως έβγαιναν βρασμένα στο
υπαίθριο τραπέζι της Καθαράς
Δευτέρας, για την μεγάλη Σαρακοστή,
μαζί με τι πράσινες, τσακιστές ελιές
και τα νηστίσιμα σπιτικά τουρσιά.
Περίοπτη θέση είχε στα Σαρακοστιανά
εδέσματα και η Κώτικη λευκή
μαγειριά ή μαεριά, φτιαγμένη από
νισεστέ ή μουσταλευριά όπως την
λένε. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν
και πετιμέζι, στα διάφορα γλυκίσματα
τους, όταν δεν είχαν ζάχαρη ή μέλι.
Από την κουμπάνια, δεν έλειπαν και
τα ξηροκάρπια. Δεν υπήρχε σπίτι που
να μην είχε τα δικά του καρύδια,
αμύγδαλα, σησάμι, ξερά σύκα και
φυσικά τις νόστιμες σταφίδες. Επίσης
νταρί, καλαμπόκι για τα πουλερικά.
Αφού επεξεργάζονταν τις ψιλές
άκουνες ή χοντρές ρώγες των
σταφυλιών με το θολόσταχτο, τις
άπλωναν πάνω στην στέγη του
χαμηλόκτιστου σπιτιού και όταν
αποξηραίνονταν καλά, η οικογένεια
απολάμβανε την ευεργετική και
θρεπτική σταφίδα. Το ίδιο έκαναν και
με τα αποξηραμένα σύκα, απλωμένα
και αυτά πάνω στην στέγη του
αγροτόσπιτου.
Ακόμη είχαν φυλάξει για τις
αποσπερίδες τους, ηλιόσπορους από τα
δικά τους ηλιοτρόπια, είχαν στεγνώσει
στον ήλιο κολοκυθόκουνες, δηλ
πασατέμπο, πεπονόκουνες,
καρπουζόκουνες και διέθεταν και
στραγάλια. Επίσης κατανάλωναν ξερά
αβραμύθια ή κοπανισμένα, που
έφτιαχναν από αυτά νόστιμη σούπα.
Οι αβράμυθες, ήταν μεγάλα δένδρα
σκόρπια παντού.
Όπως ξεκούνιζαν τα κρύα
χειμωνιάτικα βράδια, δίπλα στο
αναμμένο τζάκι στην παρασκιά, οι
κουσελούδες, έπαιρναν φωτιά.
Κουτσομπόλευαν τους άντρες τους
μπερμπάντηδες και τις καοματούδες
τις γυναίκες, δηλ τις άπιστες του
χωριού.
Που να βρεθεί τότε θέατρο,
τηλεόραση και σινεμά. Τα κουσέλια ή
τα κουτσομπολιά, ήταν η μοναδική
τους διασκέδαση! Αλίμονο σε αυτήν ή
και σε αυτόν που θα παραπατούσε!
Φυσικά στην κουμπάνια, υπήρχε
αποθηκευμένο και το κρέας. Ήταν
κυρίως το χοιρινό κρέας, που μετά τα
χοιροσφάγια, το φύλαγαν βυθισμένο
στην γλίνα ή στην άρμη. Η γλίνα το
ζωικό λίπος του χοίρου, γέμιζε τα
μικρά κουζιά και ήταν το φυσικό
μαγειρικό λίπος για κάθε κουζίνα.
Έφτιαχναν μπουκιές, γριά, πασπαρά,
κουσουμερί κλπ. Τον χοίρο για τα
χοιροσφάγια, τον έτρεφαν με διάφορα
προϊόντα, από τα οπωροκηπευτικά και
με την μαχτή ένα μίγμα με νερό και
πίτουρα.
Στην άρμη ή αλάρμη από χοντρό
αλάτι, έβαζαν και τις τσακιστές ελιές ή
συντηρούσαν και τις μαζεμένες
χαμάδες. Το αλάτι, το προμηθεύονταν
χύμα από την αλυκή στο Τιγκάκι.
Τα αμπελόφυλλα έμπαιναν για
συντήρηση και αυτά στην άρμη, εκτός
από μερικά άλλα, που τα περνούσαν
στην κλωστή και τα κρεμούσαν για να
ξεραθούν ψηλά στο ταβάνι, στις
μεσσιές του σπιτιού. Επίσης οι
νοικοκυραίοι, είχαν κρεμασμένα
μερικά ρόδια και πλεξούδες με
σκόρδα. Κατάφερναν να έχουν μέχρι
τα Χριστούγεννα, όψιμα χειμωνικά
πεπόνια και κόκκινες κολοκύθες.
Η κουμπάνια των χωρικών ήταν
πλούσια επίσης, σε πατάτες και
κρεμμύδια, που φρόντιζαν να τα
φυλάγουν, σε τσόχινα τσουβάλια.
Ακόμη από τις πολύ ώριμες τομάτες,
μερικές νοικοκυρές έφτιαχναν πελτέ,
δηλ σπιτική, συμπυκνωμένη σάλτσα
τομάτας, που την φύλαγαν σε γυάλινα
βάζα.
Το βοδινό ή άλλο κρέας, δεν έλειπε
από το τραπέζι. Συνήθως έτρεφαν και
έσφαζαν κατά καιρούς κουνέλια, κότες
ή μικρά κατσίκια, αρνιά και
γουρούνια. Τις αγελάδες τις
κρατούσαν για το γάλα και έτρωγαν ή
και πωλούσαν τα αρσενικά βοοειδή.
Όλα τα ζώα τα έτρεφαν με τα δικά
τους προϊόντα, όπως πίτουρα,
καλαμπόκι, κριθάρι, βρώμη, χόρτο,
τριφύλλι κλπ.
Το καλοκαίρι, η οικογένεια ήταν
καλυμμένη από πλήθος κηπευτικά και
άλλα οπωρολαχανικά. Είχαν το μικρό
ή μεγάλο μποστάνι τους, με ντομάτες,
κολοκύθια, μελιτζάνες, αγγούρια,
πιπεριές, μπάμιες, καρότα, αγκινάρες
λάχανα, μαρούλια και χορταρικά όπως
σπανάκι, ραδίκια, παντζάρια,
ραπανάκια. Επίσης φύτευαν, άνηθο,
σέλινο, μαϊντανό, δυόσμο, βασιλικό,
αρμπαρόριζα ή μοσκόχορτο κλπ.
Οι κάτοικοι των χωριών, το μόνο που
αγόραζαν από το μπακάλικο τη
γειτονιάς τους αν υπήρχε, ήταν καφές,
τσάι, ζάχαρη και λίγο ρύζι.
Τη ζάχαρη συνήθως την
αντικαθιστούσαν με το γνήσιο μέλι,
που προμηθεύονταν από τους
μελισσοκόμους του χωριού.
Τα απαραίτητα είδη ραψίματος, οι
νοικοκυρές τα έπαιρναν από το
γυρολόγο της γειτονιάς, ενώ από τον
πλανόδιο ψαρά, εφοδιάζονταν με
φρέσκα ψάρια και θαλασσινά. Πολλές
φορές, τα είδη ένδυσης και υπόδησης,
τα αγόραζαν από τους γυρολόγους.
Πλήρωναν συνήθως σε είδος. Όπως
ένα μπουκάλι λάδι ή κρασί, μερικά
αυγά, κάποιο κοτόπουλο κλπ. Αυτή
ήταν η πρώτη, ανταλλακτική
οικονομία.
Ο κήπος, η αυλή και το χωράφι, ποτέ
δεν έμεναν χέρσα ή ανεκμετάλλευτα.
Γύρω από τους φορτωμένους με
σταφύλια αμπελώνες και τους κήπους
με τα ζαρζαβατικά, υπήρχαν πολλά
καρποφόρα δένδρα.
Πάντα υπήρχαν η μουριά, η ροδιά, η
κυδωνιά, η βυσσινιά, η βερικοκιά, η
συκιά και τα εσπεριδοειδή όπως η
λεμονιά, η πορτοκαλιά, η μανταρίνια
και η νεραντζιά, για να προσφέρουν
ανάλογα με την εποχή, τους φρέσκους
καρπούς τους. Άλλα φρούτα, όπως οι
καϊσιές, οι απιδιές ή αχλαδιές, οι
ροδακινιές, οι μηλιές, οι τζιτζιφιές, οι
καρυδιές, οι αμυγδαλιές, οι χαρουπιές
και τόσα άλλα δένδρα οπωροφόρα και
μη βρίσκονταν σε αφθονία σε όλα
σχεδόν τα κτήματα. Ανάλογα με την
εποχή, οι γυναίκες έφτιαχναν το γλυκό
του κουταλιού, όπως σταφύλι, κυδώνι,
νεραντζάκι, βύσσινο και το γνωστό
Κώτικο γλυκό ντοματάκι. Είχαν
γεμάτο το ντουλάπι τους με διάφορα
σπιτικά γλυκά, έτοιμα για να
τρατάρουν, δηλ να κεράσουν, κάθε
επισκέπτη και φιλοξενούμενο τους.
Οι νοικοκυρές τις ηλιόλουστες μέρες
του Χειμώνα, έβγαιναν για να
μαζέψουν μάραθο για τη μαραθόπιττα
και διάφορα άλλα άγρια χόρτα για να
τα βράσουν. Επίσης τον Μάιο,
μάζευαν και άγριες, αγκαθωτές
αγκινάρες.
Τα πρωτοβρόχια, μάζευαν καραβόλους
ή σαλιγκάρια, που τους έκαναν
νόστιμο γιαχνί, με ντομάτες και
πατάτες. (Στην Κρήτη τους χοχλιούς ή
κοχλιούς τους κάνουν στην θράκα ή
μπουρμπουριστούς).
Ενίοτε οι γυναίκες συνήθιζαν να
μαζεύουν και μανιτάρια.
Σε αυτά έπρεπε να είναι έμπειρες,
ώστε να τα γνωρίζουν καλά,
ξεχωρίζοντας τα ακίνδυνα από τα
δηλητηριώδη.
Πολλές φορές μάζευαν και διάφορα
βότανα ή βραστικά όπως αλεσφακιά
το γνωστό μας φασκόμηλο και
μελισσόχορτο, καθώς επίσης ρίγανη,
θυμάρι, δίκταμο και τσάι του βουνού.
Μαζί με αυτά συγκέντρωναν, από τη
φύση και τα πρακτικά γιατροσόφια
τους. Επίσης αποξήραιναν μαζί με τα
άλλα βότανα και βασιλικό, δυόσμο,
μέντα, λεβάντα, μελισσόχορτο,
λυγαριά, ακονιζιά, μοσκόχορτο,
μυρτολούλουδο, δεντρολίβανο,
μοσκολούλουδο, χαμομήλι και
δάφνη.
Μέσα στην αυλή αναγκαίο ήταν και
το κοτέτσι, ένα αυτοσχέδιο μεγάλο
κλουβί, για να εκτρέφονται οι κότες,
με τον κόκορα τον αρχηγό.
Έτσι η οικογένεια είχε εξασφαλίσει τα
καθημερινά φρέσκα αυγά, αλλά και το
κρέας της σε πουλερικά. Πολλές φορές
έτρεφαν στο αγρόκτημα τους
γαλοπούλες ή ακόμη και χήνες, πάπιες,
μέχρι και διακοσμητικά παγώνια.
Ο περιστερώνας πάντα εφοδίαζε με
περιστέρια, το αγροτόσπιτο.
Τα πουλερικά ανανεώνονταν με νέα
κλωσόπουλα, ενώ ο κόκορας και η
γαλοπούλα, συνήθως θυσιάζονταν για
τα Χριστούγεννα και την
Πρωτοχρονιά, με τον ίδιο τρόπο που
θυσιάζονταν ο χοίρος στα
χοιροσφάγια, αλλά και το
καλοθρεμμένο αρνί ή κατσίκι τη
Λαμπρή.
Το γάλα δεν έλειπε ποτέ από το λιτό,
αλλά υγιεινό τραπέζι των χωρικών.
Μια πρόβατα, μια κατσίκα ή αγελάδα,
πάντα ήταν έτοιμη να καλύψει το
πρωινό τους με φρέσκο γάλα. Τα
προϊόντα από το γάλα ήταν πολλά,
όπως το άσπρο τυρί, η μυζήθρα, το
κόκκινο τυρί της τυριάς ή της πόσσας,
βυθισμένο στο κατακάθι του κρασιού,
το γιαούρτι και το σπιτικό βούτυρο,
Παρόλα αυτά, οι χωρικοί ήταν κυρίως
χορτοφάγοι. Κατανάλωναν εκτός από
γαλακτοκομικά, πολλά όσπρια και
χορταρικά, το δε κρέας ή ψάρι,
έμπαινε στο οικογενειακό τραπέζι,
συνήθως την Κυριακή.
Για τις μετακινήσεις τους οι γεωργό-
κτηνοτρόφοι, χρησιμοποιούσαν τα
υποζύγια, δηλ τα γαϊδούρια, ενώ οι
πιο εύποροι τα άλογα ή τα μουλάρια.
Για την ασφάλεια τους, είχαν διάφορα
σκυλιά ράτσας, όπως ποιμενικούς
και φύλακες των σπιτιών. Επίσης τα
κυνηγόσκυλα, για όσους αγαπούσαν
το κυνήγι, έφερναν θηράματα, όπως
λαγούς, αγριοκούνελα, πέρδικες,
αγριοπερίστερα, αγριόπαπιες,
φασιανούς, ελάφια, αγριογούρουνα
κλπ.
Σημαντικό είναι, πως σε κάθε σπίτι οι
πολυπληθείς γάτες, δεν άφηναν ούτε
ποντικούς, ούτε και φίδια να
πλησιάσουν κοντά στην αγροικία.
Την καθημερινή προμήθεια τους σε
νερό για τη λάτρα του σπιτιού, για
προσωπική τους χρήση και για πόσιμο
νερό, την έπαιρναν από το βαθύ
πηγάδι, που είχε σχεδόν κάθε
αγρόκτημα.
Οι κάτοικοι του χωριού, εφοδιάζονταν
πολλές φορές και από την
παρακείμενη φυσική πηγή, που
ανάβλυζε αδιάκοπα.
Για να μαγειρέψουν και να ζεσταθούν,
στα χαμηλοτάβανα πετρόκτιστα,
μονόσπιτα που κατοικούσαν, είχαν το
κεντρικό τζάκι, με το κουμούλι.
Έκαιγαν μερόνυχτα στα κρύα του
Χειμώνα, κούτσουρα, από παλιές
κλαδεμένες ελιές ή πρινάρια και
ξερόκλαδα, που μάζευαν καθημερινά
από την γύρω φύση. Επίσης έπλυναν
τα σκεύη της κουζίνας που συνήθως
ήταν πήλινα, (δεν υπήρχαν τότε τα
ανθυγιεινά πλαστικά), στην
παρακείμενη πηγή ή στο ποτάμι.
Άλλοτε πάλι κουβάλαγαν νερό
καθημερινά, με την πήλινη λαγήνα, για
να το πιουν και να πλυθούν το πρωί.
Το καλοκαίρι, άφηναν το λαγήνι
βυθισμένο στο πηγάδι ή έξω στο
παραθύρι, ώστε να κρατιέται το νερό
δροσερό.
Στα χωριάτικα σπίτια, με τις ξύλινες
πόρτες, βλέπουμε τα παράθυρα ότι
ήταν μικρά και ασφαλή με σιδεριές.
Παράλληλα κρατούσαν στο πέτρινο
σπίτι, την δροσιά το καλοκαίρι και τη
ζέστη το χειμώνα.
Το τζάκι έκτος από την χαρά να
συγκεντρώνει γύρω του όλη την
οικογένεια, για να αποσπερίζουν με
συγγενείς κα γείτονες, ήταν χρήσιμο
και αλλού, αφού η νοικοκυρά πάνω
στην σιδερένιο τρίποδα ή την
παρασκιά, μαγείρευε το φαγητό της.
Στην αναμμένη φωτιά έφτιαχνε το
καλλίτερο τυρί, μυζήθρα, γιαούρτι και
ρυζόγαλο.
Δεν υπήρχε περίπτωση η νοικοκυρά
του χωριού, να μαγειρέψει κάτι όπως
για παράδειγμα καραβόλους, δηλ
σαλιγκάρια γιαχνί και να μην πάει
‘λίγη μυρωδιά’ στην πεθερά και στη
γειτόνισσα. Τα πιάτα πηγαινοέρχονταν
ανάμεσα στα φιλόξενα σπίτια, σαν
κάτι το συνηθισμένο.
Με τα ψιλά κάρβουνα κάθε γυναίκα,
γέμιζε τον καρβουνιάρη, δηλ το
σίδερο, για να σιδερώσει τα καλά
ρούχα της οικογένειας, για να πάει την
Κυριακή στην Εκκλησία.
Το πλύσιμο των ρούχων, η μπουγάδα,
γίνονταν στην ξύλινη ή τσίγκινη
σκάφη, με σαπούνι φτιαγμένο από
ποτάσα και ελαιόλαδο. Έπλεναν στα
κοντινά ποτάμια τα ρούχα με αλισίβα
ή σταχτόνερο, μόνο αν ο καιρός το
επέτρεπε. Τα ρούχα τους οι κάτοικοι
των χωριών, τα έφτιαχναν στο ράφτη ή
στην μοδίστρα, τα κλινοσκεπάσματα
στην αλεφαντού, την υφάντρα με τον
αργαλειό και τα παπούτσια τους, στον
τσαγκάρη του χωριού τους.
Όλος αυτός ο τρόπος ζωής, δεν
στερούσε τίποτα από κανέναν. Είχαν
καλύψει οι κάτοικοι της υπαίθρου τις
ανάγκες τους για επιβίωση και ήταν
ανεξάρτητοι οικονομικά και
αυτάρκεις σε όλα τα αγαθά.
Κατανάλωναν αυτά που παρήγαγαν,
αποθήκευαν ένα μέρος και παράλληλα
πωλούσαν ό,τι τους είχε περισσέψει.
Μπορεί να τους έλειπε η πολυκοσμία
και ο θορυβώδης και εντυπωσιακός
αστικός τρόπος ζωής, είχαν όμως τη
απλοϊκή, χορταστική ευημερία, που
πολύ λίγοι την αντιλαμβάνονται.
Είχε και άλλο ένα καλό η κουμπάνια,
δεν γέμιζε τον πλανήτη με σκουπίδια.
Ανακυκλώνονταν τα πάντα, αφού από
τα αποφάγια έτρεφαν τις κότες και
από τα φλούδια, τα υπόλοιπα οικόσιτα
ζώα.
Στις μέρες μας καθημερινά, η
νοικοκυρά ρίχνει αμέτρητες πλαστικές
συσκευασίες, από μπουκάλια νερού
και αναψυκτικών, καθώς και
ατέλειωτες πλαστικές τσάντες με
άχρηστα τρόφιμα, μολύνοντας έτσι με
τόνους σκουπίδια το περιβάλλον. Η
κουμπάνια, όπως την περιγράφουμε,
σταδιακά σήμερα χάνεται μέσα στον
νέο τρόπο ζωής και τις σύγχρονες
ανέσεις διαβίωσης, των κατοίκων της
Ελληνικής υπαίθρου.
Ο Νοέμβριος είναι ο μήνας όχι μόνο
της συγκομιδής του ελαιοκάρπου, των
χοιροσφαγείων και της προετοιμασίας
για τις μεγάλες Χριστουγεννιάτικες
γιορτές. Αλλά και ο μήνας της
κουμπάνιας, δηλ της αποταμίευσης
των τροφίμων, για τους δύσκολους και
παγερούς μήνες του αφιλόξενου
Χειμώνα.
Σήμερα η οικονομική επικρατούσα
αρχή, του μεγάλου Παγκόσμιου
κεφαλαίου που διαφεντεύει όλες τις
χώρες, θέλει να ανατρέψει αυτό τον
ευλογημένο, αγνό τρόπο ζωής της
υπαίθρου. Προσπαθούν οι
μεγαλοτραπεζίτες, με τα τοκογλυφικά
τους δάνεια, να διαλύσουν την
οικογένεια, να καταστρέψουν την
ιδιοκτησία, την ιδιοκατοίκηση και
την περιουσία του Έλληνα νοικοκύρη,
με κάθε ύπουλο τρόπο. Για να κάνουν
εύκολα θύματα και οικονομικούς
σκλάβους τους, τις μικρές,
ηλιόλουστες ζεστές χώρες, με τους
φιλόξενους λαούς, επειδή δεν
ανέχονται την ευημερία τους. Θέλουν
να αλλοτριώσουν, όλους του
ανθρώπους της Γης και να τους
βάλουν στο γνωστό μπλέντερ της
Παγκοσμιοποίησης.
Περισσότερο θέλουν τον αγνό,
Μεσογειακό τρόπο διατροφής, που
περιέχει αγνό ελαιόλαδο και
αυθεντικά χωρίς πρόσθετα και χημικά,
τυποποιημένα τρόφιμα. Διότι όπως
ισχυρίζονται οι τεκμηριωμένες
επιστημονικές έρευνες, η νησιώτικη,
Μεσογειακή διατροφή, είναι
υπεύθυνη για την μακροζωία και την
υγεία των κατοίκων της Ελληνικής
υπαίθρου.
Όσο για τα πλεονεκτήματα της
Παγκοσμιοποίησης, της ελεύθερης και
ανεξέλεγκτης διακίνησης ανθρώπων
και προϊόντων, τα βλέπουμε σήμερα
στο θανατηφόρο ντόμινο, του
πανδημικού φονικού ιού. Ευχόμαστε
αυτός ο Παγκόσμιος εφιάλτης του
αιώνα, γρήγορα να αποτελέσει θλιβερό
παρελθόν.
Ξανθίππη Αγρέλλη
Εκκλησιαστικά δρώμενα
Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη
Ιερός Ναός Ευαγγελισμού στο
Μαστιχάρι
Στο παραλιακό χωριό Μαστιχάρι
βρέθηκε ο αεικίνητος Μητροπολίτης
κ. κ. Ναθαναήλ, την Κυριακή της
εορτής του Πρωτόκλητου και
Μεγαλομάρτυρα Αγίου Ανδρέα.
Ως γνωστόν ο Άγιος Ανδρέας, που
τιμάται ιδιαίτερα στην πόλη των
Πατρών, Σταυρώθηκε χιαστί, με
ανάποδο τρόπο και υπέστη
βασανιστικό θάνατο.
Ο Μητροπολίτης μας, αφού
αναφέρθηκε στην ημέρα που τιμάται ο
πρώτος μαθητής και καλεσμένος του
Χριστού, μίλησε για τον αγώνα που
κάνουν σήμερα οι Χριστιανοί, σε
εχθρικά μέρη και για τα βασανιστήρια
που υφίστανται στις εμπόλεμες άγριες
ζώνες.
Επίσης έδωσε τα εύσημα, στον
σημερινό δραστήριο εφημέριο της
Εκκλησίας του Ευαγγελισμού, παπα
Νικόλαο Γρύλλη. Δεν ξέχασε και
όσους ιερείς διακόνησαν με ζήλο στην
τότε μικρή Εκκλησία του νεοσύστατου
χωριού, όπως τους μακαριστούς ιερείς
παπά Μιχάλη Αυγουλά παπά Μανόλη
Νέσκε αλλά και τον εν ζωή ενενήντα-
χρόνο παπά Χαράλαμπο Σαράγια.
Ευχαρίστησε όλους τους ενορίτες και
την αδελφότητα, για τις προσπάθειες
και την ουσιαστική αρωγή τους, ώστε
να μεγαλώσει η Εκκλησία τους και να
αποτελεί περίλαμπρο Ιερό Ναό.
Εμείς να προσθέσουμε πως το έργο
του παπα Νικόλα, εκτείνεται μέχρι και
την τακτική Κυριακάτικη παράδοση
Κατηχητικού, σε μαθητές και
μαθήτριες.
Αλλά και η ενοριακή αδελφότητα,
κάνει πολλές προσπάθειες, για να
τελειώσει η Αγιογράφηση του Ιερού
Ναού, καλώντας όσους μπορούν από
το περίσσευμα ή το υστέρημα τους,
ώστε να συμβάλουν στον εξωραϊσμό
της Εκκλησίας
==
Το τσάι του Ιερού Ναού Αγίου
Παύλου πόλεως Κω
Στην κατάμεστη και φιλόξενη αίθουσα
του Ξενοδοχείου ‘Άστρο,’ που
ευγενικά παραχώρησε η οικογένεια
Αδαμαντίδη το απόγευμα της
Κυριακής, έγινε το καθιερωμένο
ετήσιο τσάι της ενοριακής
αδελφότητας του Αγίου Παύλου.
Παρόντος του Σεβασμιότατου
Μητροπολίτου κ. κ, Ναθαναήλ και
πολλών κληρικών, στο σύντομο λόγο
του ο αξιαγάπητος εφημέριος παπά
Περικλής Κιάρης, αναφέρθηκε στον
αγώνα που έκαναν οι κάτοικοι της
ενορίας Αγίου Παύλου, για την
ανέγερση του Ιερού Ναού τους.
Χαρακτηριστικά είπε, πως μέχρι το
1959 οι κάτοικοι της περιοχής,
εκκλησιάζονταν σε ένα παλιό ΕΤΟΛ .
Δηλ τις Ιταλικές τσίγκινες καμπίνες
που φιλοξενούσαν και πολλούς
πρόσφυγες.
Τον ίδιο χρόνο, θεμελιώθηκε ο
περικαλλής Ιερός Ναός του Αγίου
Παύλου, στο οικόπεδο που
παραχώρησαν η οικογένειες του
Νομικού και του Σταματιαδη.
Το1964 μετά τις άοκνες προσπάθειες
του μακαριστού παπά Κωνσταντίνου
Πικουλα, έγιναν τα θυρανοίξια του
Ιερού Ναού, από τον τότε μακαριστό
Μητροπολίτη Κω, Εμμανουήλ
Καρπάθιο.
Στην ενορία του Ιερού Ναού του Αγίου
Παύλου, που υπάγεται και το
Παρεκκλήσιο της Παναγιάς της
Φανερωμένης, υπηρετήσαν με ζήλο
πολλοί ιερείς. Οι μακροβιότεροι ιερείς
που τον διακόνησαν ανάμεσα σε
πολλούς άλλους, ήταν ο παπά
Κωνσταντίνος Πίκουλας, ο
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Σαρρής και ο
Αρχιμανδρίτης Δημήτρης Γρύλης, για
40 χρόνια, από το 1967 έως το 2006.
Σύντομο πέρασμα έκανε και ο
αξέχαστος μακαριστός παπά Νικόλαος
Ανδρέου.
Σήμερα στον Άγιο Παύλο, εφημέριοι
είναι ο παπά Περικλής, ο παπά
Σταύρος και ο παπά Νικήτας. Τα
τελευταία χρόνια, ο Ιερός Ναός του
Αγίου Παύλου, που είναι ρυθμού
Βασιλικής άνευ τρούλου, είναι
ολοκληρωμένος με τις ανάλογες
Αγιογραφίες και αποτελεί κόσμημα
στην παραλιακή περιοχή του νησιού
μας.
Στο τέλος της επιτυχημένης
απογευματινής εκδήλωσης, ανάμεσα
στα νόστιμα βουτήματα και το τσάι,
μοιράσθηκαν οι παραδοσιακοί
λουκουμάδες, για την ημέρα της
γιορτής του Αγίου Ανδρέα.
Ακολούθως έγινε η τυπική
λαχειοφόρος, για οικονομική
ενίσχυση στις ανάγκες της ενορίας.
Ξανθίππη Αγρέλλη