Μανώλης Κασσώτης: Κατασκοπεία στην Κάρπαθο στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο


Γράφει ο
Μανώλης Κασσώτης

Πριν την απόβαση των Συμμάχων στην Σικελία οι Άγγλοι σχεδίαζαν απόβαση στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την πτώση του Μουσολίνι συνέχισαν το σχέδιό τους με σκοπό να μειώσουν την αντίσταση των Γερμανών στην Ιταλία και να περιορίσουν την επέκταση και επιρροή των Ρώσων στα Βαλκάνια, που προχωρούσαν από το ανατολικό μέτωπο.

Οι Άγγλοι έδειξαν ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα και ιδιαίτερα για την Κάρπαθο, που βρισκόταν στην μεταξύ Κρήτης και Ρόδου είσοδο στο Αιγαίο. Στην Κάρπαθο υπήρχε το Γερμανικό ραντάρ, το οποίο παρακολουθούσε τις πτήσεις των συμμαχικών αεροπλάνων που αναχωρούσαν από την Αίγυπτο, υπερίπταντο της Τουρκίας και βομβάρδιζαν τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Οι προσπάθειες εγκατάστασης κατασκοπείας στην Κάρπαθο άρχισαν στις αρχές του 1943.

Για την Κάρπαθο η Συμμαχική κατασκοπεία αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ιστορικά γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ασχολήθηκαν και έχουν γράψει γι’ αυτήν και πιο πολλοί αφηγούνται γεγονότα όπως τα γνώρισαν και ακόμα πιο πολλοί όπως τα άκουσαν και φαντάστηκαν, που σε πολλές περιπτώσεις απέχουν της πραγματικότητας.

Ντοκουμέντα

Γι αυτό κατέφυγα σε ιστορικά αρχεία της εποχής.

. Στο National Archives στο Kew του Λονδίνου υπάρχουν 32 ντοκουμέντα του Special Operations Executive (SOE) και ηχογραφημένη συνέντευξής με τον υπαξιωματικό Ronald Haggar, που αναφέρονται στην Κάρπαθο.

. Στο αρχείο του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού “Archivio dell’ Ufficio Storico dello Stato maggiore dell’ Esercito – Roma”, υπάρχει αναφορά του συνταγματάρχη Francesco Imbriani, που αναφέρεται στην κατασκοπεία στην Κάρπαθο.

. Στο οικογενειακό αρχείο του υπολοχαγού Ennio Grimaldi υπάρχει αναφορά προς στο Ιταλικό Υπουργείο Στρατιωτικών, που αναφέρεται στην κατασκοπεία στην Κάρπαθο.

Στο οικογενειακό αρχείο του γραμματέα της Μητρόπολης Καρπάθου δασκάλου Χριστοφόρου Σακελλαρίδη υπάρχει αναφορά του, με ημερομηνία 20 Ιανουαρίου 1945, προς στη Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση Καρπάθου, που αναφέρεται στην κατασκοπεία στην Κάρπαθο.

. Στο αρχείο του Χάρη Κουτελάκη υπάρχει το ημερολόγιου Ιταλού ιερέα που υπηρέτησε στην Κάρπαθο, το οποίο αναφέρεται στην κατασκοπεία στην Κάρπαθο.

. Υπάρχει αντίγραφο της επιστολής του Πανάου Παραλή προς τον δάσκαλο Ιωάννη Οθείτη και του Ιωάννη Κρασόπουλου προς τον ιατρό Ιωάννη Οικονομίδη (Γιάνναγα).

Διαδρομή και εκτέλεση αποστολών

Τα γραφεία της Special Operations Executive (SOE) βρίσκονταν στην Αίγυπτο. Οι αποστολές ξεκινούσαν από την Κύπρο και ακολουθώντας τα μικρασιατικά παράλια έφταναν απέναντι από τα Δωδεκάνησα. Όταν ο πόλεμος άρχισε να γέρνει υπέρ των Συμμάχων η Τουρκία επέτρεψε στα κατασκοπευτικά πλοιάρια να περνούν από τα χωρικά της ύδατα και να δημιουργούν κατασκοπευτικές βάσεις. Μια από αυτές βρισκόταν στο Bozukkale (Απλοθήκα) απέναντι από την Ρόδο όπου κυριαρχούσε ο Πανάος Παραλής από την Σύμη, παντρεμένος στην Κάσο.

Οι μετακινήσεις των κατασκόπων από τα Τουρκικά παράλια προς τα νησιά γινόντουσαν με μικρά ελληνικά τρεχαντήρια, που είχαν δραπετεύσει και πήγαν στην Κύπρο και στη Μέση Ανατολή. Στις αποστολές, τα καΐκια ταξίδευαν νύχτα και τα καμουφλάριζαν την ημέρα.

Στην Κάρπαθο

Όσα καΐκια προορίζονταν για την Κάρπαθο ξεκινούσαν από την Απλοθήκα και περνούσαν μεταξύ Χάλκης και Τήλου ή ξεκινούσαν από τον κάβο Κριό και περνούσαν μεταξύ Τήλου και Νισύρου. Αν χρειαζόντουσαν πάνω από μια νύχτα, σταματούσαν στην Αστακίδα και τα καμουφλάριζαν στο διάστημα της ημέρας. Σε μια περίπτωση η αποστολή ξεκίνησε από την Κύπρο κατ’ ευθείαν για Κάρπαθο και επέστρεψε στην Κύπρο, και μια άλλη άρχισε από τα Μικρασιατικά παράλια και επέστρεψε κατ’ ευθείαν στην Κύπρο.

Οι αποστολές στην Κάρπαθο συμπεριελάμβαναν εγκατάσταση κατασκόπων, εφοδιασμό με εφόδια και τρόφιμα και απόσπαση. Οι περισσότερες αποστολές συνάντησαν εμπόδια και απέτυχαν, αλλά μετά από αρκετές προσπάθειες και κινδύνους πέτυχαν τον σκοπό τους.

Προσπάθειες και αποτυχίες

Η πρώτη προσπάθεια διείσδυσης κατασκόπων στην Κάρπαθο υπό τον λοχαγό Stephen άρχισε από την Πάφο της Κύπρου στις 13 Φεβρουαρίου 1943, αλλά λόγω καιρικών συνθηκών και μηχανικής βλάβης δεν τελεσφόρησε. Την ίδια τύχη είχαν οι επόμενες τρεις αποστολές που ξεκίνησαν στις 14/3/1943, 3/4/1943 και 18/4/1943. Η τέταρτη έφτασε στις 20 Απριλίου μεταξύ Τήλου και Νισύρου και λόγω μηχανικής βλάβης επέστρεψε στα Μικρασιατικά παράλια και απ’ εκεί στην Πάφο.

Πρώτη διείσδυση κατασκόπων στην Κάρπαθο

Μετά από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες, ο λοχαγός Stephen με τον ασυρματιστή R. Eccles φθάνουν στις 30 Ιουλίου 1943 με το καΐκι “Armadillo” στην Απλοθήκα και με το σκοτείνιασμα της 1ης Αυγούστου ξεκινούν για την Αστακίδα, όπου φθάνουν με το ξημέρωμα της 2ας Αυγούστου.

Το ίδιο βράδυ το “Armadillo” έπλευσε στην δυτική ακτή της Καρπάθου στον όρμο Πορτάλι. Λόγω του μεγάλου κυματισμού αποβίβασαν τα εφόδια λίγο νοτιότερα στο Λιμενάρι και επέστρεψαν στο Πορτάλι, όπου αποβιβάστηκαν οι κατάσκοποι με τα προσωπικά τους αντικείμενα και μερικά τρόφιμα. Τις δύο επόμενες μέρες τις πέρασαν κρυμμένοι σε διάφορες σπηλιές.

Μετά από μερικές μέρες συνάντησαν τον Βασίλη Πέρο, που τους έφερε σε επαφή με τον Γεώργιο Λυτό. Ο Λυτός με την βάρκα του και με τους Κώστα Πετρόπουλο και Βασίλη Πέρο πήγαν στο Λιμενάρι και μετέφεραν στο Πορτάλι τον ασύρματο με τα εξαρτήματά του και τα πιο αναγκαία εφόδια.

Την επόμενη πήγαν στο Λιμενάρι να παραλάβουν τις υπόλοιπες προμήθειες αλλά επέστρεψαν με άδεια χέρια. Μια άλλη βάρκα από το Φοινίκι πήγε για ψάρεμα, πέρασε από το Λιμενάρι και πήραν ορισμένα από τα εφόδια, κυρίως τρόφιμα. Το έμαθαν οι Ιταλοί και μετά από ανακρίσεις πήγαν στο Λιμενάρι και πήραν ότι έμειναν.

Ιταλική αντίδραση

Ένας λόχος υπό τον λοχαγό Pasquale Sarli άρχισε να ερευνά από το Λιμενάρι μέχρι τον κόλπο της Αγίας Ειρήνης, χωρίς να ανακαλύψει τους κατασκόπους. Οι Λυτός, Πετρόπουλος, Πέρος, μαζί με τους Νικόλαο Λύκο, Σπύρο Ν. Πρωτοψάλτη και Κώστα Φαρμακίδη, είχαν φροντίσει να μεταφέρουν τους κατασκόπους με τα εφόδια σε πιο ασφαλή σπηλιά και να τους τροφοδοτούν φρούτα, λαχανικά και νερό. Προς συνάντηση των κατασκόπων μετέβησαν οι Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης και Εμμανουήλ Χαροκόπος.

Στο μεταξύ ο δάσκαλος Ιωάννης Οθείτης από τις Μενετές, ανταποκρινόμενος στην επιστολή του Πανάου Παραλή, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις οχυρώσεις και με χάρτη της Καρπάθου τις προώθησε στους κατασκόπους. Αυτές οι πληροφορίες με άλλες που έλαβαν από τους Πρωτοψάλτη και Χαροκόπο μεταβιβαστήκαν στο Κάιρο.

Παράλληλα οι Ιταλοί έστειλαν στο Μεσοχώρι τον Διοικητή της αντικατασκοπείας Λοχαγό Gamberini και τον Διευθυντή της Αστυνομίας Maresciallo Penna, οι οποίοι άρχισαν να ανακρίνουν τον Γ. Λυτό, που καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση και μεταφέρθηκε στη Ρόδο, με την υποψία ότι ήλθε σε επαφή με τους κατασκόπους.

Αποχώρηση

Οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας μηχάνημα εντοπισμού ασυρμάτου (RDF) διαπίστωσαν την μετάδοση μηνυμάτων και μόνον κατόπιν αδείας επέτρεπαν την μετακίνηση των Μεσοχωριτών στα μετόχια τους, με αποτέλεσμα οι κατάσκοποι να μείνουν χωρίς νερό για δυο μέρες. Έτσι, ο λοχαγός Stephen ζήτησε την προσωρινή αποχώρηση του κατασκοπευτικού κλιμακίου. Στις 29 Αυγούστου το «Άγιος Στέφανος» ξεκίνησε από την Αμμόχωστο, στις 3 Σεπτεμβρίου έφτασε στο κάβο Κριό και αναχώρησε για την Αστακίδα. Μετά από την πρώτη προσπάθεια που απέτυχε, στις 5 Σεπτεμβρίου το «Άγιος Στέφανος» παρέλαβε το κλιμάκιο από το Πορτάλι. Στις 7 Σεπτεμβρίου έφτασε στην Απλοθήκα και στις 11 στην Αμμόχωστο.

Δεύτερη διείσδυση κατασκόπων στην Κάρπαθο

Μετά την επιστροφή του κατασκοπευτικού κλιμακίου, το SOE αποφάσισε να στείλει δεύτερο κλιμάκιο αποτελούμενο από τον Χριστόφορο Λυτό και τον ασυρματιστή Ιωάννη Κρασόπουλο. Η αποστολή με το «Άγιος Στέφανος» και πλοίαρχο τον P.L.P. Thomas αναχώρησε στις 4 Οκτωβρίου 1943 από την Κύπρο με κατ’ ευθείαν κατεύθυνση για Κάρπαθο. Την νύχτα της 5ης Οκτωβρίου έφτασε στην περιοχή της Αχάτας, αλλά παρουσιάστηκαν προβλήματα και η αποστολή αποχώρησε την ίδια νύχτα για την Κύπρο.

Στις 15 Οκτωβρίου η ίδια αποστολή αναχώρησε από την Αμμόχωστο και στις 18 έφτασε στην Απλοθήκα. Το ίδιο βράδυ, στις 19:00, αναχώρησε από την Απλοθήκα και στις 7:30 της επομένης έφτασε στην Αστακίδα. Στις 19:30 της 19ης η αποστολή έφτασε στην Βρουκούντα όπου, όπως είχε κανονιστεί, τους περίμεναν οι αδελφοί Χαλκιά (Χαλουβάδες) από την Όλυμπο. Αλλά λόγω του ισχυρού κυματισμού θεώρησαν επικίνδυνο να αποβιβαστούν με την λαστιχένια βάρκα και προχώρησαν νότια. Στις 00:30 της 20ης έφτασαν στον κόλπο της Αγίας Ειρήνης, όπου αποβιβάστηκαν. Στις 01:25 το «Άγιος Στέφανος» αναχώρησε για την Αστακίδα και απ’ εκεί για τον κάβο Κριό, όπου έφτασαν στις 06:00 της 21ης.

Μόλις αποβιβάστηκαν οι κατάσκοποι απομακρύνθηκαν από την παραλία και έκρυψαν τον πομπό και τ’ άλλα εφόδια. Ο Λιτός ξεκίνησε για το Μεσοχώρι και στο δρόμο συνάντησε τον Ιωάννη Ανδρεάδη, που τον έφερε σε επαφή με τον γιατρό Φραγκίσκο Οικονομίδη και τον δάσκαλο Εμμανουήλ Χαροκόπο. Ο Χαροκόπος έδωσε στον Ανδρεάδη ένα γράμμα που μετέφερε στον Γιαννακά.

Στη συνέχεια ο Νίκος Χατζηλύκος με την βάρκα του και με τον Βασίλη Πέρο μετέφεραν τους κατασκόπους με τα εφόδια τους σε μια σπηλιά στο Βροΐση και στην συνέχεια, για περισσότερη ασφάλεια, στην σπηλιά του Χαζηπιννή στην Αζάντζια.

Francesco Imbriani

Όταν ο Χριστόφορος Σακελλαρίδης και Γιαννακάς διεπίστωσαν ότι οι σχέσεις του Ιταλού συνταγματάρχη Francesco Imbriani με τους Γερμανούς δεν ήταν καλές, τον ενημέρωσαν για την άφιξη των κατασκόπων και αυτός προσφέρθηκε να βοηθήσει. Ο Imbriani τους έδωσε χάρτες και πληροφορίες για τις οχυρώσεις του νησιού, βενζίνη για την γεννήτρια ηλεκτροδότηση του ασυρμάτου και τρόφιμα για την συντήρηση των κατασκόπων. Αργότερα, μέσω της Ιταλίδας δασκάλας Maria Teresa, ερωμένης Γερμανού αξιωματικού, συγκέντρωνε πληροφορίες και με την αλυσίδα Imbriani, Marissalo Penna, Λογοθέτη Διακίδη, Χριστόφορο Σακελλαρίδη οι πληροφορίες έφταναν στον Γιαννακά, ο οποίος με τον Γιάννη Ηλία Λιτό τις προωθούσε στους κατασκόπους.

Alberto Patruno

Στο μεταξύ ο υπολοχαγός Alberto Patruno δραπέτευσε από το στρατόπεδο Ιταλών αιχμαλώτων και κατέφυγε στο Μεσοχώρι υπό την προστασία του Brigadiere Michele. Όταν οι Γερμανοί ζήτησαν από τον Michele να τους παραδώσει τον Patruno, αυτός προφασίστηκε ότι δραπέτευσε και τον έστειλε στους κατασκόπους. Οι Γερμανοί συνέλαβαν δέκα ομήρους από Μεσοχώρι και Σπόα απειλώντας ότι θα εκτελεστούν αν ο Patruno δεν βρισκόταν ζωντανός ή πεθαμένος.

Στην δύσκολη θέση που βρέθηκαν, οι κατάσκοποι πήραν εντολή από το Κάιρο ότι ο Patruno έπρεπε να εκτελεσθεί για να αποφύγουν τα χειρότερα. Στις 13 Νοεμβρίου εκτελέστηκε ο Patruno και μετά από ένα – δυό μέρες το πτώμα του βρέθηκε σε μια ρεματιά και με επέμβαση των Imbriani και Penna ο ιατρός Lucio Cutolo «διαπίστωσε» ότι ο θάνατος του προήλθε από αυτοκτονία.

Μετά την εκτέλεση του Patruno, οι κατάσκοποι περιήλθαν σε δύσκολη θέση, έπρεπε να εγκαταλείψουν την περιοχή του Μεσοχωρίου. Μετακόμισαν στη Λάστο και απ’ εκεί κατέβηκαν στα Άπελλα, όπου έστησαν τον ασύρματο σε μια σπηλιά, μια ώρα ποδαρόδρομο από την παραλία. Όμως, οι προμήθειες τους άρχισαν να εξαντλούνται και έπρεπε να ανεφοδιαστούν.

Εφοδιασμός

Στις 28 Νοεμβρίου 1943, ο πλοίαρχος Thomas με τον λοχαγό Stephen αναχώρησαν με το «Άγιος Στέφανος» από την Πάφο. Μετά από διάφορα προβλήματα, το «Άγιος Στέφανος» έφτασε στο ακρωτήρι Ασπρομύτι και στις 15:00 της 1ης Δεκεμβρίου ξεκίνησε για τη Σαρία. Αλλά ανοικτά της Χάλκης χάλασε ο καιρός και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Ασπρομύτι. Στις 15:30 της 3ης Δεκεμβρίου, όταν βελτιώθηκε ο καιρό, το «Άγιος Στέφανος» αναχώρησε από το Ασπρομύτι και στις 05:15 της 4ης Δεκεμβρίου έφτασε στην Σαρία.

Στις 18:00 της ίδιας μέρας αναχώρησε για τα Άπελλα, αλλά, στις 21:45, αντί για τα Άπελλα μπήκε στον κόλπο των Πηγαδίων, όπου έγινε αντιληπτό και δέχθηκε τα πυρά των Γερμανών. Ο πλοίαρχος Thomas κάνοντας ελιγμούς εξήλθε του κόλπου των Πηγαδίων και έβαλε πορεία για την Πάφο, όπου έφτασε στις 14:30 της 6ης Δεκεμβρίου.

Η προσπάθεια εφοδιασμού επαναλήφθηκε από τον πλοίαρχο Klosser και τον λοχαγό Stephen με το «Άγιος Ιωάννης». Στις 20:00 της 10ης Ιανουαρίου 1944 ξεκίνησαν από Tcherce της Τουρκίας, πέρασαν από το Σεσκλί της Σύμης και μεταξύ Τήλου και Χάλκης, και στις 03:30 της επομένης αγκυροβόλησαν στα Παλάτια της Σαρίας. Στις 18:00 της ίδιας μέρας ξεκίνησαν για τα Άπελλα πλέοντας με το φως του φεγγαριού σε μικρή απόσταση από την ακτή. Στις 20:00 έφτασαν στα Άπελλα. Βρήκαν τους Λιτό και Κρασόπουλο σε καλή διάθεση, και ενώ ο Stephen μιλούσε μαζί τους, τα μέλη του πληρώματος ξεφόρτωσαν τα εφόδια. Μετά από μια ώρα το «Άγιος Ιωάννης» ξεκίνησε για το Tcherce όπου έφτασε με το ξημέρωμα της 12ης Ιανουαρίου.

Γερμανική αντίδραση

Λόγω της βύθιση καϊκιών στο λιμάνι των Πηγαδίων, οι Γερμανοί υποψιάστηκαν την ύπαρξη κατασκοπευτικού κλιμακίου και έφεραν ηλεκτρονικό μηχανισμό εντοπισμού ασύρματου τηλέγραφου (RDF) και υπό τον υπολοχαγό Stolzmann 48 Γερμανοί άρχισαν να ερευνούν την περιοχή από τον Μερτώνα μέχρι Σπόα και Μεσοχώρι. Στις 20 Μαρτίου οι Γερμανοί πέρασαν 6-7 μέτρα από το κρησφύγετο των κατασκόπων χωρίς να τους ανακαλύψουν.

Κατόπιν ανακρίσεων και βασανιστηρίων οι Βασίλης Πέρος, Νικόλαος Λύκος και Εμμ. Χαροκόπος απεστάλησαν στη Ρόδο, και απ’ εκεί ο Χαροκόπος απεστάλη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Χαϊδάρι και ο Λύκος στην Γερμανία.

Οι κατάσκοποι ενημέρωσαν το SOE που τους διέταξε να πάνε στην Βανάντα (περιοχή Ολύμπου), απ’ όπου επρόκειτο να τους παραλάβουν. Οι κατάσκοποι φορτωμένοι με τον ασύρματο, μπαταρίες και όλα τα εφόδια τους και με την βοήθεια του Αντώνη Γρίβα έφτασαν στη Βανάντα, όπου ο Νικίας Χαρτοφύλακας τους πήρε και τους έκρυψε πρώτα στην Καμάρα των Αγίων Αναργύρων και αργότερα στην καμάρα του Ξύλου. Στην συνέχεια επέστρεψαν στα Άπελλα από όπου θα γινόταν η απόσπαση τους.

Απόσπαση

Με το σκοτείνιασμα της 4ης Απριλίου 1944, ο πλοίαρχος Thomas με τον λοχαγό Stephen ξεκίνησαν από την Απλοθήκα με το «Άγιος Στέφανος» με προορισμό τα Παλάτια της Σαρίας, όπου έφτασαν με το ξημέρωμα της επομένης. Το ίδιο βράδυ πήγαν στα Άπελλα, αλλά δεν μπόρεσαν να έρθουν σε επαφή με τους κατασκόπους και αντί για τα Παλάτια έβαλαν πλώρη για την Αστακίδα, όπου έφτασαν με το ξημέρωμα της 6ης Απριλίου. Η ίδια διαδρομή από Αστακίδα, Σαρία, Άπελλα επαναλήφθηκε και τις επόμενες μέρες, χωρίς επιτυχία και το πρωί της 11ης Απριλίου επέστρεψαν στο κάβο Κριό.

Τη νύχτα της 14ης Απριλίου απέπλευσαν από το Tcherce το «Άγιος Στέφανος», το «Κωνσταντίνος» και το “Armadillo” για την Αστακίδα και Σαρία για μια νέα προσπάθεια. Στην Σαρία, ο Μανώλης Καρελλάς τους πληροφόρησε ότι πριν από λίγο διάστημα οι κατάσκοποι βρίσκονταν στην Βανάντα. Έτσι, προτού ξεκινήσουν για τα Άπελλα αποφάσισαν να ερευνήσουν την περιοχή γύρω από το Διαφάνι.

Τελικά το βράδυ της 17ης, παίρνοντας μαζί τους τον Μανώλη Καρελλά με τον γιο του Βασίλη, κατόρθωσαν να εντοπίσουν τους κατασκόπους στα Άπελλα και στο διάστημα της νύχτας μετέφεραν τον Λιτό στη Σαρία και την επομένη τον Κρασόπουλο με τον ασύρματο και τα άλλα εφόδια. Την νύχτα της 19ης ξεκίνησαν για το Tcherce όπου έφτασαν με το ξημέρωμα της επομένης. Απ’ εκεί πήγαν στην Κύπρο και κατέληξαν στην Αίγυπτο.

Η κατασκοπεία συνεχίζεται

Προτού αναχωρήσουν για το Tcherce, οι πράκτορες της SOE έδωσαν στον Χαρτοφύλακα και στους Μανώλη και Βασίλη Καρελλά όπλα και πολεμοφόδια για να τα φυλάξουν, γιατί θα γύριζαν σε 15 περίπου μέρες. Στο μεταξύ οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν την «Περίπολο της Αλιμιάς» και από την προανάκριση των αιχμαλώτων έμαθαν ότι πράκτορες της SOE θα επέστρεφαν σε μερικές μέρες και ότι οι Νικίας Χαρτοφύλακας και Μανώλης Καρελλάς συνεργάζονταν μαζί τους.

Οι Γερμανοί δεν προέβησαν σε συλλήψεις αλλά κατέστρωσαν σχέδιο εξάρθρωσης της οργάνωσης. Πήραν δικό τους καΐκι, το εξόπλισαν όπως των LSF και το επάνδρωσαν με Γερμανούς στρατιώτες ντυμένοι Βρετανοί commandos, είχαν μαζί τους και έναν φραγκολεβαντίνο που γνώριζε ελληνικά. Πλησίασαν τους Χαρτοφύλακα και Καρελλά οι οποίοι, από τα τσιγάρα που τους έδωσαν, τις άδειες κονσέρβες κρέατος και τις καραβάνες που χρησιμοποιούσαν, κατάλαβαν ότι δεν ήταν Άγγλοι.

Την επομένη, ο Χαρτοφύλακας με τον Καρελλά και τον γιό του Βασίλη και τον Μανώλη Ορφανό έφυγαν με μια βάρκα από τα Παλάτια. Πήγαν στην Αλιμούντα και απ’ εκεί στο Παρασπόρι. Με το σκοτείνιασμα της 6ης Μαΐου ξεκίνησαν για τα Μικρασιατικά παράλια όπου έφτασαν την νύχτα της επομένης, απ’ εκεί προωθήθηκαν στην Μέση Ανατολή και μπήκαν στην υπηρεσία των Άγγλων. Οι Γερμανοί μετά από αρκετές μέρες επέστρεψαν στη Ρόδο.

Τελευταία αποστολή

Στις 02:00 της 1ης Σεπτεμβρίου 1944 το “Άγιος Στέφανος”, επιστρέφοντας από αποστολή στην Κρήτη, σταμάτησε στη Σαρία όπου συνάντησαν τον Γιάννη Μπαλασκά και τα παιδιά του Μανώλη Καρελλά, Μιχάλη και Νικόλα, που τους έδωσαν ό,τι πληροφορίες γνώριζαν για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κάρπαθο. Στις 19:00 της ίδιας μέρας έφυγαν από την Σαρία και περνώντας δυτικά της Χάλκης έφτασαν στο Tcherce στις 04:00 της 2ας Σεπτεμβρίου.

0 comments on “Μανώλης Κασσώτης: Κατασκοπεία στην Κάρπαθο στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Αφήστε μια απάντηση

Social Profile

Watch Live News

Ads Banner