Καρπαθιακά ανέκδοτα


Του Μανώλη Κασσώτη

Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν περιστατικά που έμειναν στην μνήμη των ανθρώπων που τα έζησαν και σ’ αυτών που τα άκουσαν και τα μετέφεραν σε τρίτους, και ορισμένα απ’ αυτά που διασώθηκαν αποτελούν μέρος της Καρπαθιακής λαϊκής παράδοσης. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν τα ανέκδοτα. Ορισμένα διακρίνονται για την σοφία και τα ηθικά τους διδάγματα, αλλά τα περισσότερα διακρίνονται για την ευστροφία των απαντήσεων με τις οποίες τελειώνουν, που συνήθως προκαλούν τον γέλωτα. Τα ανέκδοτα που ακολουθούν αναφέρονται στην Κάρπαθο και στην Καρπαθιακή παροικία της Αμερικής.

Πολλές φορές, όταν ορισμένα απ’ αυτά δημοσιεύονταν, άκουγα επαινετικά σχόλια, αλλά και παράπονα, παρότι άλλαζα τα ονόματα των πρωταγωνιστών για να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις. Κάποτε έγραψα ένα ανέκδοτο για κάτι που συνέβη στην Αμερική, αλλά έτυχε να είχε συμβεί παρόμοιο στην Κάρπαθο κι είδα κι έπαθα να ξεμπερδέψω.

Η περίληψη

Παλαιότερα στην Κάρπαθο, όταν δεν υπήρχε internet, τηλεόραση, ραδιόφωνο κι ακόμη και οι εφημερίδες ήταν σπάνιες, ήταν διαδεδομένη η αποσπερία, που εθεωρείτο σαν μέσο αναψυχής στην μονότονη ζωή της Καρπάθου. Δυο – τρεις οικογένειες συναντιόνταν τα βράδια σε κάποιο σπίτι για να ανταλλάξουν τα επίκαιρα νέα και τις σκέψεις τους. Πολλές φορές η αποσπερία έπαιρνε την μορφή κουτσομπολιού, αλλά άλλες φορές η συζήτηση ήταν σοβαρή και μπορούσε να στραφεί ακόμη και γύρω από τα τελευταία παγκόσμια νέα.

Εκείνες τις μέρες έτυχε να έλθει από την Αμερική ο Μανώλης με την Ζωή, οι οποίοι, ιδίως η τελευταία, διακρίνονταν για την πολυλογία τους. Συχνά πήγαιναν στο σπίτι της ξαδέλφης τους Μαρίας για να ποσπερίσουν και, όπως ήταν η συνήθεια, τον λόγο έπαιρναν οι νεοφερμένοι. Γύρω στις 9 το βράδυ αρχίζει ο Μανώλης να αφηγείται ένα περιστατικό που συνέβη στην Αμερική. Η ώρα περνούσε, αλλά η ιστορία δεν έπαιρνε τέλος. Γύρω στις 11 έφυγαν οι πρώτοι επισκέπτες. Περί τις 12, ενώ η διήγηση συνεχιζόταν, έφυγαν και οι τελευταίοι επισκέπτες και έμεινε μόνη η Μαρία με τον Μανώλη και την Ζωή.

Γύρω στις 1 το πρωί τελείωσε ο Μανώλης την ιστορία του. Δεν πρόφτασε η Μαρία να ανασάνει και τον λόγο πήρε η Ζωή:

-Αυτό που μας διηγήθηκε ο Μανώλης είναι η περίληψη. Στάσου τώρα, Μαρία, να σου πω ολόκληρη την ιστορία!…

Πόσους έδιωξες

Κάποτε, η συλλογική συμπεριφορά του προέδρου ενός Καρπαθιακού Συλλόγου είχε δυσαρεστήσει αρκετά από τα μέλη του, ώστε πολλοί είχαν αποτραβηχτεί από ενεργά μέλη. Ο γραμματέας, ο ταμίας και αρκετοί από το Διοικητικό Συμβούλιο, βλέποντας την πορεία που είχε πάρει ο πρόεδρος, ήτανε εναντίον του γιατί κινδύνευε να μείνουν «τρεις κι’ ο κούκος» και να διαλυθεί ο σύλλογος.

Ήρθε κάποτε η ημέρα των εκλογών και του απολογισμού και ο πρόεδρος για να τιμωρήσει τον αντιφρονούντα γραμματέα τον ερωτά:

-Δε μου λες, κ. Γραμματέα, με κατηγορείς ότι στο διάστημα της θητείας μου δεν έκαμα τίποτε. Εγώ έγραψα τέσσερα νέα μέλη, εσύ πόσα έγραψες;

Ο γραμματέας, μ’ όλη την ψυχραιμία που τον διέκρινε, του απαντά:

-Δύο, κ. Πρόεδρε.

Τότε ο πρόεδρος, ικανοποιημένος, του λέει:

-Βλέπεις; Εγώ έγραψα πιο πολλούς από σένα!

Τότε ο ταμίας, που ήταν ένα με τον γραμματέα, πετάγεται και λέει στον πρόεδρο:

-Δε μας λες, και πόσους έδιωξες;

Φύσηξε ο αέρας …

Μετά την Επανάσταση του 1821 τα Πηγάδια άρχισαν και πάλι να αναπτύσσονται και με το καιρό αποτέλεσαν το ναυτικό και εμπορικό κέντρο της Καρπάθου. Μεταξύ των ναυτικών οικογενειών συγκαταλέγονταν οι οικογένειες των Λάμπρηδων, των Μαστροπαναγιώτηδων, του Ανδρέα Ποταμιάνου και άλλων. Όταν οι Καρπάθιοι ήθελαν κάτι που δεν υπήρχε ή ήταν δύσκολο να βρεθεί στην Κάρπαθο, έδιναν παραγγελία σ’ ένα από τους καπετάνιους προπληρώνοντας την αξία του.

Κάποτε ο γνωστός δάσκαλος Ανδρέας Ασλανίδης από τις Πυλές παράγγειλε με τον Μανώλη Μαστροπαναγιώτη να του φέρει ένα τσουβάλι τσιμέντο, αλλά όταν επέστρεψε ο Μαστροπαναγιώτης δεν το χρειαζόταν και του έστειλε το ακόλουθο σημείωμα:

Το τσουβάλι το τσιμέντο,

πούλησέ το στο μομέντο.

Κι αν θέλεις να ’σαι νέτα,

στείλε μου καπνό πακέτα.

Ταύτα και σε χαιρετώ,

και συγνώμη σου ζητώ.

Ένας της παλιάς παρέας,

Ασλανίδης ο Ανδρέας,

Πυλές πρώτη Ιουλίου,

νέου ημερολογίου.

Η αναφορά στο νέο ημερολόγιο φανερώνει ότι το περιστατικό συνέβη μετά την κατάκτηση της Δωδεκανήσου από την Ιταλία, που άρχισε να εφαρμόζεται το νέο ημερολόγιο στην Κάρπαθο. Φαίνεται όμως ότι ορισμένοι κακοπληρωτές έδιναν την παραγγελία χωρίς να την προπληρώσουν και ο καπετάνιος δυσκολευόταν να εισπράξει τα οφειλόμενα. Γι’ αυτό ο Ποταμιάνος εκτελούσε τις παραγγελίες αυτών που προπλήρωναν και αγνοούσε των κακοπληρωτών και όταν κάποτε τον ρωτούσαν τι έγινε η παραγγελία τους, τους απαντούσε:

– Όταν έφυγα από την Κάρπαθο και μπήκα στο Ικάριο πέλαγος πηγαίνοντας για την Σμύρνη, έκατσα στην πλώρη του καϊκιού για να τακτοποιήσω τους λογαριασμούς μου. Στην μια μεριά έβαζα τις παραγγελίες αυτών που με πλήρωσαν και στην άλλη αυτών που δεν πλήρωσαν. Είχα μια πέτρα και την έβαζα πάνω στις παραγγελίες αυτών που πλήρωσαν και ξαφνικά φύσηξε ο αέρας …

Αδελφό στην Αμερική

Αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Σάββας Κασσώτης, έμπορος από την Σύμη, έστειλε τον αδελφό του Γιάννη και τον γιο του Γιώργο για εμπορικές υποθέσεις στην Κάρπαθο, όπου τα αμέσως επόμενα χρόνια ίδρυσαν εμπορικό κατάστημα. Το μαγαζί βρισκόταν στα Πηγάδια, αλλά πολλές φορές πήγαιναν στα χωριά για τις δουλειές τους.

Μια μέρα, καλοκαίρι του 1923, ο Γιάννης πήγε σ’ ένα από τα χωριά και μόλις έφτασε πήγε στο κεντρικό καφενείο για να ξαποστάσει και να πάρει ένα καφέ και έγινε το αντικείμενο της περιέργειας των θαμώνων. Περιτριγύρισαν το τραπέζι του και άρχισαν τις ερωτήσεις: Ποιος και από πού είναι, τι δουλειά κάνει και τι θέλει στο χωριό.

Αφού ικανοποίησε όλες τους τις απορίες, ήρθε και η δική του σειρά να κάμει και αυτός τις ερωτήσεις του. Ρωτά τον καθένα πως τον λένε και τι δουλειά κάνει. Ο ένας του λέει δάσκαλος, ο άλλος τσαγκάρης και ο τρίτος ράφτης. Όταν έφτασε η σειρά του Κωνσταντή αυτός του απαντά:

-Εγώ έχω αδελφό στην Αμερική!

Αμέ καλή ‘το πάλι

Η Κάρπαθος είναι γνωστή για τις εύστροφες μαντινάδες, από τις οποίες αρκετές έμειναν στην μνήμη των συμπατριωτών μας για δεκαετίες, αλλά, μαζί μ’ αυτές, διασώθηκαν και ορισμένες τρικάντουνες (ανομοιοκατάληκτες). Σ’ ένα χωριό της Καρπάθου, «όνομα και μη χωριό», την ημέρα του γάμου η νύφη καθόταν στολισμένη στο πανωσούφι με τους στενούς της συγγενείς. Αρκετοί τραγουδούσαν μέσα από το μεγάλο σπίτι, αλλά κανένας τους δεν τραγουδούσε από το πανωσούφι.

Οπότε, κάποιος ξενοχωριανός, είπε μια μαντινάδα προκαλώντας τους να τραγουδήσουν και αυτοί, και από ’κει ψηλά κάποιος ανάλαβε να απαντήσει με την ακόλουθη μαντινάδα:

Ας τραγουδήσουμε και μείς, από το πανωσούφι,

να μη μας (ε)πούσι νυχατό (αύριο), πως έχουμε κακία (μεράκι).

Αλλά φαίνεται πως και ο ίδιος δεν έμεινε ικανοποιημένος με την μαντινάδα του και επανέρχεται:

’Εν ήτο όπως ήπρεπε, αμέ καλή ‘το πάλι,

απού τραγούδησα κι εγώ, από το πανωσούφι.

Καλά σου είναι

Τα περισσότερα Καρπαθιακά Diners στο New Jersey ήταν συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ως επί το πλείστο τεσσάρων συνεταίρων, που στα «Ελληνοαμερικάνικα» λέγονται μπόσηδες (διευθυνταί). Οι δυο δούλευαν στην κουζίνα και οι άλλοι δύο επί της υποδοχής.

Μια μέρα μερικοί Καρπάθιοι πήγαν σ’ ένα Καρπαθιακό Diner, όπου τους υποδέχεται ο Ντίνος, ένας από τους συνεταίρους, και όπως ήταν η ώρα που δεν είχε πολύ δουλειά, έκατσε να τους κάμει παρέα.

Σε λίγο πήρε είδηση κι ο Νικήτας, ο άλλος συνέταιρος από την κουζίνα, κι’ έρχεται κι αυτός στην παρέα. Αλλά έτσι όπως ήταν ντυμένος με τα ρούχα της δουλειάς, δεν του έδωσε κανένας σημασία. Προσπάθησε να μπει στην συζήτηση, αλλά ο Ντίνος, πιο εντυπωσιακός, δεν του έδινε την ευκαιρία, γιατί συγκέντρωνε όλο το ενδιαφέρον της παρέας.

Είδε κι’ αποείδε ο Νικήτας, βλέπει ότι ο Ντίνος δεν επρόκειτο να του δώσει σειρά να φανεί κι αυτός σαν ιδιοκτήτης και γυρίζει και του λέγει:

-Καλά σου είναι πιά, Κωνσταντή, να κάμω κι εγώ το «μπόση»!…

Οι Γερμανοί ξανάρχονται

Το 1948, προτού καθιερωθεί η μεταφορά των μαθητών του Γυμνασίου από τα Πηγάδια στο Απέρι με φορτηγά αυτοκίνητα και αργότερα με λεωφορεία, αρκετά Πηγαδιωτάκια είχαμε μαζευτεί στην γειτονιά του Άη Γιάννη και του Άη Βασίλη. Είμασταν τόσα πολλά παιδιά σ’ αυτές τις δυο γειτονιές, που οι μόνιμοι κάτοικοι έχασαν την ησυχία τους και διαμαρτύρονταν «την ώρα και την στιγμή».

Εγώ με τον αδελφό μου Σάββα και τον Γιώργο του Ηλία Ορφανού μέναμε στο σπίτι του Χατζαλέξη, θείου της μητέρας μου, στον Άη Γιάννη, που αυτός αυτή την εποχή έμενε στη Ρόδο.

Στο ίδιο στενό από κάτω ήταν το σπίτι της Βενετσιάνας του Λιονταρή, που έμενε με τη κόρη της την Βαγγελίτσα. Η παρουσία μας ήταν ενοχλητική, γιατί εκτός από τον θόρυβο και τις φωνές μας ρίχναμε τα νερά και τα σκουπίδια μέσα στο σοκάκι ή και καμιά φορά πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού της Βενετσιάνας.

Μια μέρα η Βαγγελίτσα βλέπει πάνω στα κεραμίδια πεταμένες λεμονόκουπες, αυγόφυλλα και άλλα σκουπίδια και πήγε να το πει της μάνας της. Την ίδια στιγμή έτυχε να επιστρέφουμε από το σχολείο, και περνώντας απ’ έξω από το σπίτι της Βενετσιάνας ακούσαμε την εξής συζήτηση:

-Βαγγελίτσα: Πάλι έριξαν τα σκουπίδια πάνω στα κεραμίδια, χάσαμε την ησυχία μας μ’ αυτά τα παιδιά.

-Βενετσιάνα: Υπομονή, κόρη μου, τία να κάνουμε. Εμείς ελέ(γ)αμε πως εφύ(γ)α(ν) οι αχρόνιστοι οι Γερμανοί και ησυχάσαμε, αλλά ετούτοι, κόρη μου, είναι χειρότεροι!

Πας κι ήτο

Όλα σχεδόν τα τοπικά Καρπαθιακά σωματεία στην Αμερική περιόριζαν το δικαίωμα εγγραφής στους συγχωριανούς τους. Αλλά αρκετοί συμπατριώτες μας λόγω της καταγωγής των γονέων ή των συζύγων των είχαν το δικαίωμα να είναι μέλη σε περισσότερα του ενός σωματείου. Ορισμένοι συμπατριώτες μας χρησιμοποιούσαν την διπλή ή καμιά φορά τριπλή τους «υπηκοότητα» για να πηγαίνουν από τον ένα Σύλλογο στον άλλο, ανάλογα με τις συλλογικές τους φιλοδοξίες.

Κάποτε ένα μέλος του Πηγαδιώτικου Συλλόγου δεν τα πήγαινε καλά με αρκετά μέλη και πήγε στον Μενεδιάτικο, αλλά και εκεί δεν τα πήγαινε καλά και ορισμένα μέλη του Μενεδιάτικου Συλλόγου άρχισαν να δυσανασχετούν.

Κάποτε, γενομένης συζητήσεως γύρω από τα συλλογικά μεταξύ μιας Μενεδιάτισσας και μιας Πηγαδιώτισσας, η πρώτη λέει στην δεύτερη:

-Τον εξεφορτώθητε εσείς και τον φορτωθήκαμε εμείς. Πας κι ήτο να παντρευτεί να πάρει καμιά Απερίτισσα πας και πάει στην «Ομόνοια».

Για καλό και για κακό

Τον προπερασμένο και στις αρχές του περασμένου αιώνα κάθε χωριό της Καρπάθου είχε αρκετούς παπάδες, μια χρονιά στην Όλυμπο είχε εννέα και στις Μενετές επτά. Καθ’ ένας έπρεπε να περιμένει την σειρά του για να κάμει την λειτουργία στην κεντρική εκκλησία. Τον υπόλοιπο χρόνο δεν έμεναν αργόσχολοι, λειτουργούσαν τα εξωκλήσια, έκαναν αγιασμούς στα σπίτια του χωριού και στα πολλά μετόχια που είχαν τότε τα χωριά, ακόμη δε ασχολούνταν με βιοτεχνικά επαγγέλματα και με την γεωργία.

Κάποτε η Φωτουλιά που έμενε σ’ ένα μετόχι φώναξε τον παπά Ιγνάτιο να της κάμει αγιασμό, γιατί ο στάβλος της γέμισε ποντικούς, που έτρωγαν τα τυριά, τη μέλαζη και τις άλλες κουμπάνιες.

Όταν ο παπάς έκαμε τον αγιασμό, έκατσε στο πεζούλι του στάβλου για να ρεμβάσει το ηλιοβασίλεμα και την γαληνεμένη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά του, και βλέπει ένα ποντικό να σεργιανίζει αδιάφορος στον αυλόγυρο του στάβλου. Τότε ο παπά Ιγνάτιος γυρίζει στην ανύποπτη Φωτουλιά και της λέει:

-Εμ μου λέεις Φωτουλιά, πιστεύεις πως με τον αγιασμό θα φύγουν οι ποντικοί;

-Α, ’με βέβαια και πιστεύω παπά μου! απαντά η Φωτουλιά.

-Άκουσε να σου πω, της λέει ο παπά Ιγνάτιος, καλός είναι ο αγιασμός, αλλά για καλό και για κακό, πάρε και μια φάκα…

Καμιά διαφορά

Ήταν γνωστή η ψαροφαγία των Πηγαδιωτών και των άλλων Καρπαθίων που έμεναν στα παραλιακά χωριά του νησιού. Κάθε μέρα να τους τάιζες ψάρια δεν θα λέγαν όχι.

Ένα καλοκαίρι ένας Πηγαδιώτης ήλθε οικογενειακώς από την Αμερική στην Κάρπαθο για να παραθερίσει. Είχε πεθυμήσει τα ψάρια και, μια που τα βρήκε και φρέσκα, τα έτρωγε κάθε μέρα.

Αντίθετα η οκτάχρονη κόρη του, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αμερική, συνηθισμένη στην αμερικανική δίαιτα, δεν ήθελε να δει τα ψάρια ούτε ζωγραφιστά.

Μια μέρα, που ως συνήθως είχανε μαγειρέψει ψάρια, ο πατέρας για να πείσει την κόρη του να φάει της λέει:

-Εγώ όταν ήμουν μικρός έτρωγα πολλά ψάρια, γι’ αυτό έγινα έξυπνος, φάε κι’ εσύ να γίνεις έξυπνη.

Χωρίς να χάσει καιρό η μικρή, του απαντά:

-Έφαγα ψάρια και την περασμένη εβδομάδα, αλλά δεν είδα καμιά διαφορά…

Κάτω από την ελά

Πολλές φορές η Κάρπαθος έχει πληγεί από ισχυρούς σεισμούς, όπως τον Φεβρουάριο του 1948 που συνέβη και το τσουνάμι. Αυτοί οι σεισμοί αποτελούσαν χρονολογικούς σταθμούς και διατηρούνταν στη μνήμη των Καρπαθίων για αρκετά χρόνια, πολλές φορές διαδίδονταν από στόμα σε στόμα και διατηρείτο η μνήμη τους επί γενεές.

Ένας τέτοιος σεισμός έγινε στην Κάρπαθο το 1850 και η προγιαγιά μου, που έτυχε να γεννηθεί εκείνη τη χρονιά, όταν αργότερα την ρωτούσαν πόσων χρονών είναι, αυτή απαντούσε: «Εγώ γεννήθηκα την εποχή του μεγάλου σεισμού».

Τον Αύγουστο του 1923 ένας τρομερός σεισμός έπληξε την Κάρπαθο, οι Καρπάθιοι τρομοκρατημένοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και για αρκετές εβδομάδες διαβιούσαν στο ύπαιθρο κάτω από τα δέντρα περιμένοντας να περάσει ο θυμός του Εγκέλαδου.

Μια γυναίκα, που ήταν στις μέρες της, γέννησε τον πρωτογιό της Γιάννη κάτω από μια ελιά. Το γεγονός αυτό παρέμεινε ζωντανά ζωγραφισμένο στη μνήμη των συγγενών και φίλων του παιδιού, και όσο αυτό μεγάλωνε δεν παρέλειπαν να του υπενθυμίζουν τις δραματικές συνθήκες της γέννησης του.

Όταν ο Γιάννης έγινε 6-7 χρονών πήγε να εγγραφεί στο δημοτικό σχολείο. Ο δάσκαλος της εποχής ρώτησε το μικρό Γιάννη ορισμένες ληξιαρχικές πληροφορίες για να τις καταγράψει στο μητρώο του σχολείου. Όταν δε ο δάσκαλος τον ρώτησε που γεννήθηκε, ο μικρός Γιάννης του απαντά:

-Κάτω από την ελά, κύριε δάσκαλε!…

Προεδρικές εκλογές

Παλαιότερα οι εκλογές των Καρπαθιακών Συλλόγων στην Αμερική προκαλούσαν το ενδιαφέρον των συμπατριωτών μας σε υπέρτατο βαθμό, που θύμιζαν δημαρχιακές εκλογές στην Κάρπαθο.

Σε κάποιες από τις προεδρικές εκλογές της Αμερικής, την εποχή που στην Ομογένεια κυριαρχούσε το Κυπριακό, ένας συμπατριώτης μας έκανε προεκλογική καμπάνια υποστηρίζοντας ένα των υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα που βρισκόταν πιο κοντά στις ελληνικές θέσεις.

Τις παραμονές των εκλογών, μεταξύ των άλλων, τηλεφώνησε και σε μια γνωστή του και την ρώτησε αν ήταν εγγεγραμμένη για να ψηφίσει και ακολουθεί ο επόμενος διάλογος.

-Βεβαίως είμαι εγγεγραμμένη, αλλά τι εκλογές έχουμε πάλι;

-Προεδρικές, για να βγάλουμε καινούργιο πρόεδρο.

-Μα, πριν από τρεις μήνες είχαμε εκλογές και ο Σύλλογος μας έβγαλε πρόεδρο.

-Τώρα έχουμε εκλογές για πρόεδρο της Αμερικής.

-Για τις προεδρικές εκλογές της Αμερικής μη με ανακατεύεις, εγώ μόνο στις εκλογές του Συλλόγου μας ψηφίζω!

Για τον τράγο παίρνει δέκα

Πριν από 100 περίπου χρόνια στη Μέσα Σπηλιά, λίγο έξω από τα Πηγάδια, ζούσε ο Γιωργάκης με τους δυό του γιούς και ασχολούνταν με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες.

Είχε κι ένα τράγο και την κατάλληλη εποχή του χρόνου, μερικές γυναίκες έφερναν τις κατσίκες τους και τις άφηναν τα βράδια στο κελί του τράγου για να «λαστούν». Κι’ όταν οι κατσίκες ελάζουνταν, οι γυναίκες πλήρωναν μια μικρή αμοιβή στον Γιωργάκη.

Ένα πρωινό ο Γιωργάκης πήρε τον πρωτογιό του τον Γιαννίκο με το μουλάρι να πάνε στα Πηγάδια να ψωνίσουν και άφησε τον δευτερογιό του Αντρουλιό, που ’το και λιγάκι χαζός, να βλέπει τα χωράφια και τα ζωντανά.

Σε λίγο έρχεται ο γείτονας τους ο Μιχάλης, βλέπει τον Αντρουλιό και τον ρωτά που ήταν ο πατέρας του που τον ήθελε. Ο Αντρουλιός του λέει ότι ο πατέρας του λείπει και προσφέρεται να τον βοηθήσει ο ίδιος. Αλλά ο Μιχάλης όμως του λέγει:

-’Εν είναι δουλειά δική, σου Αντρουλιέ, ο Γιαννίκος σας γκάστρωσε την κόρη μου.

Σκέφτεται και ξανασκέφτεται ο Αντρουλιός, ξύνει και τη κεφαλή του και του απαντά:

-Καλά τα λέεις, ’εν είναι δουλειά δική μου, πρέπει να περιμένεις τον πατέρα να ’ρτει. Για τον τράγο παίρνει δέκα φράγκα, για τον Γιαννίκο, ’εν ηξέρω πόσα παίρνει…

Ο μισοπάλλαρος

Είναι γνωστό το πάθος των Καρπαθίων, που θέλουν να λύσουν τα προβλήματα του νησιού και πολλές φορές προτείνουν τις πιο απίθανες λύσεις.

Κάποτε, πριν από 50 χρόνια, βρέθηκαν παρέα πέντε Καρπάθιοι επιστήμονες, αποτελούμενη από αρχαιολόγο, γεωλόγο, οικονομολόγο, μαθηματικό και ψυχίατρο και αρχίζουν μια τέτοια συζήτηση.

Ο αρχαιολόγος, που μίλησε πρώτος, είπε ότι πρέπει να γίνουν ανασκαφές σ’ όλες τις αρχαίες πόλεις της Καρπάθου, που θα φέρουν στο φως τον αρχαίο πολιτισμό του νησιού και αμέσως η Κάρπαθος θα γινόταν πεδίον ερευνών εκατοντάδων αρχαιολόγων και προορισμός επισκέψεως εκατοντάδων χιλιάδων τουριστών.

Ο γεωλόγος ακολούθως είπε ότι το μέλλον της Καρπάθου βρίσκεται στο πλούσιο υπέδαφος της γιατί τα πολύμορφα γεωλογικά στρώματα, εκτός των ορυκτών, περιλαμβάνουν και ανεξάντλητες δεξαμενές πετρελαίου, που αρχίζουν από τον Περσικό κόλπο και φτάνουν μέχρι την Ρουμανία και μπορούν να μετατρέψουν την Κάρπαθο στο Kuwait της Μεσογείου.

Στην συνέχεια ο οικονομολόγος υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η ίδρυση στην Κάρπαθο γεωργικών και αλιευτικών σχολών, διότι μόνο δι’ επιστημονικών μεθόδων και με την δημιουργία θερμοκηπίων και ιχθυοτροφείων θα πάει μπροστά η οικονομία του νησιού.

Ο μαθηματικός, που μίλησε κατόπιν, υποστήριξε ότι μόνο μέσω κομπιούτερ και με την νέα τεχνολογία θα μπορέσουν να ορθολογιστούν και να ταξινομηθούν όλες οι προτάσεις για να υπολογιστεί η δαπάνη και η απόδοση του κάθε προτεινομένου σχεδίου.

Τελικά ο ψυχίατρος, που άκουγε σιωπηλός και συνοφρυωμένος τους προλαλήσαντες, είπε:

-Κύριοι, μιλάτε ανοησίες! Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Καρπαθίων είναι το Υγειονομικό, γιατί όπως διεπίστωσα το 30% των Καρπαθίων είναι φρενοβλαβείς, δηλαδή κατά το Καρπάθικο ‘Παλλαροί’.

Άκουσε ο μαθηματικός τις βαρυσήμαντες δηλώσεις του ψυχίατρου, κάνει τους υπολογισμούς του και με ύφος περιδεές και σοβαρό λέει:

-Δηλαδή, αγαπητοί μου, ένας και μισός από εμάς είμαστε για δέσιμο!

Και ο οικονομολόγος, βλέποντας προς το μέρος του ψυχιάτρου και κουνώντας την κεφαλή του με σημασία, πρόσθεσε:

-Για τον παλαβό δεν έχω καμίαν αμφιβολία, αλλά σπάζω το κεφάλι μου για τον μισοπάλλαρο…

Όχι και να με σκοτώσεις

Αρκετές φορές είχε παρατηρήσει ο Μιχάλης, κάθε πρωί που πήγαινε στο αμπέλι του, ότι αρκετά από τα περβολικά και τα φρούτα του έκαναν φτερά στο διάστημα της νύχτας και αποφάσισε να παρακα(θ)ήσει για να πιάσει και να τιμωρήσει τον κλέφτη.

Τις δυο πρώτες νύχτες πήγε χαμένο το ξενύχτι, όμως την τρίτη νύχτα βλέπει τον κλέφτη να πηδά τον τοίχο τ’ αμπελιού και να αρχίζει το έργο του. Χωρίς να χάσει καιρό ο Μιχάλης πηδάει απάνω, πιάνει τον κλέφτη από το σβέρκο, τον βάζει κάτω και άρχισε να του δίνει ξύλο μέχρι να βγάλει το άχτι του.

Ο κλέφτης, που έτυχε να είναι και συγγενής του, έκανε υπομονή μέχρι να ξεθυμάνει ο Μιχάλης, αλλά ο ξυλοδαρμός δεν έπαιρνε τέλος. Τότε αυτός γυρίζει και του λέει:

-Είπαμε δα, εξάδελφε, να μου τις δώσεις, όχι όμως και να με σκοτώσεις…

Τώρα … φεύγεις

Ξακουστή ήταν η Ερνιά για την πολυλογία της. Ήταν να σηκωθεί το πρωί να ζυμώσει και μέχρι να πάρει τα ψωμιά στο φούρνο εξαφρίζα και ξεμπλάζα από την πινακωτή, γιατί έπιανε τη κουβέντα με όποια γειτόνισσα συναντούσε στο δρόμο και ξεχνιόταν.

Όταν πια τελείωσε ο πόλεμος πήγε κι αυτή στην Αμερική κοντά στον άντρα της και έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο ραφτικής, που δούλευαν και άλλες Καρπαθιές. Ήθελε να πιάσει και μ’ αυτές κουβέντα την ώρα της δουλειάς, αλλά αυτές δεν είχαν ώρα για συζήτηση γιατί δούλευαν με το κομμάτι.

Μετά από δέκα χρόνια, αφού τα οικονόμησαν και πήρε ο άντρας της την αμερικάνικη σύνταξη, ήταν πια καιρός να γυρίσουν στην Κάρπαθο, να ξεκουραστεί ο Κωσταντής και να ξεσκάσει κι η Ερνιά από την βουβαμάρα, και αλλοίμονο σ’ αυτές που είχαν την υπομονή να την ακούουν.

Τη δεύτερη μέρα που έφτασαν στην Κάρπαθο πήγαν να κάμουν βίζιτα στην αδελφή του Κωνσταντή, την Ευδοξία, που τους περίμενε από το πρωί. Αλλά στον δρόμο, όταν κάποια τους καλωσόριζε, άρχιζε η Ερνιά τις ατελείωτες ιστορίες της. Αλλά ο Κωνσταντής, που βιαζόταν να πάει να δει την αδελφή του, όλο και την διέκοπτε:

-Πάμε, Ερνιά, και νυχατό (αύριο) λέεις τα υπόλοιπα.

Αλλά η Ερνιά, που δεν είχε όρεξη να σταματήσει την κουβέντα, του απαντούσε:

-Άμα βιάζεσαι μαθές, Κωνσταντή, να δεις την αδερφή σου, πήγαινε κι’ εγώ σε δυο λεπτά, που θα τελέψω την ιστορία της Χαζηνούλας, έρχομαι να σε βρω.

Πήγε ο Κωνσταντής στην αδερφή του, πέρασε το μεσημέρι, ήρθε το βράδυ και πού να φανεί η Ερνιά. Κατά τις έντεκα σηκώνεται ο Κωνσταντής να καληνυχτίσει και πάνω στα καληνυχτίσματα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Ερνιά, που μόλις τα κατάφερε η Χαζηνούλα και οι άλλες γυναίκες που δεν πρόφτασαν να ξεστρατίσουν και να ξεφορτωθούν την πολυλογία της.

Άμα ακούει τα καληνυχτίσματα η Ερνιά, γυρίζει και λέει στον άντρα της:

-Αμμέ, τώρα μαθές, Κωνσταντή, που ήρθα εγώ, φεύγεις εσύ;

Συλλογή φύλλων και καρπών

Το 1949 διορίζεται για πρώτη φορά φυσιογνώστρια καθηγήτρια στο Γυμνάσιο Καρπάθου η κ. Αναγνωστοπούλου. Στο μάθημα της φυτολογίας χρησιμοποιούσαμε τετράδια ιχνογραφίας, μέσα στα οποία κάναμε συλλογή φύλλων και ανθών για το κάθε φυτό που μας δίδασκε.

Ένα μεσημέρι οι μικρότερες τάξεις είχαμε σχολάσει και περιμέναμε τις μεγαλύτερες τάξεις να σχολάσουν και αυτές να μας πάρουν τα φορτηγά αυτοκίνητα στα Πηγάδια.

Έτσι όπως είχαμε μια ώρα στην διάθεση μας και η μεσημεριάτικη πείνα άρχισε να μας πιάνει, εγώ και ο Κωστής Βασιλαράκης ανεβαίναμε τον ποταμό, που περνούσε κάτω από το γεφύρι. Προχωρήσαμε καμμιά εκατοστή μέτρα και μπήκαμε μέσα σ’ ένα αμπέλι δίπλα στο ποτάμι.

Δεν είχαμε ακόμα κόψει το πρώτο φρούτο και βλέπουμε μια γυναίκα να προβάλει μέσα από το ποτάμι. Ήταν τόσο απρόοπτη η εμφάνιση της, που δεν είχαμε τον καιρό να κρυφθούμε ούτε να πηδήξουμε έξω από το αμπέλι.

Ο Κωστής μ’ όλη την ψυχραιμία που τον διέκρινε κόβει ένα φύλο και δυνατά για να ακούσει η γυναίκα μου λέει:

-Να, αυτό το φύλλο είναι κατάλληλο για την συλλογή που μας είπε η καθηγήτρια.

Μόλις η ανύποπτη γυναίκα προχώρησε λίγο και έστριψε την γωνία και δεν μας έβλεπε, γυρίζει πάλι ο Κωστής και μου λέει πιο σιγά:

-Καλά μας είναι πια η συλλογή των φύλλων, ας κάμουμε τώρα και συλλογή καρπών…

Όταν κοιμάσαι

Προτού μετακομίσει στο New Jersey, ο Μιχάλης έμενε για πολλά χρόνια στο Connecticut και όπως ήταν επόμενο είχε δημιουργήσει πολλούς φίλους και γνωστούς και συχνά πήγαινε με την οικογένεια του να τους δει. Η διαδρομή από το New Jersey στο Connecticut έπαιρνε τρεις ώρες, αλλά την είχαν συνηθίσει και δεν τους φαινόταν.

Σε μια απ’ αυτές τις διαδρομές, όταν πλησίαζαν στον προορισμό τους, η γυναίκα του λέει στο Μιχάλη:

-Με την συζήτηση δεν μας φαίνεται ο δρόμος και νομίζεις πως πάμε πιο γλήγορα.

Εκείνη την ώρα έτυχε να ξυπνήσει ο πιο μικρός τους γιός που κοιμόταν στο πισινό κάθισμα και όταν άκουσε το σχόλιο της μάνας του συμπλήρωσε:

-Και όταν κοιμάσαι πας ακόμη πιο γλήγορα!

Χαθήκαν τα ρημόπαια

Εκείνη την εποχή η γειτονιά μας είχε πολλά παιδιά και στην ίδια γειτονιά έμενε μια γριά, η Καλλίτσα, και πολλές φορές τα καλοκαίρια καθόταν στην εξώπορτα του σπιτιού της για να περάσει την ώρα της.

Αλλά μέσα στον ίδιο δρόμο μπροστά στο σπίτι της μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς, που με τα παιχνίδια τους δεν την άφηναν να βρει την ησυχία της. Ενώ οι άλλες γυναίκες ανέχονταν την φασαρία των παιδιών, η Καλλίτσα δεν το έβαζε κάτω, και πολλές φορές τα έβριζε και καμιά φορά τα βλαστημούσε.

Πέρασε το καλοκαίρι, άνοιξαν τα σχολεία, τα παιδιά μαζεύτηκαν μέσα από τους δρόμους και επιτέλους η Καλλίτσα βρήκε την ησυχία της.

Φαίνεται όμως ότι, παρ’ όλες τις βρισιές και τις κατάρες, είχε συνηθίσει την φασαρία και τα πειράγματα των παιδιών, που την  βοηθούσαν να ξεχνά την μοναξιά της. Έτσι μια μέρα όταν τα παιδιά ήταν στο σχολείο, η Καλλίτσα που δεν είχε τι να κάνει και καθόταν μόνη της μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού της, λέει σε μια περαστική γειτόνισσα:

-Χαθήκαν και αυτά τα ρημόπαια, που ’πέρνα μια χαρά η ώρα μας!

Αεροπορικώς

Μεγάλο κομματάρχη θεωρούσε ο Νικολής τον εαυτό του στο χωριό, αλλά και πιο μεγάλο όταν ήρθε στην Αμερική. Δεν ανακατευόταν μόνο στα συλλογικά του χωριού του, αλλά και στων άλλων χωριών, στης ΚΕΠΑ και στης Ομοσπονδίας, χωρίς όμως οι άλλοι να του δίνουν σημασία. Ακόμη και υπερπόντια θεωρούσε την εκλογική του δύναμη και ανακατευόταν και στις δημαρχιακές εκλογές της Καρπάθου και με τα λόγια του έκανε τον κόσμο άνω κάτω.

Μια φορά που είχαν ανάψει τα εκλογικά πάθη στον Καρπαθιακό Σύλλογο του χωριού του, σήκωσε ακόμη πιο μεγάλο μπαϊράκι, και σε μια φιλική συγκέντρωση καυχιόταν και έλεγε:

-Αυτή τη φορά εμείς δεν χάνουμε τις εκλογές, θα πάω στην Βαλτιμόρη και στην Γουάσινγκτον να φέρω τρία λεωφορεία ψήφους.

Αν κι από την ίδια παράταξη, ο Κωνσταντής δεν τα βάσταξε και του λέει:

-Μα ας έπαιρνες κι ένα αεροπλάνο ψήφους του αδελφού σου στην Κάρπαθο, να έβγαινε δήμαρχος, που ’χασε τις εκλογές μες στο καλοπάτι.

Χάρισμα

Πριν από αρκετά χρόνια στο Άλι του Απερίου, που βρίσκεται κοντά στον Χα, είχε το μιτάτο του ο (Γ)εργάκης, ένας από τους πιο μεγάλους τσοπαναρέους της Καρπάθου. Καλή ή κακή χρονιά υπήρχαν πάντοτε γνήσιος καρπάθικος βούτυρος, σιτάκα, δρίλλα, μανούλια και μεροτύρια για όσους ήθελαν να τα ακριβοπληρώσουν. Οι τιμές που ζητούσε ο (Γ)εργάκης ήταν οι ψηλότερες όλων των άλλων βοσκών.

Ένα καλοκαίρι, μια από τις χειρότερες «κακοχρονιές» της Καρπάθου, ήρθε από την Αμερική ο μοναχογιός της Μαρούκλας, κι’ η μάνα του πήρε βόλτα όλες τις μάντρες για να αγοράσει καμιά οκά βούτυρο, να του φτιάξει μια τσανάκα μακαρούνες με μπόλικο Καρπάθικο βούτυρο, που τις είχε πεθυμήσει ο γιός της.

Πουθενά όμως δεν κατάφερε να βρει τον βούτυρο που ζητούσε, κι’ έτσι τελικά έφτασε και στου (Γ)εργάκη το μιτάτο στο Άλι.

Ο (Γ)εργάκης, που ήξερε πόσο σφικτή ήταν η Μαρούκλα, που μπορούσε να πάει περπατητά μέχρι την Όλυμπο για να κερδίσει ένα φράγκο, μόλις τον ρώτησε αν έχει βούτυρο της είπε:

-Έχω, αμμέ το γίω τρακόσια φράγκα.

-Αμμέ τρακόσια φράγκα τέπελα μαθές θέλεις εσύ, του λέει η Μαρούκλα, που ο εξάερφος σου ο Μανωλής στο Πλατύολο το γίει διακόσια;

Κι’ ο (Γ)εργάκης, που ήξερε πως κανένας άλλος βοσκός δεν είχε βούτυρο, της λέει:

-Και γιατί μαθές δεν πήγαινες να τον αγοράσεις από του Μανωλή;

Και η Μαρούκλα με ειλικρίνεια και μισοκακομοιριά του λέει:

-Επήγα, αλλά δεν έχει.

Παίρνοντας τότε ο (Γ)εργάκης το φιλοσοφικό ύφος που τον διέκρινε της απαντά:

-Κι εγώ, κακομοίρα Μαρούκλα, άμα δεν είχα βούτυρο, θα τον έδινα χάρισμα…

Η μια την άλλη πλακώνει

Δεν ήταν μαθές από τους προκομένους ο Χαζής, αμέ ’εν ήτο και σα το Μιχαλιό της Ερνιάς, που ’εν εδούλεψε μια σωστή μέρα απόστα ’πάτησε το πόι του στην Αμερική και όπως συμβούλευε: «Όταν σου έρθει η όρεξη για δουλειά ξάπλωσε να σου περάσει».

Αμ’ ’εν ήτο μαθές και σα το κουνιάδο του τον Νικολή, που δούλευγε έξι μέρες την εβδομάδα και κάθε Τετάρτη πούχε οφ (αργία) την δούλευγε στο εστιατόριο ενός Σπαρτιάτη στο Canal St.

Ας ήτο καλά ο πεθερός του που συντηρούσε τη φαμίλια του, που του την άφησε στη Κάρπαθο κι’ ήρτε να καζαντίσει στην Αμερική. Αμ’ ας ήτο καλά και ο κουνιάδος του, που τον άφησε να κοιμάται σε μια γωνιά στο δωμάτιο πού ’χε νοικιασμένο στο Brooklyn.

Ο Χαζής κάθε μέρα ήτο να φορέσει το μοναδικό του κουστούμι, να βάλει στη κεφαλή του τη ρεπούμπλικα, να πιάσει το μπαστούνι του και να πάει στου Μιχάλη του Ορφανού τον καφενέ στο Atlantic Ave. Ήτο να διαβάσει την «Ατλαντίδα» και να εξηγά στους κουρασμένους πελάτες του καφενείου, πού ’χαν πρηστεί τα χέρια τους να πλένουν πιάτα όλη την ημέρα, τα τελευταία νέα. Αλήθεια από πολιτικά ήξερε πιο πολλά κι’ από το πρόεδρο της Αμερικής εκείνης της εποχής, τον Roosevelt. Περίμενε ο Χαζής να σχολάσουν οι ταλαίπωροι για να τους φωτίσει με τη σοφία του.

Για να βγάζει τα έξοδά του ο Χαζής, δούλευε μια μέρα κάθε Κυριακή busboy (βοηθός σερβιτόρου) σε μια καφετέρια που ’το δίπλα από τo St. George Hotel στο Brooklyn. Κάθε Κυριακή, όταν σηκωνόταν ο Νικολής να πάει στη δουλειά, ’ξύπνα και τον ακαμάτη το γαμπρό του για να μη χάσει το μεροκάματο.

Συνηθισμένος ο Χαζής στο τεμπελιό δεν έλεγε να σηκωθεί και μια Κυριακή δεν τα βάσταξε και λέει:

-Ε τις άτιμες τις Κυριακές, η μια την άλλη πλακώνει!

Όχι κι ούλη την καστανιά

Πριν από αρκετά χρόνια, όταν σε κάθε χωριό της Καρπάθου υπήρχαν πολλοί παπάδες, δεν έμενε κανένα εξωκλήσι αλειτούργητο, όσο άσημο κι’ απόμερο κι ας ήταν κι’ αν ακόμη γιόρταζαν την ίδια μέρα κι άλλα εξωκλήσια στο ίδιο χωριό.

Του Αγίου Γεωργίου την ημέρα σε κάποιο χωριό της Καρπάθου, όπου υπήρχαν τρία εξωκλήσια αφιερωμένα στον Άη Γιώργη, ο κλήρος έπεσε στον παπά Ιγνάτιο να λειτουργήσει το πιο φτωχό και το πιο απόμερο απ’ όλα. Λογάριαζε βέβαια ο παπάς, πως αν όχι πολλοί, τουλάχιστον οι λίγοι γεωργοκτηνοτρόφοι της περιοχής θα αποτελούσαν το εκκλησίασμα του, αλλά προς μεγάλη του απογοήτευση μόλις έφτασε εκεί δεν βρήκε ψυχή να τον περιμένει.

Έβαλε το πετραχήλι του, βγήκε έξω και κτύπησε την καμπάνα, αλλά εκτός από την Φωτουλιά, που ο στάβλος της ήταν δίπλα ’που το εκκλησάκι και μόλις τον είδε παράτησε την καστανιά με το κριθάρι που τάιζε τις κότες της κι’ έτρεξε να του φιλήσει το χέρι, κανένας άλλος χριστιανός δεν φάνηκε.

Απογοητευμένος ο παπάς, που όπως πήγαινε το πράγμα θα λειτουργούσε αποκλειστικά για την Φωτουλιά, την ρώτησε τι απέγιναν οι γείτονοι της. Και εκείνη του απαντά:

-Ω! Εκείνοι, παπά μου, επήασι στο άλλο μοναστήρι, που θα ’χει τραπέζι και γλέντι.

Κι’ ο παπάς ξύνοντας τα γένια του της ξαναλέει:

-Και θαρρείς Φωτουλιά, πως είναι σωστό, να λειτουργήσω τον Άγιο – μεγάλη η Χάρη του – μόνο για λλόου σου;

-Τία να σου πω εγώ, παπά μου, του απαντά η Φωτουλιά, εγώ άμα γεμίσω την καστανιά μου κριθάρι και φωνάξω προυΐ-προυΐ και μια πούλλα να φανεί, την ταΐζω!

Ξεροκατάπιε ο παπάς από το παραβολικό νόημα της κουβέντας της Φωτουλιάς και χωρίς άλλη κουβέντα, μπήκε μέσα στο ιερό και έκαμε μια λειτουργία του καλού καιρού και τόσο μεγάλη και πλούσια που πήγε μεσημέρι να τελειώσει.

Η Φωτουλιά που περίμενε ανυπόμονα να τελειώσει η λειτουργία και να πάει στο άλλο μοναστήρι για να προλάβει το τραπέζι, άκουσε με μεγάλη ανακούφιση τον παπά να ψάλει το «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών» και μόλις τελείωσε η λειτουργία του λέει:

-Σου ’πα εγώ, παπά μου, πως (δ)εν αφήνω νηστική τη πούλλα αμά ’ναι μοναχή της, αμά (δ)εν της γίω να φάει ούλη την καστανιά και να σκάσει…

Πιο καλό γαμπρό

Όταν το 1965 άλλαξε ο μεταναστευτικός νόμος της Αμερικής, μαζί με τους πολλούς Καρπάθιους ήρθε και ο Γιάννης στην Αμερική, αλλά δεν ήταν άνθρωπος της δουλειάς. Δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί αυτό που λέγει μια Καρπάθικη παροιμία: «Ο Θεός να σε φυλάει από τον τεμπέλη άμα προκόψει».

Ο γιος του ήταν δουλευταράς και έπιασε δουλειά σ’ ένα εστιατόριο και η γυναίκα του σ’ ένα εργοστάσιο ραπτικής, που δούλευαν και άλλες Καρπαθιές. Η κόρη τους που ήταν μικρή και καλή μαθήτρια πήγαινε στο σχολείο, ο ίδιος κάπου ψευτοδούλευε.

Αλλά ο Γιάννης, ανακατευόταν στα συλλογικά και βγήκε και πρόεδρος στο Σύλλογο του χωριού και τα πήγαινε μια χαρά. Τηλεφωνούσε στους συγχωριανούς του από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της Αμερικής και πολλές φορές έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε να τους επισκεφτεί. Τα πήγε τόσο καλά που και η χοροεσπερίδα του Συλλόγου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία και το ταμείο του Συλλόγου γέμισε δολάρια.

Αλλά η γυναίκα του άρχισε να δυσανασχετεί και να διαμαρτύρεται που όλες οι οικονομίες τους πήγαιναν για τον Σύλλογο να κάνει τηλεφωνήματα και ταξίδια. Μια μέρα για να την καθησυχάσει της λέει:

-Τώρα που είμαι πρόεδρος, η κόρη μας θα πάρει πιο καλό γαμπρό!

Κάμε τα σιάς δέκα

Στο διάστημα της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα, μερικές γυναίκες από ένα χωριό της Καρπάθου κατεβήκαν στα Πηγάδια και πήγαν στο δικαστήριο να παρακολουθήσουν κάποια από τις δίκες που τους ενδιάφερε, σχολιάζοντας τους κατηγορουμένους και τους μάρτυρες. Το κουτσομπολιό διεξαγόταν σε υψηλό τόνο που ενοχλούσε την διαδικασία του δικαστηρίου.

Ο δικαστής κτυπά την κουδούνα του για ησυχία, αλλά αυτές τον χαβά τους. Τότε ο δικαστής διατάσσει τον Στέργο (δικαστικό κλητήρα την εποχή εκείνη) να επιβάλει την τάξη. Πράγματι ο Στέργος πηγαίνει και λέγει στις γυναίκες να κάμουν ησυχία. Προς στιγμή συμμορφώνονται με την υπόδειξη του Στέργου, αλλά μετά από λίγο ξαναρχίζουν την κουβέντα.

Για δεύτερη φορά ο δικαστής διατάσσει τον Στέργο να επιβάλει την τάξη. Αυτός πλησιάζει τις γυναίκες, σκύβει στο αυτί σε μια απ’ αυτές που έκανε τον πιο πολύ θόρυβο και της λέει:

-Κάνε ησυχία και μη μιλάς και όταν τελειώσει η δίκη θα σου δώσω πέντε φράγκα.

Χωρίς να χάσει καιρό εκείνη του απαντά:

-Κάμε τα σιάς δέκα!

Αντιφασιστικός αλλά και …

Αντίθετα με τους ομογενείς που ήρθαν από άλλες περιοχές της πατρίδας μας, οι Δωδεκανήσιοι της Αμερικής δεν ασχολήθηκαν με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα, επειδή είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στην Απελευθέρωση και Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα.

Υπήρξε όμως ένας Καρπάθιος που εμφορείτο από σοσιαλιστικές ιδέες και στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, με δυο τρεις άλλους ομοϊδεάτες του, διαμαρτυρόταν μπροστά στο Ελληνικό Προξενείο της Νέας Υόρκης κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης. Και πολλές φορές αρθρογραφούσε με το ψευδώνυμο «Μακρονησιώτης», κατοικούσε στο Long Island, αλλά δεν εννοούσε το νησί της κατοικίας του αλλά τον τόπο εξορίας των Ελλήνων κομουνιστών στα χρόνια του Εμφυλίου.

Και σε μια συνεδρίαση της ΚΕΠΑ πρότεινε στον τίτλο του Συλλόγου, μαζί με το «Φιλεκπαιδευτικός» και «Προοδευτικός» να μπει και «Αντιφασιστικός».

Όπως ήταν επόμενο, πολλοί αντέδρασαν και ο Νίκος, ένας απ’ αυτούς, αντιπρότεινε μαζί με το «Αντιφασιστικός» να μπει και «Αντικομουνιστικός», και αυτό ήταν το τέλος της πρότασης του «Μακρονησιώτη».

Το πρωτινό ψωμί

Επί Τουρκοκρατίας, μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα, πολλοί Καρπάθιοι πήγαιναν στην Μικρά Ασία, όπου δούλευαν στις οικοδομές. Έφευγαν από την Κάρπαθο αμέσως μετά το Πάσχα και γύριζαν το φθινόπωρο για να σπείρουν τα χωράφια τους. Οι περισσότεροι πήγαιναν στο Αϊδίνι.

Μια χρονιά ο Μάστρο-Μιχάλης, γνωστός τεχνίτης σ’ όλη την Κάρπαθο και στην Ανατολή, πήρε μαζί του για τσιράκι τον αμούστακο ακόμη ανεψιό του Νικολό, για να μάθει και αυτός την τέχνη και να γίνει ξακουστός μάστορας σαν τον μπάρμπα του. Δεν ήταν μόνο προκομένος ο Νικολός, αλλά ήτο κι’ έξυπνος. Έδειξε μεγάλη πρόοδο στην τέχνη και με τις οικονομίες του αγόρασε ένα χρυσό ρολόι με χρυσή καδένα.

Όταν ο Νικολός επέστρεψε στην Κάρπαθο έγινε το αντικείμενο θαυμασμού των άλλων νεαρών του χωριού, που δεν είχαν ξεμυτίσει από την Κάρπαθο. Έβλεπαν με θαυμασμό το ρολόι που φορούσε τις Κυριακές και αστραφτοκοπούσε στον ήλιο και έμεναν αποβλακωμένοι.

Ο Νικολός για να τους εντυπωσιάσει τους περιέγραφε τις εντυπώσεις του από την Τουρκία και ειδικά από την Σμύρνη, γεμάτες μπακλαβάδες, πατσάδες και χανουμάκια και καμιά φορά πετούσε και καμιά τούρκικη κουβέντα.

Ο φίλος του ο Κωσταντής, που τον έτρωγε η ζήλια, δεν χώνευε το ενδιαφέρον της παρέας που συγκέντρωνε ο ‘κοσμογυρισμένος’ Νικολός και τον ρωτά:

-Έμαθες, Νικολό, και τούρκικα;

-Αμέ, βέβαια! απαντά ο Νικολός.

-Και πως λένε το νερό;

-«Σου», του απαντά ο Νικολός.

-Και πως λένε το κρασί;

-«Σαράπ», του απαντά ο Νικολός.

-Και πως λένε τη πέτρα;

-«Τας», του απαντά ο Νικολός.

-Και πως λένε το κρέας.

-«Ετ», του απαντά ο Νικολός;

-Και πως λένε το ψωμί;

-«Εκμέκ», του απαντά ο Νικολός.

-Και πως λένε το φρέσκο ψωμί;

-«Ταζέ Εκμέκ», του απαντά ο Νικολός.

Θαύμαζε η παρέα τον τουρκομαθή Νικολό, αλλά ο Κωνσταντής δεν το έβαλε κάτω και τον ξαναρωτά.

-Και πως λένε το πρωτινό ψωμί;

Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε ο Νικολός, έξυσε την κεφαλή του για να … κατεβάσει τούρκικη σοφία, αλλά του κάκου.

Άρχισαν να απογοητεύονται και να ανησυχούν οι ‘θαυμαστές’ του με την χαιρεκακία του Κωνσταντή που, επί τέλους, θα ταπείνωνε τον πολύξερο Νικολό.

Αλλά ο Νικολός δεν το ’βαλε κάτω και προς μεγάλη ανακούφιση των θαυμαστών του επιτέλους απαντά.

-Εμείς (δ)ε το αφήναμε να πρωτινιάση…

Της νύχτας τα καμώματα

To 1974 η Καρπαθιακή Ομοσπονδία οργάνωσε Παγκαρπαθιακό Συνέδριο στην Αμερική για να συζητήσουν τα προβλήματα που απασχολούσαν την Κάρπαθο και την Καρπαθιακή παροικία. Το ενδιαφέρον και η συμμετοχή υπήρξαν εντυπωσιακά, αφού εκτός από την μητροπολιτική Νέα Υόρκη, το Pittsburgh, το Σικάγο και άλλες πόλεις της Αμερικής, ήρθαν και από τον Καναδά. Το Συνέδριο τίμησε με την παρουσία του ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη.

Πολλοί συμπατριώτες μας προετοιμαζόντουσαν εντατικά, γιατί ήταν το πρώτο Παγκαρπαθιακό Συνέδριο που θα γινόταν στην Αμερική μετά από αρκετά χρόνια. Πιο σοβαρά από όλους το πήρε ο νεοεκλεγείς και για πρώτη φορά Πρόεδρος ενός τοπικού συλλόγου. Σε μια συνεδρίαση της οργανωτικής επιτροπής πήρε τον λόγο και είπε ότι δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα για να ετοιμάσει την ομιλία του, και αν θέλαμε να μας την διαβάσει για να πούμε την γνώμη μας. Πράγματι την διάβασε και προτού προλάβει κάποιος άλλος να μιλήσει, πετάγεται ο θυμόσοφος της επιτροπής και αφού είπε πρώτα «με το συμπάθιο» συνέχισε:

-Όπως λέμε και στην Κάρπαθο, της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά!

Εσά γλή(γ)ορα εξέχασες;

Έξη χρόνια ήταν παντρεμένοι ο Μανώλης και η Κυρανιά. Μια χαρά περνούσαν, αλλά η Κυρανιά δεν έκανε παιδιά και πήραν την απόφαση να χωρίσουν, γιατί ο Μανώλης ήταν μοναχογιός κι ήθελε να αναστήσει τον πατέρα του που ’ταν από τους πρώτους του χωριού.

Μερικούς μήνες από τον χωρισμό τους παντρεύτηκε ο Μανώλης μια ξενοχωριανή και η Κυρανιά τον Μιχάλη που είχε πεθάνει η γυναίκα και του άφησε τρία μικρά παιδιά να τα φροντίζει.

Άμα γύρισε ο χρόνος κι’ ήρθε η γιορτή της Παναγία, πήγε ο Μανώλης με την γυναίκα του στο πανηγύρι του χωριού του, όπου συνάντησε την Κυρανιά και σύστησε ο ένας στον άλλο τον νέο σύντροφο της ζωής τους. Κάτσανε στην ίδια τάβλα στο τραπέζι της Παναγίας και στο γλέντι που ακολούθησε.

Αργά πιά όταν τελείωσε το γλέντι προσφέρθηκε ο Μιχάλης να τούς φιλοξενήσουν, έτσι ήταν το έθιμο στην Κάρπαθο, μιας και δεν υπήρχε μέσο να γυρίσουν στο χωριό τους. Άλλωστε το σπίτι της Κυρανιάς ήταν διαθέσιμο, επειδή έμεναν στο σπίτι της αείμνηστης πρώην συζύγου του Μιχάλη.

Δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα ο Μανώλης και αμέσως δέχθηκε την προσφορά, μετά από τόσο χρόνο θα του δινόταν η ευκαιρία να ξανακοιμηθεί στο παλιό του γιατάκι.

Τους ευχαρίστησε, αλλά μετά από τα καληνυχτίσματα κοντοστάθηκε για λίγο ο Μανώλης. Και τον ρωτά η Κυρανιά:

-Τι είναι μαθές, Μανώλη;

-Ξέχασες να μου δώσεις το κλειδί! της απαντά.

Και τότε η Κυρανιά του λέει:

-Εσά γρήγορα ξέχασες μαθές, Μανώλη; Εκειά, κάτω ’που την πέτρα που το βάζαμε είναι!

Ο δεύτερος λόγος

Οι Καρπάθιοι μετανάστες που ήρθαν στην Αμερική διακρίνονταν για την φιλεργία τους, οι πιο πολλοί δούλευαν επτά μέρες την εβδομάδα και 12 ώρες την ημέρα μέχρι να τα οικονομήσουν, να πάρουν την σύνταξη τους και να πάνε στην Κάρπαθο, ή να ανοίξουν δική τους επιχείρηση και να στρωθούν ακόμη πιο πολύ στην δουλειά.

Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις. Ο Κωνσταντής δεν ήρθε στην Αμερική για να καζαντίσει, και δεν έλεγε να κάτσει ο «πισινός» του σε μια δουλειά, τουλάχιστον για να μπορεί να συντηρήσει την οικογένεια του, που άφησε στην Κάρπαθο. Για τον Κωνσταντή ταίριαζε η Καρπάθικη μαντινάδα:

Εμένα το δρεπάνι μου, είναι στη γη θαμμένο,

οι πέρδικες και τα πουλιά ας φάνε το σπαρμένο.

Ήταν να πιάσει δουλειά σ’ ένα εστιατόριο, αλλά τις πιο πολλές φορές αργούσε να ξυπνήσει και πήγαινε αργά στη δουλειά, κι’ όταν καμιά φορά έφτανε, έπιανε την κουβέντα χωρίς να κάνει δουλειά. Και με την πληρωμή του πρώτου βδομαδιάτικου, έπαιρνε και το απολυτήριο. Ένας μήνας περνούσε μέχρι να ξαναποφασίσει και να βρει δουλειά, με τα ίδια αποτελέσματα.

Κάποτε ο Κωνσταντής, όπως ήταν αργόσχολος, πέρασε για βόλτα από το Diner που είχε στο New Jersey ο Γιώργης, ξάδελφος και συγχωριανός του. Πάνω στην συζήτηση που ακολούθησε, ο Γιώργης, που γνώριζε το ιστορικό του ξαδέλφου του και πόσο υπέφερε η οικογένεια του στην Κάρπαθο, του πρόσφερε δουλειά. Αλλά ο Κωνσταντής του απαντά πως δεν θέλει την δουλειά που του προσφέρει για δυο λόγους.

Και όταν ο Γιώργης τον ρωτά γιατί; Αυτός του απαντά ότι μετά από μια βδομάδα θα τον απέλυε και αυτός όπως και οι προηγούμενοι. Και όταν ο Γιώργης του λέγει ότι δεν πρόκειται να τον απολύσει ο Κωνσταντής του απαντά:

-Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος!

Αριστεροί στα μυαλά

Στα Πηγάδια της δικής μας εποχής, δηλαδή στην δεκαετία του 1950, ένας από τους πιο γνωστούς Πηγαδιώτες ήταν ο Λάζαρος Κοσμάς, που είχε το καφενείο κοντά στο λιμάνι και η περιφέρεια αυτή είναι ακόμη και σήμερα γνωστή ως του «Λαζάρου». Ήταν ιδεολόγος και θερμός πατριώτης με την πραγματική σημασία της λέξης. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής από τους νέους της εποχής γιατί ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο, ήταν η ψυχή του «Ποσειδώνα».

Δεν ήταν δημοφιλής μόνο στους ποδοσφαιριστές και στους φιλάθλους αλλά και στους φοιτητές της εποχής, αφού μ’ αυτούς μπορούσε να συζητήσει πολιτικά, ακόμη και φιλοσοφικά θέματα.

Με ορισμένους από τους φοιτητές που ήταν και ποδοσφαιριστές είχε ιδιαίτερο δεσμό, τον έβλεπες αργά το βράδυ, όταν αραίωνε η πελατεία, στο προαύλιο του καφενείου να συζητά μαζί τους.

Μαζί τους συζητούσε και την σύνθεση της ομάδας. Σε μια απ’ αυτές τις συζητήσεις διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ο κατάλληλος για ένα από τους αριστερούς κυνηγούς, και με τον Λάζαρο να σχολιάζει:

-Στα μυαλά έχουμε πολλούς αριστερούς, αλλά στα πόδια δεν υπάρχει κανένας!

Είμαι ουδέτερος

Γενικά, οι Καρπάθιοι της Αμερικής διακρίνονται για την γενναιοδωρία τους. Σχολεία, εκκλησίες, υγειονομεία, δρόμοι και τόσα άλλα έργα κοινής ωφελείας, που στολίζουν την Κάρπαθο, είναι έργα της γενναιοδωρία των συμπατριωτών μας μέσω των Καρπαθιακών Συλλόγων, όπως διαπίστωσα στις έξη δεκαετίες που είμαι αναμεμειγμένος στα συλλογικά της παροικίας μας.

Δεν ξεχνώ τον συμπατριώτη μας που σε μια έκκληση έστειλε 50.000 δολάρια για το ταμείο των υποτροφιών και μια χήρα που έστειλε 30 δολάρια από την σύνταξη που ήταν μόνο 100 δολάρια για το «Καρπάθικο Σπίτι». Αλλά σε όλους τους κανόνες υπάρχουν εξαιρέσεις, αυτοί, που όπως λέει μια Καρπάθικη παροιμία, «δεν δίνουν ούτε του αγγέλου τους νερό».

Εκείνη την εποχή με την έκδοση λαχειοφόρου ένας τοπικός Σύλλογος μπορούσε να μαζέψει μερικές χιλιάδες δολάρια, σεβαστό ποσό για κείνη την εποχή. Για ένα διάστημα είχα αναλάβει την αποστολή των λαχείων του «Ποσειδώνα». Έστελνα γύρω στα 200 γράμματα με λαχειοφόρα, όχι μόνο στους Πηγαδιώτες αλλά και σε πολλούς γνωστούς και φίλους μου και σχεδόν όλοι απαντούσαν αγοράζοντας ή διαθέτοντας τα λαχειοφόρα ή μέρος αυτών. Υπήρχαν και ορισμένοι, ευτυχώς ελάχιστοι, που αγνοούσαν την αποστολή και δεν απαντούσαν. Σ’ αυτούς έστελνα και δεύτερη επιστολή «παρακαλώντας» τους να αποστείλουν τα απούλητα λαχειοφόρα για να μπορώ να δώσω απολογισμό.

Μια χρονιά έστειλα λαχειοφόρα και στον μακρινό μου εξάδελφο Κώστα, που διακρινόταν για την τσιγγουνιά του. Δεν επρόκειτο να τα αγοράσει, αλλά δεν ήταν εύκολο να μην απαντήσει, γιατί θα ακολουθούσε το δεύτερο γράμμα. Οπότε μου τα επέστρεψε με το ακόλουθο σημείωμα: «Εγώ, εξάδελφε, είμαι ουδέτερος, δεν πήρα από την «Ομόνοια» και δεν μπορώ τώρα να πάρω από τον «Ποσειδώνα»!

Το Γιαννάκι! …

Σ’ ένα από τα λιβάδια της Καρπάθου ένας τσοπάνης που έβοσκε το κοπάδι του έχασε πέντε-έξη κατσίκες. Έψαχνε πάνω κάτω και επειδή δεν μπορούσε να τις βρει κατέφυγε στο εκκλησάκι του Άη Γιάννη που ήταν στην περιοχή να παρακαλέσει τον Άγιο να τον βοηθήσει. Πήγε, έκαμε τον σταυρό του και προσευχήθηκε και γονατιστός μπροστά στην εικόνα του Αγίου, τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να βρει τις κατσίκες του και του υποσχέθηκε πως θα χρυσώσει την εικόνα του. Έφυγε καθησυχασμένος με την ελπίδα, αλλά παρ’ όλα τα ψαξίματα δεν τις βρήκε πουθενά.

Μετά από δυο – τρεις μέρες ξαναγυρίζει στο εκκλησάκι και θυμωμένα απευθύνεται προς τον Άγιο:

-Άγιε μου, με ξέχασες. Αν δεν βρεθούν οι κατσίκες, θα ’ρθω και θα σπάσω την εικόνα σου.

Εκείνη την ώρα έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ιερό ο παπάς, χωρίς να τον πάρει είδηση ο βοσκός. Άκουσε την απειλή του βοσκού και μόλις έφυγε, για καλό και για κακό, έβγαλε την μεγάλη εικόνα του Αγίου, και στην θέση της έβαλε μια μικρή, που υπήρχε μέσα στο ιερό.

Μετά από δυο μέρες ξαναγυρίζει ο βοσκός και μόλις βλέπει την μικρή εικόνα απευθυνόμενος προς αυτήν λέει:

-Γιαννάκι! Πού ’ναι ο πατέρας σου;

Ας δουλέψουμε ακόμα

Είναι γνωστή η εργατικότητα των Καρπαθίων της Αμερικής που προσπαθούσαν και να την μεταδώσουν στα παιδιά τους. Πολλές φορές, όταν πήγαινες σε κάποιο Καρπάθικο Diner στο New Jersey, έβλεπες τα παιδιά των ιδιοκτητών τους να δουλεύουν από μικρά δίπλα στον πατέρα τους, και αργότερα όσα απ’ αυτά σπούδαζαν σε πανεπιστήμια περνούσαν τις διακοπές τους δουλεύοντας. Ορισμένοι μάλιστα έστελναν τα παιδιά τους να δουλεύουν σε ξένα Diners ή σε άλλες επιχειρήσεις για να μάθουν να δουλεύουν κάτω από αντικειμενικές συνθήκες. Ένας Καρπάθιος έστειλε τον 15χρονο γιό του να δουλεύει τα Σαββατοκύριακα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο επειδή ο ιδιοκτήτης ήταν Γερμανός και πολύ αυστηρός, έβαζε και το ρολόι του σπιτιού 15 λεπτά μπροστά, για να μη αργήσει ο γιος του να πάει στην δουλειά.

Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Ορισμένοι, επειδή εργάστηκαν σκληρά, ήθελαν να εξασφαλίσουν πιο εύκολη ζωή για τα παιδιά τους.

Ένας Καρπάθιος που κάποτε είχε Diner στο New Jersey και ήταν συνταξιούχος, πήγε να επισκεφτεί τον Γιάννη που είχε κι’ αυτός Diner στην Pennsylvania. Και όταν έφτασε βλέπει τον Γιάννη, που είχε περάσει τα 70 και είχε πάρει την σύνταξη, μπηγμένο στην δουλειά. Και όταν τον ρώτησε γιατί ακόμα δουλεύει, του απάντησε:

-Τόσα χρόνια δουλέψαμε για να κάμουμε τεμπέληδες τα παιδιά μας, ας δουλέψουμε ακόμα να κάμουμε τεμπέλικα και τα εγγόνια μας!

Η μύγα φταίει

Κάθε φορά που η Μαριγούλα ήθελε να πάει μέσα στα Πηγάδια να ψωνίσει, άφηνε τα μωρά της στο κρεβατάκι τους και τον πεντάχρονο Ηλία να τα προσέχει. Ήταν ζωηρό παιδί και έκανε τον κόσμο άνω κάτω, αλλά και ετοιμόλογο.

Μια απ’ αυτές τις μέρες, μόλις επέστρεψε η Μαριγούλα από τα ψώνια, βλέπει σπασμένο τον πυθιακό που ήταν πάνω στον σοφά και ρώτησε τον Ηλία ποιος τον έσπασε.

-Ο γάτης, απαντά ο Ηλίας, χωρίς να χάσει καιρό.

-Με τι γύρευε ο γάτης μέσα στο πυθιακό που ήταν άδειος; Δεν είχε μέσα ούτε τυρί, ούτε τίποτε άλλο για να θέλει να το φάει, λέει η Μαριγούλα.

Για να της απαντήσει ο Ηλίας:

-Ο γάτης κυνηγούσε μια μύγα που είχε μπει μέσα στο σπίτι και η μύγα μπήγε μέσα στον πυθιακό, όπου προσπάθησε να μπει και ο γάτης!

Ο πατέρας σού ’το

Αρχισερβιτόρος έγινε ο Μήνος (Μηνακός) σ’ ένα από τα καλλίτερα ξενοδοχεία στο Manhattan της Νέας Υόρκης και σαν παπαδοπαίδι που ήταν καμάρωνε με την στολή του αρχισερβιτόρου με τα μπόλικα χρυσά γαλόνια και σιρίτια σαν να ήταν μητροπολίτης. Είχε τα μέσα και βοηθούσε πολλούς συγχωριανούς του και άλλους Καρπάθιους, που θέλαν να βρουν δουλειά, από πιατάδες μέχρι μάγειροι και από busboys (βοηθοί) μέχρι σερβιτόροι.

Ο μόνος που δεν καταδέχθηκε ποτέ να του ζητήσει δουλειά και δεν του έδειχνε τον σεβασμό και την εκτίμηση που του δείχνανε οι άλλοι Καρπάθιοι, ήταν ο συγχωριανός του ο Μάικ (Μιχαλιός). Κι αυτό το ’χε μέσα του ο Μήνος.

Έτσι, όταν βρέθηκαν στην ίδια παρέα στο Καρπάθικο καφενείο στο Brooklyn και ο Μάικ είπε κάποια υπερβολή, πετάχτηκε ο Μήνος και του λέει:

-Λωλός παπάς σε βάφτισε, Μιχαλιέ!

Για να του απαντήσει ο Μάικ:

-Ο πατέρας σού ’το!

T’ ήθελες να σε πω;

Παλαιότερα συνηθιζόταν στην Κάρπαθο πέντε-έξη γειτόνισσες να φέρνουν η κάθε μια την καρέκλα της και να μαζεύονται στο σοκάκι μπροστά σε μιας το σπίτι, για να συζητήσουν και να σχολιάσουν τα νέα της ημέρας. Αλλά και κάποτε-κάποτε δυο απ’ αυτές τις ίδιες γειτόνισσες, όταν τύχαινε να είχαν κάποια παρεξήγηση μεταξύ τους, βγαίναν στην εξώπορτα του σπιτιού τους, και μέσα από την αυλή άρχιζαν να λένε η μια τα παίνια της άλλης. Οι φρόνιμες μπαίναν μέσα στο σπίτι τους κι’ έκλειναν τον εξώπορτα, ενώ οι άλλες και τα παιδιά παρακολουθούσαν και διασκέδαζαν.

Περνούσε μια βδομάδα, και μετά από μερικές μέρες οι διαπληκτιζόμενες έφερναν τις καρέκλες τους για να ανταμώσουν τις άλλες γειτόνισσες. Η παθούσα ερχόταν ντροπαλή και συλλογισμένη, και μόλις την έβλεπε η άλλη ερχόταν και αυτή, κάθιζε δίπλα τη και άρχισε την κουβέντα σαν να μη συνέβαινε τίποτε.

Σε μια στιγμή γυρίζει η παθούσα και της λέει:

-Να σε συγχωρήσω για όλα αυτά που μου έψαλλες, αλλά να με πεις και πουτάνα;

Και άλλη χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της της απαντά:

-Και αφού τσακωθήκαμε, τ’ ήθελες να σε πω, Παναγία;

Για το αφεντικό

Μια καλοκαιριάτικη μέρα, πέντε νεαροί Καρπάθιοι επιστρέφοντας από το μπάνιο σταμάτησαν σ’ ένα Καρπάθικο Diner στο New Jersey για να γευματίσουν. Έκατσαν σε μια γωνιά και περιμένοντας την σερβιτόρα να πάρει την παραγγελία άρχισαν τα γέλια και τα πειράγματα, που έκαναν τους άλλους πελάτες να γυρίζουν και να τους κοιτούν παραξενευμένοι.

Πήρε είδηση ένας από τους ιδιοκτήτες που δούλευε στην κουζίνα, βγαίνει έξω και λέει στην σερβιτόρα με δυνατή φωνή για να τον ακούσουν:

-Πήγαινε να δεις τι θέλουν αυτά τα γαϊδούρια.

Και όταν πήγε η σερβιτόρα, ο επικεφαλής της παρέας της έδωσε την παραγγελία:

-Πέντε σαμάρια για μας και ένα τσουβάλι άχερα, από μέρους μας, για το αφεντικό.

Να πάω τώρα

Μέσα στα Πηγάδια, δίπλα στο σπίτι μας είχαμε ένα χωράφι με αρκετά ελαιόδεντρα, μερικές συκιές και 36 αμυγδαλιές. Μερικές ήταν αφράτες, υπήρχε και μια πικραμυγδαλιά, που χρησιμοποιούσαν τα αμύγδαλα της για φάρμακο και για γλυκά του κουταλιού.

Το χωράφι ήταν εύκολα προσπελάσιμο από τον πάνω δρόμο, με τον οποίο συνόρευε, και τα διπλανά κτήματα. Εκτός από την πικραμυγδαλιά και από μερικές αμυγδαλιές, που ήταν κοντά στο σπίτι μας, από τις άλλες δεν προφταίναμε να μαζέψουμε αμύγδαλο. Ήταν το μόνο χωράφι μέσα στα Πηγάδια με τόσες αμυγδαλιές και έγινε ο στόχος όλων των παιδιών. Τα πιο πολλά αμύγδαλα δεν πρόφθαναν να μεστώσουν, τα έτρωγαν όταν ακόμη ήταν πράσινα.

Μια μέρα ήμουν στο πάνω λώρο του χωραφιού που συνόρευε με τον δρόμο, και ξαφνικά οι «κλέφτες» μ’ έπιασαν με τις πέτρες κι αναγκάστηκα να φύγω για να μπορέσουν να κάμουν ανενόχλητοι την «δουλειά» τους.

Στην γειτονιά μας έμενε ο επτάχρονος Ηλίας και μια μέρα, όταν συνάντησε τον αδελφό μου Γιάννη, που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος του, τον ρωτά:

-Τρώει η μάνα σου τους λαγούς;

-Βέβαια και τους τρώει, του απαντά ο Γιάννης.

Και συνεχίζει ο Ηλίας:

– Τρώει και τις πέρδικες;

-Τρώει τες και κείνες, του απαντά ο Γιάννης.

Για να ολοκληρώσει ο Ηλίας:

-Ο πάππους μου έχει μια μεγάλη τουφέκα και όταν πάει στο κυνήγι θα φέρει λαγούς και πέρδικες να τις δώσεις της μάνας σου. Να πάω τώρα να κόψω μερικά αμύγδαλα;

Βρε, το άτιμο

Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισε η Κατερίνα να έρθει στην Αμερική να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της και τους άλλους συγγενείς της. Ετοίμασε τα πράγματά της και τα έβαλε όλα σε μια βαλίτσα.

Δεν πήρε πολλά πράγματα μαζί της γιατί ήθελε να ταξιδεύει ελαφριά και στην Αμερική θα έβρισκε να αγοράσει ότι ήθελε. Πήρε όμως μαζί της ένα μικρό ραδιόφωνο που είχε. Δεν μπορούσε να το αποχωριστεί, γιατί στην Κάρπαθο μ’ αυτό περνούσε την μοναξιά της ακούγοντας μουσική και τραγούδια.

Την άλλη μέρα που ήρθε στην Αμερική έβαλε το ραδιόφωνο για να ακούσει κανένα τραγούδι και να θυμηθεί την Ελλάδα και την Κάρπαθο. Αλλά αυτό άρχισε να μιλάει αγγλικά και με μεγάλο θαυμασμό λέει η Κατερίνα στον γιό της:

-Βρε το άτιμο, ακόμα δεν ήρθε και έμαθε κιόλας να μιλά αμερικάνικα!

Της ίδιας μάρκας

Όταν τελείωσε ο πόλεμος η UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) έστειλε στην Κάρπαθο, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, ρούχα, παπούτσια, αλεύρι, ζάχαρη και άλλα τρόφιμα δωρεάν. Η ζάχαρη και μερικές φορές το αλεύρι ήταν μέσα σε τσουβάλια φτιαγμένα από κάμποτο. Μια και υπήρχε έλλειψη από υφάσματα ο κόσμος χρησιμοποιούσε τα τσουβάλια για να φτιάχνει ρούχα. Επειδή τα τσουβάλια είχαν πάνω γράμματα, που δεν έσβηνα με κανένα τρόπο, χρησιμοποιούνταν πιο πολύ για εσώρουχα ακόμη και από «καθώς πρέπει» ανθρώπους.

Κάποτε ένας από τους «καθώς πρέπει» κατωχωρίτης πήγε στο πανηγύρι της Παναγίας της Βρυσιανής στο Μεσοχώρι και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του συντέχνου του.

Δεν ξέρω πως τα κατάφερε και βράχηκε το παντελόνι του μοναδικού του κουστουμιού. Το έδωσε να του το σιδερώσουν και έτσι αναγκαστικά έμεινε με το σώβρακο. Όταν τον είδε σ’ αυτή την κατάσταση ο σύντεχνος του και διάβασε πάνω στο σώβρακο την επιγραφή «FOOD FOR FREEDOM», δεν έχασε την ευκαιρία και του λέγει:

-Βλέπω, σύντεχνε, πως και συ της ίδιας μάρκας σώβρακο φορείς.

Από μέσα μου

Δεν έφτανε που η Σεβαστή ήτο κουτσή και αλλήθωρη, αλλά της έβγαλαν και λόγια πως είχε αγαπητικό τον Νικήτα, τον πιο λεβέντη και κανακάρη του χωριού. Όχι για να την συκοφαντήσουν, αλλά για να πειράξουν τον άντρα της τον Μιχάλη, που δεν έπαιρνε και πολλές στροφές ο νους του.

Σιγά-σιγά και με υπονοούμενα έφτασε το μαντάτο και στ’ αυτιά του «κερατά». Άναψε από θυμό ο Μιχάλης, έτοιμος να κάμει φονικό.

Και μετά από μερικές μέρες, όταν το πειρακτήρι ρώτησε τον Μιχάλη εάν έπιασε τον Νικήτα, αυτός του λέει:

-Είπα του εγώ!

Και όταν το πειρακτήρι τον ξαναρωτά:

-Και εκείνος τι σου (εί)πε;

Ο Μιχάλης απαντά:

-Από μέσα μου τα (εί)πα!

Εβγάλαν … και βάλαν …

Από τότε που καταργήθηκε η Βασιλευομένη δημοκρατία έγιναν ορισμένες αλλαγές και στην Θεία Λειτουργία και εξαλείφθηκε το ‘Πολυχρόνιον’ για τον Βασιλιά. Και όταν ήρθε στην αρχή το ΠΑΣΟΚ, εξαλείφθηκε κάθε αναφορά στην λέξη βασιλιάς, που είχε καθιερωθεί από την βυζαντινή εποχή, όπως «τοις βασιλεύσι» έγινε «τοις ευσεβεύσι».

Μάλιστα, σε μια ιεροτελεστία δημιουργήθηκε επεισόδιο από ένα βουλευτή, όταν εκ παραδρομής είπε ο παπάς «τοις βασιλεύσι» αντί «τοις ευσεβεύσι».

Έγινε βέβαια μεγάλο σούσουρο για την αντίδραση του βουλευτή και σε μια από τις επόμενες λειτουργίες, μια γριά, που δεν άκουγε καλά, όταν άκουσε τον παπά να λέει ‘Πάντων και Πασών’ γύρισε και είπε στην διπλανή της:

-Εβγάλαν τον Βασιλιά και βάλαν το ΠΑΣΟΚ.

Μα καταλαβαίνει;

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στη Θεία Λειτουργία είναι ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκκλησία στην Αμερική. Υπάρχουν ομογενείς που γνωρίζουν μόνο ελληνικά, άλλοι μόνο αγγλικά και άλλοι που ξέρουν ή κάπως γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες.

Είναι δύσκολο να βρεθεί ένας γενικός κανόνας που να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες και τις επιθυμίες των πιστών. Γι’ αυτό, κάθε κοινότητα είναι ελεύθερη να λύσει το πρόβλημα, σύμφωνα με το στάδιο αμερικανοποίησης των μελών της. Αντίστοιχα, πολλοί πιστοί προτιμούν την εκκλησία που χρησιμοποιεί την κατάλληλη γι’ αυτούς γλώσσα. Υπάρχουν εκκλησίες που χρησιμοποιούν μόνον την ελληνική γλώσσα, άλλες μόνον την αγγλική, και άλλες και τις δυο γλώσσες. Κάποτε μια μισό-αμερικανοποιημένη συμπατριώτισσά μας προτιμούσε την εκκλησία που ήταν στην γειτονιά της, αλλά χρησιμοποιούσε μόνο την αγγλική γλώσσα. Μαζί της έμεινε και η νεοφερμένη από την Κάρπαθο μάνα της, που δεν ήξερε λέξη αγγλικά και μόλις πριν δέκα μήνες έμεινε χχήρα.

Όταν λοιπόν ήταν να χρονίσει ο αείμνηστος σύζυγος της, η κόρη της κανόνισε να γίνει το μνημόσυνο σ’ αυτή την εκκλησία.

Την ημέρα του μνημόσυνου πήγαν στην εκκλησία και σαν τελείωσε η ακολουθία και μοίρασε ο παπάς το αντίδωρο, πηγαίνει η μάνα και του λέει:

-Παπά μου, ξέχασες να κάμεις το μνημόσυνο.

-Όχι, λέει ο παπάς, μόλις πριν απολύσω το έκαμα.

-Παπά μου, του απαντά η μάνα, θα με τρελάνεις; Την ακολουθία του μνημόσυνου την ξέρω απ’ έξω και δεν σε άκουσα να πεις ούτε το ‘αιωνία η μνήμη’.

-Ω, της λέει ο παπάς, το έκαμα στα αγγλικά.

Χάνοντας η γυναίκα την υπομονή της και όλο νεύρα του λέει:

-Ε, μου λες παπά μου, καταλαβαίνει ο Θεός αγγλικά;

Δεν μπόρεσε να ησυχάσει η γυναίκα που έμεινε ο άντρας της αμνημόνευτος και την επομένη Κυριακή κανόνισε η κόρη της να ξαναγίνει το μνημόσυνο σε εκκλησία που γινόταν η λειτουργία μόνο στα ελληνικά για καταλαβαίνει η γυναίκα και το εκκλησίασμα, ακόμη και ο Μεγαλοδύναμος Θεός.

Ήβγε όξω

Κάποτε σ’ ένα χωριό της Καρπάθου η εκλογή δημάρχου κρίθηκε με διαφορά μιας ψήφου. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι οπαδοί της νικήτριας παράταξης συγκεντρώθηκαν στο πάνω καφενείο του χωριού για να γλεντήσουν την νίκη τους. Στο κάτω καφενείο συγκεντρώθηκαν οι οπαδοί της χαμένης παράταξης για να κλάψουν κι αυτοί την ήττα τους.

Ο Μιχάλης, που ήταν μια σταλιά άνθρωπος, πήγε και αυτός όλο χαρά στο πάνω καφενείο για να διασκεδάσει, μια και η ψήφος του έδωσε την νίκη. Όμως τα πρωτοπαλίκαρα του νεοεκλεγέντος δημάρχου τον έδιωξαν κακήν-κακώς γιατί νόμιζαν ότι τους κορόιδεψε και δεν τους ψήφισε. Άδικα πήγαν οι διαμαρτυρίες, οι όρκοι και τα παρακάλια του, αυτοί έμειναν ανένδοτοι.

Στην πραγματικότητα, κάποιος άλλος τους είχε γελάσει. Ο ένοχος, στρογγυλοκαθήμενος με τους νικητές διασκέδαζε, ενώ ο άτυχος Μιχάλης έμεινε έξω του νυμφώνα.

Αφού δεν τον ’θέλαν οι νικητές, σκέφθηκε τουλάχιστον να πάει με τους χαμένους, κι αντί να πιεί γλυκό κρασί ας πιεί πικρό καφέ.

Βάζει το κεφάλι κάτω και παίρνει τον κατήφορο για το καφενείο των χαμένων. Μόλις δειλά και ντροπαλά μπήκε στο καφενείο, οι χαμένοι άρχισαν να τον σκυλοβρίζουν, και με το δίκιο τους, που για την ψήφο του έχασαν την νίκη.

Τώρα ο κακομοίρης δεν είχε πού να πάει. Τράβηξε για το σπίτι του, πήρε την λύρα του και ανέβηκε σ’ ένα μικρό ύψωμα απέναντι από το χωριό. Εκεί έπαιξε την λύρα του και όλο παράπονο τραγούδησε:

Πάω στους πάνω διώχνουν με, οι κάτω λένε όξω,

Όλων εμπήκε στο κουτί, μ’ εμένα ήβγε όξω.

Ένας τρελός και δέκα γνωστικοί

Στο πέρασμα, του πάνω από ένα αιώνα συλλογικής δράσης των Δωδεκανησιακών συλλόγων στην Αμερική, έμειναν δεκάδες τόμοι λευκωμάτων, δελτίων, εφημερίδων και περιοδικών. Μέσα σ’ αυτά υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για την Δωδεκανησιακή παροικία της Αμερικής που μέχρι σήμερα αξιοποίησαν και θα συνεχίζουν να αξιοποιούν οι ιστορικοί του μέλλοντος.

Ως επί το πλείστο, την σύνταξη αυτών των εντύπων αναλάμβανε κάποιος που διέθετε τα σχετικά προσόντα με δυο τρεις συνεργάτες του, με παρόμοιες ικανότητες. Σε σπάνιες περιπτώσεις, υπήρχαν ορισμένοι αδαείς αλλά παντογνώστες, ακόμη και αξιωματούχοι του ΔΣ που κατέκριναν την συντακτική επιτροπή.

Σε μια τέτοια περίπτωση το ΔΣ ανάγκασε την συντακτική επιτροπή του περιοδικού του Συλλόγου να υποβάλει την παραίτηση της και όρισε άλλη επιτροπή της αρεσκείας της. Αλλά, το αποτέλεσμα που προέκυψε δεν ήταν αυτό που επιθυμούσε. Το περιεχόμενο του περιοδικού υποβαθμίστηκε και τελικά η έκδοση του σταμάτησε.

Στην δύσκολη θέση που βρέθηκε το ΔΣ έναντι των μελών του συλλόγου και των αναγνωστών του περιοδικού, επανήλθε στον πρώην συντάκτη και του ζήτησε να αναλάβει ξανά την σύνταξη του περιοδικού, που τους έδωσε την απάντηση:

-Μια παλιά Καρπάθικη παροιμία λέγει: «Ένας τρελός έριξε μια πέτρα στη θάλασσα και δέκα γνωστικοί βουτούνε για να την βγάλουν». Τώρα εσείς οι δέκα γνωστικοί ρίξατε τη πέτρα στη θάλασσα και θέλετε εμένα τον τρελό να βουτήξω να την βγάλω;…

Τερψηθέα

Τα πρώτα χρόνια της Καρπαθιακής μετανάστευσης στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Αττική, έμενε στην Καλλίπολη η Κυρανιά μια νεοφερμένη Καρπαθιά. Κάποιος την κατέβασε στο Πειραιά και όταν τελείωσε τα ψώνια της την πήρε κοντά στον Ηλεκτρικό Σταθμό που υπήρχε και σταθμός λεωφορείου για να πάρει το λεωφορείο για την Καλλίπολη.

Ξεκίνησε το λεωφορείο και σε κάθε στάση που σταματούσε ο εισπράκτορας φώναζε την στάση του λεωφορείου. Όταν σε μια στάση φώναξε Τερψηθέα κατέβηκε μια γυναίκα.

Και όταν το λεωφορείο έφτασε στην διασταύρωση της οδού Ηρακλέους, ο εισπράκτορας φώναζε Ηρακλέους και κατέβηκε ένας άνδρας. Το ίδιο συνέβη στη στάση Αντιγόνη που κατέβηκε μια γυναίκα.

Όταν το λεωφορείο έφτασε στην τελευταία στάση, η Κυρανιά ήταν ακόμη μέσα στο λεωφορείο και όταν την ρώτησε ο εισπράκτορας τι περιμένει για να κατέβει αυτή του απάντησε:

-Περίμενα να φωνάξεις το όνομα μου στη στάση που έπρεπε να κατέβω!…

Επί της Δικτατορίας

Στο διάστημα της επί ένα αιώνα Καρπαθιακής συλλογικής δράσης, δεκάδες σύλλογοι δημιουργήθηκαν και έδρασαν στην Αμερική, στους οποίους εκατοντάδες υπηρέτησαν ως πρόεδροι. Οι περισσότεροι ήταν περαστικοί και μετά από λίγο ξεχάστηκαν.

Υπήρξαν βέβαια και αυτοί που έδειξαν αξιόλογη δράση και για πολλά χρόνια έμειναν στην μνήμη των συμπατριωτών μας για το αξιόλογο έργο τους με την φράση «επί της προεδρίας του …».

Ένας από τους πιο αξιόλογους προέδρους στο σύλλογο του χωριού του ήταν και ο Νίκος Κ…ης. Αυτός δεν διακρινόταν μόνο για την δράση και το έργο του, αλλά και για την αυστηρότητα του. Όταν σε χοροεσπερίδα ή κάποια άλλη εκδήλωση του συλλόγου κάποιος παράπινε του έλεγε να σταματήσει να πίνει, και αν δεν συμμορφωνόταν διέτασσε κάποιο συγγενή του να τον πάρει και να φύγει.

Βέβαια το έργο του δεν ξεχάστηκε, αλλά όταν οι συγχωριανοί του αναφέροντα σ αυτόν έλεγαν: «Επί της Δικτατορίας του Νίκου του Κ…η».

Δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν …

Την εποχή που η οικονομία της Καρπάθου στηριζόταν στην καλλιέργεια της γης και στην κτηνοτροφία, οι Καρπάθιοι διακρίνονταν για την εργατικότητα τους.

Αυτοί που είχαν χωράφια σηκώνονταν με το χάραμα της αυγής να πάνε τον χειμώνα να τα σπείρουν και το καλοκαίρι να τα θερίσουν. Αυτοί που είχαν αμπέλια πήγαιναν να τα σκάψουν και να τα ποτίσουν, και αυτοί που είχαν σταφυλοάμπελα πήγαιναν να τα σκαλίσουν, κλαδέψουν και στην εποχή τους να μαζέψουν τα σταφύλια να κάμουν τις σταφίδες τους, να τα πατήσουν στο πατητήρι να βγάλουν το μούστο και απ’ αυτόν το κρασί, το ξύδι, το πετουμέζι, τη μεστοκοφτή και τόσα άλλα προϊόντα.

Αυτοί που είχαν λιόφυτα έπρεπε να τα σκάψουν και κλαδέψουν τα ελαιόδεντρα και στην εποχή τους να μαζέψουν τις ελιές να τις πάρουν στο αλεθουριό (ελαιοτριβείο) για να βγάλουν το λάδι.

Αυτοί που είχαν αιγοπρόβατα, έπρεπε και αυτοί να σηκωθούν από τα χαράματα να αρμέξουν κατσίκες και προβατίνες, να ξεμαντρίσουν το κοπάδι για να το βοσκίσουν και με το σκοτείνιασμα να το μαντρίσουν. Έπρεπε επίσης να τυροκομήσουν το γάλα τους, να βγάλουν την δρίλα από το γάλα και απ’ αυτήν τον  βούτυρο και σιτάκα. Στην δε κατάλληλη εποχή του χρόνου έπρεπε να τα κουρέψουν και να μαζέψουν το μαλλί τους.

Μόνο στις μεγάλες γιορτές, στους γάμους, στα επτά των νεογέννητων και στις ονοματικές γιορτές βρίσκαν το καιρό να γιορτάσουν και να τραγουδήσουν.

Μετά που άρχισε η μετανάστευση των Καρπαθίων στην Αττική, η Σοφία που είχε μετακομίσει οικογενειακώς στην Καλλίπολη έφερε κοντά της τη μάνα της την Ερνιά να μένει μαζί της για να την φροντίζει καλλίτερα.

Η Σοφία είχε αγοράσει ένα ραδιόφωνο και το έβαζε να παίζει όταν έκανε τις δουλειές του σπιτιού της. Μια μέρα η Ερνιά δεν τα βάσταξε και λέει στην κόρη της:

-«Καλά; αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν παρά να τραγουδούν κάθε μέρα από το πρωί;».

Το ανέβασμα είναι Ζάπα …

Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου πρωτοστατούσε η Ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο και για αρκετούς αιώνες η Αλεξάνδρεια υπήρξε από τα μεγαλύτερα παγκόσμια κέντρα του Ελληνικού πολιτισμού. Ακόμη και μέχρι την δεκαετία του 1950, οι ομογενείς στην Αίγυπτο υπερέβαιναν τις 100,000, μεταξύ των οποίων και αρκετοί Δωδεκανήσιοι.

Στην Αίγυπτο κατοικούσαν οι απόγονοι των Κασιωτών που συμμετείχαν στην διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και άλλοι Δωδεκανήσιοι που ασχολούνταν με το εμπορείο, όπως οι Βενετοκλήδες από την Ρόδο, και με άλλα επαγγέλματα.

Στην Αίγυπτο ιδρύθηκε και δρούσε η «Δωδεκανησιακή Νεολαία Αιγύπτου» που μαζί με τις αδελφές Νεολαίες Αθηνών και Αμερικής αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου και Ενσωμάτωση της με την Ελλάδα. Υπήρχαν και άλλοι σύλλογοι από αρκετά νησιά της Δωδεκανήσου και αρκετοί Δωδεκανήσιοι της Αιγύπτου διέπρεψαν ως συγγραφείς και δημοσιογράφοι.

Πριν από μερικά χρόνια ένας Καρπάθιος από την Αμερική, θαυμαστής όχι μόνο του αρχαίου ελληνικού αλλά και του αιγυπτιακού πολιτισμού, πήγε στην Αίγυπτο να επισκεφτεί τις Αιγυπτιακές αρχαιότητες, και φτάνοντας στις πυραμίδες είδε αρκετούς Αιγύπτιους που με τις καμήλες τους έκαναν βόλτα τους επισκέπτες ένα γύρω από τις πυραμίδες. Ρώτησε ένα απ’ αυτούς πόσα στοιχίζει να τον πάρει και αυτόν μια βόλτα και ο Αιγύπτιο του απάντησε: «ζάπα». Μια και δεν επρόκειτο να του στοιχίσει τίποτε θέλησε και αυτός να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του παρουσιάζονταν.

Χρησιμοποιώντας μια σκάλα που είχε, ο Αιγύπτιος βοήθησε τον Νικήτα να ανέβει πάνω στην καμήλα και, όταν τελείωσε η διαδρομή, ο Νικήτας είπε στον Αιγύπτιο να βάλει την σκάλα για να κατέβει, αλλά αυτός του ζήτησε δέκα δολάρια. Οπότε ο Νικήτας τον ερωτά:

-Μα, δεν είπες ότι είναι ζάπα;

Για να του απαντήσει ο Αιγύπτιος:

-Ζαπα για να ανέβεις, όχι και για να κατέβεις!…

Και συ (έ)χεις δίκιο …

Την εποχή της Τουρκοκρατίας στην Κάρπαθο, η τοπική διοίκηση του νησιού βρισκόταν στα χέρια του Μουχτάρη (Δημάρχου) του κάθε χωριού και των άλλων τοπικών διοικητικών αρχόντων, που εκλέγονταν με καθολική ψηφοφορία των ανδρών. Μεταξύ των άλλων, στην δικαιοδοσία του Μουχτάρη ήταν και η επίλυση μικροδιαφορών που υπήρχαν μεταξύ των συγχωριανών του.

Κάποτε, σε ένα χωριό, δημιουργήθηκε πρόβλημα μεταξύ δύο συγχωριανών που είχαν δυο όμορα χωράφια για την ιδιοκτησία του μεσότοιχου που υπήρχε μεταξύ τους.

Πρώτος έρχεται ο Νικήτας και λέει στο Μουχτάρη ότι το χωράφι του βρίσκεται πιο ψηλά από το χωράφι του Δημητρού και ο μεσότοιχος, σύμφωνα με Καρπαθιακό έθιμο, του ανήκει γιατί στηρίζει το δικό του χωράφι. Ο Μουχτάρης του λέει πως έχει δίκιο και ο Νικήτας φεύγει ικανοποιημένος.

Μόλις έφυγε ο Νικήτας, έρχεται ο Δημητρός και λέγει στο Μουχτάρη, ότι ναι μεν ο τοίχος στηρίζει το χωράφι του Νικήτα, αλλά ο πάππους του Νικήτα δεν ήθελε να τον κτίσει και τον έκτισε ο δικός του πάππους για να εξασφαλίσει το χωράφι του, επειδή ο πάππους του Νικήτα είχε τη φήμη «κλεφτοχωραφά». Μάλιστα, σύμφωνα με το Καρπαθιακό έθιμο, ο πάππους του άφησε κατά διαστήματα στον τοίχο τα λεγόμενα «παραθυράκια» για να δείξει ότι ο τοίχος ανήκει στο κάτω κτήμα. Ο Μουχτάρης λέει και σ’ αυτόν πως έχει δίκιο και ο Δημητρός φεύγει ικανοποιημένος.

Παρών σε όλη αυτή την διαδικασία ήταν ο εγγονός του Μουχτάρη. Και μόλις έφυγε ο Δημητρός ρωτά τον πάππου:

-Μα πως είναι δυνατό, και οι δυο να έχουν δίκιο;

Για να του απαντήσει ο Μουχτάρης:

-Και συ (έ)χεις δίκιο …

It is accent, not accident …

Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Καρπάθιοι ερχόμενοι στην Αμερική ήταν το ζήτημα της γλώσσας. Αυτοί που δούλευαν στα ανθρακωρυχεία δεν είχαν πρόβλημα, γιατί όλη μέρα δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να σκάβουν και να βγάζουν κάρβουνο. Το ίδιο και αυτοί που δούλευαν στα χαλυβουργεία, που με μεγάλες μασιές έπιαναν τα πυρωμένα σίδερα.

Εκείνοι που δούλευαν στα εστιατόρια πιατάδες δεν είχαν ούτε και αυτοί πρόβλημα, γιατί όλη την ημέρα το μόνο που έκαναν ήταν να πλύνουν πιάτα. Κάποιο πρόβλημα είχαν οι short-order cooks (μισο-μάγειροι) που μετά από λίγες προσπάθειες τις περνούσαν. Εκείνοι που αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν αυτοί που ήταν επί της υποδοχής και δούλευαν και στο ταμείο. Αλλά πολλοί από αυτούς είχαν υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό και στο μεταξύ είχαν μάθει Αγγλικά.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα είχαν αυτοί που ήρθαν να σπουδάσουν. Εκείνη την εποχή στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν διδάσκονταν καμιά ξένη γλώσσα εκτός από Λατινικά, τρεις ώρες την εβδομάδα στις τέσσερις τελευταίες τάξεις. Δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να παρακολουθήσουν μαθήματα Αγγλικής για ξενόγλωσσους φοιτητές.

Ένας από αυτούς, που είχε γνωριστεί με μια νεαρή Αμερικανίδα, επεδίωκε με την βοήθειά της να βελτιώσει την αγγλική του προφορά. Γι αυτό την παρακαλούσε, κάθε φορά που έκανε κάποιο λάθος να τον διορθώνει. Αλλά αυτή, απέφευγε να τον διορθώνει για να μη τον προσβάλει.

Σε μια τέτοια περίπτωση, με κάπως υψωμένη την φωνή του της λέγει, γιατί, όταν προφέρει κάποια λέξη με εσφαλμένη προφορά, δεν τον διορθώνει.

Οπότε αυτή, με όλη την ευγένεια που την διέκρινε του λέει:

-It is accent, not accident … (είναι προφορά και όχι δυστύχημα …).

le andare και venire

Την εποχή της Τουρκοκρατίας και αργότερα, υπήρχαν ορισμένοι Καρπάθιοι, που η μόνη περιουσία που είχαν ήταν ένα μουλάρι και με αυτό προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν τα προς το ζήν. Την εποχή της σποράς ζευγάρωνάν το μουλάρι τους με κάποιου άλλου για να σπείρουν τα χωράφια των κανακάρηδων και την εποχή του θέρους το χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα. Την εποχή των ελιών με το ίδιο μουλάρι μετέφεραν τις ελιές από τα λιόφυτα και το χρησιμοποιούσαν στο άλεσμα των ελιών στα λιοτρίβια. Με το μουλάρι πήγαιναν στα δάση, έκοβαν ξύλα και τα πουλούσαν για καυσόξυλα. Πολλές φορές το χρησιμοποιούσαν για να κάνουν μεταφορές από το ένα χωριό στο άλλο και στα μετόχια, προσπαθώντας να βρίσκουν αγώγι στον πηγαιμό και στον ερχομό.

Την εποχή της Ιταλοκρατίας, όταν άρχισε η κατασκευή του αεροδρομίου στο Αφιάρτη, οι Ιταλοί χρειάστηκαν να μεταφέρουν ορισμένα πράγματα από τα Πηγάδια στον Αφιάρτη. Δεν είχε ακόμη τελειώσει ο αυτοκινητόδρομος και ο Ιταλός Maricielo, που είχε την έδρα του στα Πηγάδια, πλησίασε τον Παναγιώτη που είχε μουλάρι και έκανε τέτοιες μεταφορές, και συμφώνησαν στα 10 φράγκα.

Αλλά μετά την συμφωνία, ο Maricielo έμαθε ότι οι Ιταλοί είχαν στον Αφιάρτη και κάτι άλλα εφόδια που θέλαν να τα φέρουν στα Πηγάδια. Ξαναπλησίασε τον Παναγιώτη και του λέγει, μια και το μουλάρι θα επέστρεψε αξεφόρτωτο από τον Αφιάρτη, να μεταφέρει και αυτά τα εφόδια από τον Αφιάρτη στα Πηγάδια με τα ίδια 10 φράγκα.

Όμως ο Παναγιώτης, που γνώριζε τον κανονισμό που υπήρχε στην Κάρπαθο από την εποχή της Τουρκοκρατίας, του απαντά μισά Ιταλικά και μισά Ελληνικά:

-Segnore Maricielo, le andare και venire το μουλάρι φορτωμένο, 10 φράγκα δεν είναι poco? (Κύριε Maricielo, να πάει και να γυρίσει το μουλάρι φορτωμένο, δεν νομίζεις ότι τα 10 φράγκα είναι λίγα;).

Η βαλίτσα με το σκύλο …

Πριν από αρκετά χρόνια, στην πόλη της Νέας Υόρκης κατοικούσε μια Καρπαθιά, που είχε ένα σκύλο για συντροφιά και να φυλάει το διαμέρισμα όταν αυτή έλειπε. Βέβαια το σκυλί ήταν ακίνδυνο, αλλά όταν γαύγιζε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, οι τυχόν κλέφτες το νόμιζαν για λυκόσκυλο.

Κάποτε έτσι ξαφνικά το σκυλί ψόφησε. Δεν έφτανε η στενοχώρια της που έχασε το σκυλί, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει το ψοφισμένο σκυλί. Τηλεφώνησε στην κόρη της που έμενε στο New Jersey και αυτή την συμβούλευσε να το φέρει στο σπίτι της να το θάψουν σε μια γωνιά του κήπου της.

Έπιασε η γυναίκα μια παλιά βαλίτσα, έβαλε μέσα το ψοφισμένο σκυλί και πήγε στο Port Authority Bus Terminal για να πάρει το λεωφορείο για το New Jersey. Επειδή το λεωφορείο θα αργούσε να φύγει η γυναίκα έκατσε στην αίθουσα αναμονής.

Χρειάστηκε όμως να πάει στο μέρος και άφησε την βαλίτσα δίπλα στο κάθισμα που καθότανε. Όταν επέστρεψε η βαλίτσα είχε γίνει άφαντη.

Ένας από τους κλέφτες που περιφέρονταν μέσα στον σταθμό είδε την παρατημένη βαλίτσα, την άρπαξε και εξαφανίστηκε.

Ο γάρος ξέρει …

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η Κάρπαθος στο διάστημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το πρόβλημα του επισιτισμού. Επειδή δεν επαρκούσε η παραγωγή του νησιού, οι Ιταλοί προσπάθησαν να μετριάσουν το πρόβλημα με την Speza (διανομή τροφίμων με δελτίο). Η κατάσταση χειροτέρεψε στο διάστημα της Γερμανικής κατοχής που η διανομή τροφίμων με την Speza περιορίστηκε σε ένα – δυό κιλά αλεύρι το μήνα, όταν υπήρχε και αυτό.

Γι αυτό, όταν οι επτά πατριώτες πήγαν στην Αίγυπτο με την Imacolata ενημέρωσαν τους Άγγλους για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κάρπαθο, και αυτοί ερχόμενοι με το Terpsichore και Cleveland έφεραν 30 τόνους γαλέτες που μοίρασαν στους κατοίκους του νησιού.

Στην συνέχεια καθιέρωσαν το δελτίο. Κάθε μήνα ερχόταν το φορτηγό «Κορυτσά» από την Αλεξάνδρεια και έφερνε τρόφιμα, κυρίως αλεύρι, και έκαναν την διανομή. Τα τρόφιμα προέρχονταν δωρεάν από την Αμερική και οι Άγγλοι τα διέθεταν σε χαμηλή τιμή για να καλύψουν τα έξοδα μεταφοράς από την Αλεξάνδρεια και της διανομής στην Κάρπαθο.

Ορισμένες φορές, αντί για αλεύρι έφερναν σιτάρι και οι Καρπάθιοι έπρεπε να βρουν ανεμόμυλο ή νερόμυλο να το αλέσουν. Εκτός από τα Πηγάδια, τα άλλα χωριά δεν είχαν πρόβλημα. Οι Πηγαδιώτες προτιμούσαν να πάνε στην Αρκάσα που είχε αρκετούς νερόμυλους.

Επειδή η διαδρομή από τον αυτοκινητόδρομο ήταν γύρω στα 15 χιλιόμετρα, προτιμούσαν να πάρουν τον μονοπάτι που άρχιζε από του Παχούντη προς την Μύλη, περνούσε από την Βαθά, κάτω από την Παναγία των Μενετών και από τις Ρίξες, ανέβαινε στην Αγία Τριάδα, περνούσε από το Σταυρί, κατέβαινε στους Κατωγύρους και απ’ εκεί στην Αρκάσα.

Όταν έφταναν στην Αρκάσα άφηναν το άλεσμα σε ένα από τους νερόμυλους και για να μη περιμένουν πήγαιναν στο χωριό για να βρουν και αγοράσουν λαχανικά, και αν θα αργούσε το άλεσμα, πήγαιναν και στο Φοινίκι μήπως βρουν κανένα ψάρι.

Μια από εκείνες τις μέρες η μητέρα μου κανόνισε με μια γειτόνισσα να πάνε στην Αρκάσα, και επειδή δεν είχαν μέσο με έστειλε να πάω στης θείας Βαγγέλας, αδελφής του πάππου μου, να μας δανείσει το γαϊδούρι της, και να μη ξεχάσω να την ρωτήσω από πού περνά το μονοπάτι για την Αρκάσα.

Πήγα στη θεία Βαγγέλα, και, όπως μου είπε, την ρώτησα από πού περνά το μονοπάτι για την Αρκάσα, για να μου απαντήσει:

-Πάτε μέχρι του Παχούντη και από κει και πέρα ο γάρος ξέρει! …      

Και ποιος καταλαβαίνει …

Στο Manhattan της Νέας Υόρκης στο Down Town στο Canal Street υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο γνωστό ως «τα Εβραίικα», επειδή οι ιδιοκτήτες των εκεί καταστημάτων είναι κυρίως Εβραίοι. Τα καταστήματά τους είναι κλειστά τα Σάββατα και ανοίγουν τις Κυριακές, και επειδή τα άλλα καταστήματα της περιοχής είναι κλειστά, οι πελάτες εύκολα μπορούν να βρουν parking για τα αυτοκίνητά τους και πολλοί έρχονται από το New Jersey.

Γι αυτό τις Κυριακές, μετά την απόλυση της εκκλησίας, έβλεπες πολλές Καρπαθιές να περιφέρονται στο Canal Street και να αγοράζουν σε συμφέρουσες τιμές ή κάτι που δεν μπορούσαν να βρουν αλλού. Πολλές φορές επισκέπτονταν τα καταστήματα που διέθεταν λίρες και άλλα χρυσά νομίσματα, που ήθελαν να τα δωρίσουν σε αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια. Ακόμη και για να φτιάξουν την κολαΐνα της κόρης που θα παντρευόταν στην Κάρπαθο.

Μια Κυριακή μετά που τελείωσε η εκκλησία στο New Jersey, μια Καρπαθιά με τη μάνα της κατέβηκαν στο Canal Street για να ψωνίσουν. Η μάνα της είχε έρθει για επίσκεψη στην Αμερική και επιστρέφοντας στην Κάρπαθο ήθελε να αγοράσει ορισμένα πράγματα σε συμφέρουσα τιμή για την ίδια και για να τα δωρίσει στις φίλες της.

Σταμάτησε σε ένα μαγαζί που μεταξύ των άλλων πουλούσε ραδιόφωνα και είχε και ένα ραδιόφωνο που έπαιξε. Και όταν η κόρη πρότεινε στη μάνα της να της αγοράσει ένα από αυτά τα ραδιόφωνα, της απάντησε:

-Και ποιος θα το καταλαβαίνει κόρη μου …   

Από εκεί ψηλά …

Στο διάστημα της Αγγλοκρατίας στην Κάρπαθο, εκτός από τα στρατιωτικά θέματα οι Άγγλοι ενδιαφέρθηκαν και για τις πολιτικές υποθέσεις, όπως το επισιτιστικό, το υγειονομικό, το δικαστικό, το αστυνομικό και το εκπαιδευτικό. Την διεύθυνση των πολιτικών υποθέσεων ανάλαβε ο Αυστραλός λοχαγός Charles J. Bonnington με διερμηνέα τον Παράσχο Χριστοδούλου.

Ο Bonnington ήταν αυτός, που ανταποκρινόμενος σε αίτηση της Σχολικής Επιτροπής των Πηγαδιωτών Αμερικής, παραχώρησε το Κονάκι για να χρησιμοποιηθεί ως σχολικό κτίριο και φρόντισε να έρθουν ελληνικά σχολικά βιβλία από την Κύπρο.

Επίσης στην Κάρπαθο υπηρετούσε η Αυστραλίδα Mary Benxon, γνωστή με το μικρό της όνομα ως Miss Mary. Υπηρετούσε στον οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών UNRRA (United Nations Relief Rehabilitation Agency) και ασχολείτο με φιλανθρωπικά έργα. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη ρούχων και παπουτσιών, που ήρθε να επουλώσει η UNRRA με μεταχειρισμένα ρούχα και παπούτσια, προσφορά Αμερικανών.

Συνάμα, με χρήματα της UNRRA, ο Bonnington φρόντισε να εκτελεστούν ορισμένα αναπτυξιακά έργα για να δώσουν δουλειά στον ντόπιο πληθυσμό. Στην Αρκάσα φτιάχτηκε με τσιμέντο το αρδευτικό σύστημα, εξοικονομώντας μεγάλη ποσότητα νερού που χανόταν στο χωματένιο ρυάκι. Στα Πηγάδια άρχισε η κατασκευή νοσοκομείου, που δεν πρόφτασε να τελειώσει και αργότερα πάνω στα θεμέλια του κτίστηκε το σημερινό δημοτικό σχολείο στο Νιοχώρι.

Στα υπόλοιπα χωριά οι Άγγλοι έκαναν έργα μικρότερης σημασίας. Με ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο ο Bonnington με την Miss Mary και τον Παράσχο επισκέπτονταν τα χωριά της νοτίου Καρπάθου για να μάθουν ποιες ήταν οι ανάγκες τους.

Σε ένα απ’ αυτά τα χωριά, «όνομα και μη χωριό», ρώτησαν τον δήμαρχο ποιο ήταν το πιο αναγκαίο έργο για το χωριό του, και αυτός ζήτησε να φτιάξουν το καμπαναριό της εκκλησίας, για να ακολουθήσει το σχόλιο της Miss Mary:

-Πράγματι χρειάζεται το καμπαναριό… Απ’ εκεί ψηλά θα μπορεί να βλέπει τα προβλήματα του χωριού.

Ας μιλήσουν και οι άλλοι …

Στον πάνω από ένα αιώνα δράσης των Καρπαθιακών συλλόγων στην Αμερική πολλά έργα έχουν να επιδείξουν στην Κάρπαθο και στην Αμερική. Στην Κάρπαθο έκτισαν σχολεία και εκκλησίες, άνοιξαν δρόμους, έκτισαν υγειονομικό σταθμό, δημιούργησαν αθλητικά γήπεδα και τόσα άλλα έργα.

Στην Αμερική δημιούργησαν το «Καρπάθικο Σπίτι» στο Union NJ, ένα από τα πιο αξιόλογα ομογενειακά πολιτιστικά κέντρα στην Αμερική, και άλλα τέσσερα στο Pittsburgh PA, Brooklyn NY, Jamaica NY και Wellford SC. Επίσης για μισό αιώνα προσφέρουν υποτροφίες στην σπουδάζουσα νεολαία και δίνουν το παρόν και συμβάλλουν οικονομικά στην πραγματοποίηση εθνικών σκοπών.

Για κάθε ένα από αυτά χρειάστηκαν αρκετές χιλιάδες δολάρια που αναλαμβάνουν να συγκεντρώσουν τα εκάστοτε Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων και οι διοριζόμενες επιτροπές. Όπως έχει καθιερωθεί, προτού αρχίσει το ΔΣ και η Επιτροπή για την συγκέντρωση των απαιτούμενων χρημάτων και για να δείξουν το καλό παράδειγμα, πρώτα ο πρόεδρος και στην συνέχεια τα μέλη, καταβάλλουν την εισφορά τους, όσο πιο γενναιόδωρη.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που συχνάζουν στα καφενεία και κατεβάζουν ιδέες για έργα που πρέπει να γίνουν και αγνοούν οι διοικούντες τους συλλόγους. Κάποτε ένας απ’ αυτούς ήρθε και στην Γενική Συνέλευση για να εκθέσει τις περίλαμπρες ιδέες του.

Ο πρόεδρος τον άφησε να μιλήσει όσο ήθελε και όταν τελείωσε, αφού τον συνεχάρη, είπε ότι για την πραγματοποίηση όλων αυτών των φαεινών ιδεών πρέπει να ορίσουμε Επιτροπή και πρώτα τον πρόεδρο της, που θα τις πραγματοποιήσει.

Και ενώ ο πρόεδρος είχε το βλέμμα στραμμένο προς αυτόν, όπως και τα άλλα μέλη του συλλόγου, αυτός απάντησε:

-Εγώ μίλησα, τώρα ας μιλήσουν και οι άλλοι! …

Λέου και για μένα! …

Από τα παλιά, η Κάρπαθος είναι γνωστή για τις εύστροφες μαντινάδες της, και πολλοί λαογράφοι έχουν ασχοληθεί μαζί τους, που τις θεωρούν συνέχεια της Ομηρικής εποχής. Διακρίνονται για την ευστροφία τους και το φιλοσοφικό πνεύμα του απλού λαού, που βγαίνει από την εμπειρία της ζωής του. Πολλές φορές βλέπουμε παρέες να συζητούν και να αναλύουν την σημασία και το νόημα αυτών των μαντινάδων με αποτέλεσμα να μένουν ζωντανές στην λαϊκή μνήμη. Μαζί με τις φημισμένες μαντινάδες, η λαϊκή παράδοση έχει διασώσει και τα ονόματα των συντακτών τους, των λεγόμενων μαντιναδόρων.

Κάποτε σε μια τέτοια παρέα συμμετείχε και ένας «μαντιναδόρος», και όπως προχωρούσε η συζήτηση πήρε και αυτός το λόγο, και μεταξύ των άλλων είπε ότι η Κάρπαθος έβγαλε τρεις φημισμένους μαντιναδόρους.

Όταν τον ρώτησαν ποιοι είναι, αυτός ονόμασε τον «Κωνσταντή» και τον «Μιχάλη» και σ’ αυτούς σταμάτησε.

Και όταν κάποιος τον ρώτησε για τον τρίτο αυτός απάντησε:

-Λέ(γ)ου(ν) και για μένα! …  

Τούρκον είδες …

Με το «λαός πολεμικός και τεμπέλικος» αναφέρεται ο Καζαντζάκης στους Τούρκους. Αλλά, για να επιζήσουν οι φιλοπόλεμοι Τούρκοι κάποιοι έπρεπε να εργάζονται και να προσφέρουν. Και σαν πιο εύκολη λύση βρέθηκαν οι ραγιάδες που πλήρωναν το «μακτού» (φόρο) και έδιναν και μπαξίσι (φιλοδώρημα).

Γι αυτό οι Καρπάθιοι που ήρθαν στην Αμερική, όταν πια το νησί είχε απαλλαγεί από τους Τούρκους, ήταν συνηθισμένοι να εργάζονται σκληρά και να προσφέρουν για έργα που γίνονταν στην Κάρπαθο και στην Αμερική.

Ο έρανος της ΚΕΠΑ για τα ορφανά του πολέμου απέδωσε $16.500 (ισοδυναμούσαν με 1650 χρυσές λίρες, $10 η λίρα) που αργότερα διατέθηκαν για την οικοδόμηση του Υγειονομικού Σταθμού. Υπήρχαν ατομικές εισφορές $300 (30 λίρες).

Ο έρανος του Παγκαρπαθιακού Ιδρύματος για το «Καρπάθικο Σπίτι» απέδωσε πάνω από $1.000.000, σημερινής αξίας πάνω από $3.000.000. Υπήρχαν αρκετές ατομικές δωρεές από $10.000 και πάνω.

Ο έρανος της «Ομόνοιας» για το σχολείο του Απερίου, αν και επικρατούσε οικονομική κρίση, απέδωσε $4.000 (ισοδυναμούσαν με 800 χρυσές λίρες, $5 η λίρα). Υπήρχαν ατομικές εισφορές $300 (60 λίρες).

Ο έρανος των «Αγίων Αναργύρων» για το σχολείο της Βωλάδας, απέδωσε $14.000 (ισοδυναμούσαν με 1400 χρυσές λίρες). Υπήρχαν ατομικές εισφορές $1000 (100 λίρες).

Ο έρανος του Συλλόγου Μενεδιατών για το σχολείο των Μενετών, απέδωσε $16.600 (ισοδυναμούσαν με 1660 χρυσές λίρες). Υπήρχε ατομική εισφορά $8.300 (830 λίρες).

Η σημερινή αξία των εράνων του «Ποσειδώνα» για το σχολείο των Πηγαδίων και για την Βαγγελίστρα υπερβαίνει το $1.000.000. Υπάρχουν και άλλες δωρεές από εράνους συλλόγων από όλα τα χωριά που δεν υπάρχουν ακριβείς αριθμοί.

Εκτός από την γενναιοδωρία που χαρακτηρίζει τους Καρπάθιους, χρειαζόταν οργάνωση για την επιτυχία των εράνων. Τους εράνους αναλάμβαναν τα ΔΣ των Συλλόγων με επιτροπές όπου έμεναν Καρπάθιοι, σε Καρπαθιακές συγκεντρώσεις, με τηλεφωνήματα και επιστολές.

Η επίδοση των Καρπαθίων στα εστιατόρια βοήθησε ακόμη περισσότερο την προσπάθεια και την επιτυχία των εράνων. Στη δεκαετία του 1970 υπήρχαν περισσότερα από 100 Diners στο New Jersey. Όταν κάποιος ομογενής πήγαινε σε κάποιο Diner δεν ρωτούσε αν ήταν Ελληνικό αλλά Καρπάθικο.

Ο πρόεδρος του ΔΣ με δυο – τρία μέλη επισκέπτονταν τα Καρπάθικα Diners, που εκτός της γενναιόδωρης εισφοράς των ιδιοκτητών εισέπρατταν και των εργαζομένων σ’ αυτά  Καρπαθίων.

Σε μια τέτοια επίσκεψη, τους υποδέχτηκε ο ιδιοκτήτης και χαμογελαστός τους λέγει:

-Τούρκον είδες, άσπρα (γρόσια) θέλει …

Ότι έχεις προσφέρεις! …

Παλαιότερα στην Κάρπαθο, όπως και σήμερα, υπήρχαν αντιπαραθέσεις στις δημοτικές εκλογές. Ενώ τώρα μεταδίδονται με τις ηλεκτρονικές εφημερίδες, το internet και το Facebook, παλαιότερα διαδίδονταν προφορικά και πολλές αντιπαραθέσεις διέσωσε η λαϊκή μούσα και η προφορική παράδοση.

Εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων που είχαν αντικρουόμενα συμφέροντα και μεταφέρονταν και στις δημαρχιακές εκλογές. Κάποτε, σε μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων, τις εκλογές κέρδισαν οι κτηνοτρόφοι που έβγαλαν την μαντινάδα:

Ως κι ο Θεός ’πού τη χαρά αρχίνησε να βρέχει,

που πή(γ)ε η Μουρταρική (Δημαρχία) εις τα βουνά και πρέπει.

Εκτός των μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων υπήρχε και ανταγωνισμός μεταξύ των προυχόντων και των παρακατιανών, και όταν κέρδισαν οι παρακατιανοί οι προύχοντες έβγαλαν τη μαντινάδα:

Ώρα καμάτου έγινε στις δεκατρείς του Μάρτη,

ν’  ανοίξουν οι ασπάλαθοι και να κλειώσει η «σπάρτη». (Η σπάρτη είναι ευγενικό αγριολούλουδο, ενώ οι ασπάλαθοι είναι ακανθώδεις θάμνοι, όμως και τα δυο φυτά ανθούν τον Μάρτη και βγάζουν ωραιότατα κίτρινα άνθη).

Όμως, ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός ήταν μεταξύ των μεγάλων οικογενειών, και ιδιαίτερα μεταξύ των κανακάρηδων από τους οποίους προέρχονταν οι περισσότεροι δήμαρχοι.

Σε μια τέτοια αντιπαράθεση, ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του ενός των υποψηφίων πήγε μια νύχτα και άδειασε ένα καθίκι κόπρια μπροστά στην πόρτα ενός των πιο θερμών υποστηρικτών του αντίπαλου υποψήφιου.

Αυτός καθάρισε τα κόπρια μπροστά από το σπίτι και δεν είπε τίποτε. Μάζεψε αρκετά λουλούδια από την αλιτάνα του, έφτιαξε μια μεγάλη ανθοδέσμη και αργά την νύκτα την τοποθέτησε στην πόρτα του αλλοφρονούντος με την σημείωση: «Ότι έχει ο καθένας μας προσφέρει! …».

Ο Καλλιός η αελά  …

Ένας στους 100 Αμερικανούς είναι Έλληνας και απ’ αυτούς ένας στους 100 είναι Καρπάθιος. Αλλά, εκείνη την εποχή στη Νέα Υόρκη, όπου μένανε αρκετοί Καρπάθιοι, το να ακούσεις να μιλάνε στο δρόμο ελληνικά και κάπου-κάπου μια από τις Καρπάθικες διαλέκτους, δεν ήταν ασυνήθιστο.

Αυτό φυσικά δεν το γνώριζε η νεοφερμένη από την Κάρπαθο Μαριγώ που μαζί με την ξαδέλφη της Αννίτσα είχαν μπει σ’ ένα μεγάλο  κατάστημα για να ψωνίσουν, όπου μπροστά τους, αλλά με γυρισμένες πλάτες, έτυχε να κάνει και κείνη τα ψώνια της η συχωριανή τους Καλλιόπη.

Είδε η Μαριγώ από πίσω τον ακατέργαστο όγκο της Καλλιόπης και χωρίς φυσικά να την γνωρίσει, γύρισε και είπε κάπως φωνακτά στην ξαδέλφη της:

-(Δ)έ τσού φαίνεται πως αυτή ά η α(γ)ελά(δα) ομπρός μας μοιάτζει του Καλλιού της Μαρούκλας του Χατζή;

Αλλά προτού προλάβει να πει η ξαδέλφη της τη γνώμη της, γύρισε ο «ακατέργαστος όγκος» και την κεραυνοβόλησε:

-Α(γ)ελά(δα) μωρή Μαρτζιέ είσαι σου τσ’ η α(δ)ερφή σου τσ’ η μάνα σου, που (β)όσκετε αελές και κατσίκες. Αμμ’ εγώ (εί)μαι μωρή, απού το τσόι του Χατζή και του Κονόμου απού βγάλει μόνο διατρούς τσαι διτσιγόρους!

Και 90 αλλοίμονο …

Μέχρι και πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις δημοτικές εκλογές, οι Καρπάθιοι ψήφιζαν σύμφωνα με τις οικογενειακές τους διασυνδέσεις και με το συντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον που επικρατούσε στην Κάρπαθο. Ο κανόνας ίσχυε για όλα τα χωριά, εκτός των Πηγαδίων, που οι κάτοικοι τους ήταν «παντοσύνακτοι» από τ’ άλλα χωριά και γειτονικά νησιά ακόμη και από την Κρήτη. Ορισμένοι απ’ αυτούς ενδιαφέρονταν για το προσωπικό τους συμφέρον και εξαγοράζονταν.

Παραμονή των εκλογών του 1928, ένας ψαράς που νυχτοξημερώνετο μέσα στις θάλασσες πούλησε πέντε-έξι κιλά ψάρια και πήγε ν’ αγοράσει δέκα κιλά αλεύρι, να ζυμώσει δυο-τρία ψωμιά η γυναίκα του για να φάει η φαμίλια του. Ο έμπορος όχι μόνο δεν του πήρε χρήματα, αλλά αντί για δέκα κιλά του ’δωσε ένα τσουβάλι «κατοστάρικο» λέγοντας του: «Κοίταξε να ψηφίσεις τον Γιώργη (Μανωλακάκη)». Την άλλη μέρα που ο ψαράς συνάντησε τον έμπορο στο Συντριβάνι του είπε συνθηματικά: «Το ψάρι μπήκε μεσ’ στον κύρτο». Από τότε η ψήφος στην Κάρπαθο έγινε «χρυσός». Μια χρυσή λίρα πουλιόταν το τσουβάλι τ’ αλεύρι.

Οι εκλογές του 1936, μεταξύ του Ανδρέα Χατζηπαναγιώτη και του Νικολάου Λυριστή, γνωστού ως Βενιζέλου, άφησαν εποχή. Την εποχή εκείνη ψήφιζαν μόνο οι άνδρες και πολλοί από τους κάτοικους των Πηγαδίων ψήφιζαν στα χωριά της καταγωγής του ή απουσίαζαν, οι παρόντες ψηφοφόροι όλοι κι όλοι ήταν 62. Οι περισσότεροι είχαν εκδηλωθεί και οι δυο παρατάξεις φαίνονταν ισοδύναμες. Τα προγνωστικά  προέβλεπαν ότι ο νικητής θα έβγαινε με ένα-δυο ψήφους διαφορά.

Χαρά ο Γιάγκος που βρήκε την ευκαιρία να τα οικονομήσει. Πλήρωσε ο Λυριστής τον Γιάγκο να τον ψηφίσει, το ίδιο έκαμε και ο Χατζηπαναγιώτης. Αλλά ο Χατζηπαναγιώτης, που δεν είχε εμπιστοσύνη στο Γιάγκο, λογάριασε καλά τους ψήφους του και υπολόγισε ότι από τους 62 ψηφοφόρους είχε σίγουρους τους 31, η ψήφος του Γιάγκου δεν ήταν αναγκαία αν δεν ψήφιζε.

Την παραμονή των εκλογών, ο Γιώργος Χριστοδούλου, το πρωτοπαλίκαρο του Χατζηπαναγιώτη, πήρε το Γιάγκο και αφού τον πλήρωσε τον έκλεισε σ’ ένα στάβλο στο Κούρι και, για να είναι σίγουρος πως δεν θα φύγει να πάει να ψηφίσει, του πήρε το παντελόνι. Την ημέρα των εκλογών όταν ο ήλιος κάθισε και έκλεισε η κάλπη, άφησαν το Γιάγκο ελεύθερο. Το αποτέλεσμα: Χατζηπαναγιώτης 31, Λυριστής 30.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και στις δημοτικές εκλογές μετά τον πόλεμο. Σε μια τέτοια αναμέτρηση, ένας των υποψηφίων πλήρωσε τον Μιχάλη για να εξασφαλίσει τους οκτώ οικογενειακούς του ψήφους, και επειδή δεν του είχε εμπιστοσύνη τον έβαλε και υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο στο ψηφοδέλτιο του. Αλλά και ο αντίπαλος υποψήφιος δήμαρχος πλήρωσε τον Μιχάλη για τους ίδιους οκτώ ψήφους. Όταν έκλεισε η κάλπη και βρήκαν τα αποτελέσματα, ο Μιχάλης δεν πείρε ούτε ένα σταυρό …

Τα προαναφερθέντα παραδείγματα αποτελούν ελάχιστες εξαιρέσεις, γι αυτό έμειναν και στη κοινή λαϊκή μνήμη. Γενικά, αυτοί που ανακατεύονται στα πολιτικά της Καρπάθου, το κάνουν με ανιδιοτέλεια και αίσθημα προσφοράς προς το τόπο που γεννήθηκαν. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκε Γιώργος, γνωστός και αγαπητός, πάντα πρώτος να βάλει βαθιά το χέρι στη τσέπη του και να προσφέρει σε εράνους, και ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τις επαγγελματικές και διοικητικές του ικανότητες. Έτσι όταν ένας των υποψηφίων δημάρχων του ζήτησε να μπει στο ψηφοδέλτιο ως υποψήφιος σύμβουλος δέχθηκε με χαρά και ενθουσιασμό.

Ο υποψήφιος δήμαρχος έδωσε στον Γιώργο διακόσια ψηφοδέλτια και του είπε να πλησιάσει και να μιλήσει στους γνωστούς και φίλους του και να τους δώσει από ένα ψηφοδέλτιο. Ακολούθησε την σύσταση και φρόντισε να βάλει από ένα σταυρό δίπλα στο όνομα του. Όλοι, όταν τους ρωτούσε αν θα το ψηφίσουν του απαντούσαν: «Αλλοίμονο, δεν υπάρχει καλλίτερος από σένα».

Την άλλη μέρα πηγαίνει στο υποψήφιο δήμαρχο και του λέγει: «Εγώ τελείωσα με την προεκλογική κίνηση, καμιά εκατοστή μου υποσχέθηκαν πως θα με ψηφίσουν, και δέκα να με γελάσουν, εγώ σίγουρα θα εκλεγώ σύμβουλος».

Αλλά, όταν έκλισε η κάλπη, πήρε μόνο δέκα ψήφους, και όταν ρωτούσαν πόσους ψήφους πήρε, αυτός απαντούσε:

-Δέκα σταυρούς και 90 αλλοίμονο …

Το μπαγάσικο …

Ήταν μεσημέρι και είχε σχολάσει το Δημοτικό σχολείο στο Απέρι και ο δάσκαλος «Μιχάλης», αντί να πάει στο σπίτι του που τον περίμενε η γυναίκα του με τα παιδιά του για να φάνε το μεσημεριανό φαγητό που είχε μαγειρέψει η γυναίκα του, πήγε στο καφενείο που τον περίμενε η παρέα του για να παίξουν πρέφα.

Επειδή εκείνη την εποχή, όπως ήταν καθιερωμένο από τα παλιά, δεν μπορούσαν να φάνε αν δεν ερχόταν ο πατέρας και έστειλε η μητέρα το 6χρονο Γιαννάκι να πάει στο καφενείο και να του πει πως το φαγητό είναι έτοιμο και το περιμένουν για να φάνε.

Πράγματι πήγε ο μικρός στο καφενείο και λέγει στον πατέρα του ότι το φαγητό είναι έτοιμο και τον περιμένουν για να φάνε. Αλλά αυτός, όπως ήταν αφιερωμένος στο παιχνίδι, του λέει ότι σε δυο λεπτά έρχεται. Αντί για δυο λεπτά πέρασαν δέκα και το Γιαννάκι του υπενθυμίζει την παραγγελιά της μάνας του για να πάρει την ίδια απάντηση.

Πηγαίνει ο μικρός στο σπίτι τους και λέγει στην μάνα του ότι σε δυό λεπτά έρχεται. Αλλά πέρασε μισή ώρα και που να φανεί. Οπότε ξαναστέλνει το Γιαννάκι στο καφενείο, για να υπενθυμίσει στον πατέρα του ότι τον περίμεναν, οποίος έδωσε την ίδια απάντηση, ότι σε δυό λεπτά έρχεται, και ο εξάχρονος, με όλη την αφέλεια που το διέκρινε μονολογούσε λέγοντας:

-το μπαγάσικο! Όλο δυο-δυο λεπτά μου λέει και ύστερα δεν έρχεται …

Από κάποια απόσταση, την συζήτηση παρακολουθούσε ένα από τους καθηγητές του Γυμνασίου και την επομένη διαδόθηκε ακόμη και στους μαθητές. Από τότε, το Γιαννάκι έμεινε γνωστό ως το «Μπαγάσικο».

Έλα, τώρα που σε ξελάφρωσα …

Ήταν καλοκαίρι, οι πιο πολλοί Καρπάθιοι βρίσκονταν στα μετόχια τους για να κάμουν τις δουλειές τους. Πήγε και ο Γιώργης με τους γιούς του τον Μιχάλη και τον Γιαννίκο, που ήταν και λιγάκι χαζός. Είχαν να θερίσουν και αλωνίσουν το σιτάρι και το κριθάρι και να τα φέρουν στο χωριό για να περάσουν όλη τη χρονιά.

Στο αλώνισμα ο Μιχάλης ήταν άσσος, που από μικρός είχε δείξει τις ικανότητες του σε όλες τις Καρπάθικες δουλείες εκείνης της εποχής. Είχε τελειώσει το αλώνισμα και, επειδή υπήρχαν και άλλες δουλειές να τελειώσουν, αποφάσισε ο Γιώργης να στείλει τον Γιαννίκο στο χωριό με το μουλάρι να μεταφέρει ένα μέρος από τα σιτηρά και να ξαναγυρίσει να πάρει τα υπόλοιπα.

Δέσανε από ένα τσουβάλι στην κάθε μεριά του σαμαριού και κρέμασαν και δυο τουβράες. Αλλά ο Γιαννίκος, για να μη περπατά, καβαλίκεψε και αυτός το μουλάρι και κάθισε πάνω στα τσουβάλια. Το μουλάρι με μεγάλη δυσκολία περπατούσε και όταν έφτασε στην πρώτη ανηφόρα σταμάτησε και με κανένα τρόπο δεν προχωρούσε.

Τι να κάμει ο Γιαννίκος, παίρνει τους δυο τουβράες και όπως ήταν καθισμένος πάνω στο μουλάρι τους κρέμασε στους ώμους του, και λέει του μουλαριού:

-Έλα, τώρα που σε ξελάφρωσα περπάτα …

Αν ήτο για δουλειά …

Η φιλεργία των Καρπαθίων ήταν γνωστή από τα παλιά. Την εποχή της Τουρκοκρατίας πολλοί Καρπάθιοι, αμέσως μετά το Πάσχα πήγαιναν στην Σμύρνη και απ’ εκεί στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας για να δουλέψουν, και τον Οκτώβριο επέστρεφαν για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Άλλοι πήγαιναν στο Πειραιά και απ’ εκεί για δουλειά στα λατομία της Πεντέλης. Ακόμη και στα γειτονικά ναυτικά νησιά (Σύμη, Κάλυμνο, Κάσο, Καστελλόριζο) πήγαιναν αρκετοί Καρπάθιοι για να βρουν δουλειά.

Ένας από τους πιο δημοφιλής προορισμούς ήταν και η γειτονική Κρήτη, Καρπάθιοι μάστοροι έχτισαν τον Άγιο Μηνά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σύμφωνα με την παράδοση, στο μάθημα των θρησκευτικών στην Κρήτη, όταν μια δασκάλα ρώτησε ένα μαθητή ποιος έκτισε τον κόσμο αυτός της απάντησε: «οι Καρπάθιοι κυρία». Όπως φαίνεται μόνο Καρπάθιους ήταν αυτοί που έκτιζαν τα σπίτια στο χωριό του.

Αλλά όπως συμβαίνει σε όλους τους κανόνες υπάρχουν και εξαιρέσεις. Δεν έλεγε ο πισινός του Κωνσταντή να κάτσει σε μια δουλειά. Με πρώτη ευκαιρία επέστρεφε στην Κάρπαθο και το’ριχνε στο τεμπέλικο. Έτσι μια μέρα όταν ο θείος του ο Νικολής του πρότεινε να του βρει δουλειά, αυτός του απάντησε:

-Αν ήτο για δουλειά, είχε και στην Κρήτη! 

Μια φορά … και καλά σου είναι …

Στο διάστημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εκτός από τους κινδύνους από τους βομβαρδισμούς, το άλλο μεγάλο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Καρπάθιοι ήταν ο επισιτισμός. Τυχεροί εθεωρούντο αυτοί που είχαν λίγο κριθάρι από το χωράφι τους για να ζυμώσουν ένα δυο ψωμιά, καμιά κατσίκα για να την αρμέξουν να βγάλουν λίγο γάλα, μερικές κότες να γεννήσουν δυο τρία αυγά, και ιδιαίτερα αυτοί που είχαν μερικά ελαιόδεντρα να βγάλουν λίγο λάδι για να αρτύσουν τα αγριόχορτα που μάζευαν από τα χωράφια και τα λιβάδια. Υπήρχε και ο κίνδυνος μη το πάρει είδηση η Finanza και τους τα κατασχέσει.

Ιδιαίτερη αξία είχαν το αλεύρι και το λάδι, που όσοι τα είχαν μπορούσαν να το ανταλλάξουν με ότι δήποτε άλλο. Μια γυναίκα πήρε ένα γύρω τα σπίτια με ένα μπουκάλι ψαρόλαδο (από λίπος φάλαινας), και ήθελε να το ανταλλάξει με ένα μπουκάλι ελαιόλαδο, που όπως τους είπε μπορούσαν να το χρησιμοποιήσαν στα καντήλια τους. Αλλά δεν έβρισκε κανένα να το ανταλλάξει, γιατί οι πιο πολλοί δεν άναβαν καντήλι, και όσοι το άναβαν δεν το ήθελα γιατί μύριζε άσχημα.

Αν και υπήρχε έλλειψη, η Μαρία είχε μπόλικο λάδι από τα λιόφυτα και το λιοτρίβι της στα Πηγάδια και μέρα-νύχτα άναβε το καντήλι στο εικονοστάσι. Είχε όμως και δεύτερο σπίτι στο Απέρι και δεν της άρεσε να μένει το καντήλι σβηστό. Κάθε βδομάδα έστελνε στον αδελφό της στο Απέρι, ένα μπουκάλι λάδι για ν’ ανάβει το καντήλι κάθε βράδυ.

Ο αδελφός της βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Από τη μια μεριά ήταν θεοσεβούμενος και από την άλλη έβλεπε ανθρώπους να πεινούν. Μια μέρα ένας περαστικός, που περνούσε απ’ έξω από το σπίτι της Μαρίας στο Απέρι, άκουσε τον Ζώρζη να προσεύχεται μπροστά στο εικονοστάσι:

-«… άκουσε Παναγία μου, τώρα είναι πόλεμος και το λάδι είναι λαδάκι, μια φορά την εβδομάδα θα σ’ ανάβω και καλά σου είναι».

Πες μια καλή κουβέντα …

Πολλές φορές έχω αναφερθεί στην γενναιοδωρία των Καρπαθίων της Αμερικής, όπως μαρτυρούν τα σχολεία, οι εκκλησίες, τα υγειονομεία, οι δρόμοι και τόσα άλλα έργα κοινής ωφελείας που στολίζουν την Κάρπαθο και για τα οποία έχουν συμβάλει μέσω των συλλόγων τους και ατομικά.

Υπάρχουν βέβαια και αυτοί, ελάχιστες εξαιρέσεις, που όχι μόνο δεν προσφέρουν, αλλά κατηγορούν και αυτούς που αγωνίζονται για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού και καταβάλουν πρώτοι το οβολό τους.

Είχε αρχίσει ο έρανος για την δημιουργία του «Καρπάθικου Σπιτιού» στην Αμερική και ο καθένας πρόσφερε όσο πιο γενναιόδωρα μπορούσε ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες.

Ήταν Κυριακή, μόλις τελείωσε η Θεία Λειτουργία στον Άγιο Δημήτριο στο Union NJ και βγήκαμε στον προαύλιο της εκκλησία με το αείμνηστο Νταβέλη (Βασίλη Χρυσουλάκη), και μια κυρία άρχισε να κατηγορεί για το έργο και αυτούς που πρωτοστατούσαν στο έρανο του «Καρπάθικου Σπιτιού». Οπότε ο αείμνηστο Νταβέλη με μειλίχιο λόγο που τον διέκρινε της λέγει:

-Αν δεν «μπορείς» (θέλεις) να προσφέρεις, (τουλάχιστον) πες μια καλή κουβέντα …

Siciliana no Italiana

Ένα από τα πανεπιστήμια της Αμερικής στα οποία φοιτούν πολλοί ξένοι φοιτητές, τότε όπως και τώρα, είναι το New York University, παγκοσμίως γνωστό για την μαθηματική, ιατρική, εμπορική και άλλες σχολές. Στην δεκαετία του 1960 περισσότεροι από 6,000 αλλοδαποί φοιτητές φοιτούσαν στο  New York University, μεταξύ αυτών και αρκετοί Έλληνες που είχαν και φοιτητικό σύλλογο.

Όπως ήταν επόμενο, οι φοιτητές, νεοφερμένοι σε μια ξένη χώρα, έκαναν παρέα με συμφοιτητές τους από την ίδια χώρα. Όταν πήγαινες το μεσημέρι στην φοιτητική καφετέρια, έβλεπες σε ξεχωριστά τραπέζια να κάθονται Έλληνες, Ιταλοί, Κινέζοι, Λατινοαμερικανοί και φοιτητές από άλλες χώρες.

Υπήρχε μια Ιταλίδα φοιτήτρια, που αντί για να πηγαίνει στο τραπέζι που κάθονταν οι Ιταλοί, προτιμούσε αυτό που κάθονταν οι Έλληνες. Και όταν την ρώτησα γιατί προτιμά την ελληνική παρέα αντί της ιταλικής, μου απάντησε:

-I am Siciliana no Italiana (είμαι Σικελιάνα, δεν είμαι Ιταλίδα).

Αν και πέρασαν πάνω από 20 αιώνες, οι Ιταλοί της Σικελίας και της Νοτίου Ιταλίας δεν ξέχασαν την Magna Grecia (Μεγάλη Ελλάδα).

Τα Ιταλικά του Μανώλη

Το 1940 όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, πολλοί Πηγαδιώτες πήγαν σε χωριά της Καρπάθου για περισσότερη ασφάλεια. Ήμουν τότε 4 χρονών και ο πατέρας μου μας πήρε στο Απέρι και μέναμε στο σπίτι του Χατζαλέξη, θείου της μητέρας μου, στον Άη Γιάννη στους Λώρους.

Ο νεαρός τότε Γιώργος, ο μικρότερος γιος του Χατζαλέξη, που ήθελε να περάσει την ώρα του, μου λέει:

-Έλα να σε μάθω Ιταλικά.

Άρχισε η διδασκαλία, σε μια-δυο μέρες έγινα ξεφτέρι στα Ιταλικά και ήμουν όλο χαρά.

Τα βράδια που γινόταν η αποσπερία, μόλις μαζευόντουσαν οι άλλοι γειτόνοι, ο Γιώργος για να τους διασκεδάσει με φώναζε για να τους πω τα ιταλικά μου. Εγώ γεμάτος χαρά έπαιρνα ύφος καθηγητή για να τους δείξω την ιταλομάθειά μου και άρχιζε η διδασκαλία:

Γιώργος: «Πως το λένε το ψωμί στα Ιταλικά;».

Μανώλης: «Ψώμ!».

Γιώργος: «Μπράβο! Και το νερό πως το λένε;».

Μανώλης: «Νέρ!».

Γιώργος: «Μπράβο, μπράβο! Και το κρασί πως το λένε;».

Μανώλης: «Κράσο!».

Έπαιρνα και άλλα μπράβο και χειροκροτήματα ανακατεμένα με γέλια και χαχανητά που τα θεωρούσα επιδοκιμαστικά. Μ’ αυτό τον τρόπο διασκέδαζαν και ξεχνούσαν τα βάσανα του πολέμου.

 Όταν δε κάποιος ήθελε να κάμει τον ιταλομαθή, οι άλλοι για να τον κοροϊδέψουν έλεγαν:

-Τα ιταλικά του μοιάζουν με τα ιταλικά του Μανώλη!.

Πέρασαν τα χρόνια, πέρασε ο πόλεμος και με το καιρό ξεχάστηκαν οι ταλαιπωρίες και τα βάσανα του πολέμου και μαζί και τα ιταλικά του Μανώλη. (Αν και καμιά φορά στην Αμερική για κάποιο που παρίστανε τον αγγλομαθή έλεγαν: «Τα Αγγλικά του μοιάζουν με τα Ιταλικά του Μανώλη!»).

Μετά από χρόνια, όταν άρχισα να δημοσιεύω ανέκδοτα, συνάντησα μια γυναίκα στην εκκλησία και μου λέγει:

-Διάβασα τα ανέκδοτα που γράφεις για τους άλλους, γιατί δεν γράφεις και για τα ιταλικά σου;

0 comments on “Καρπαθιακά ανέκδοτα

Αφήστε μια απάντηση

Social Profile

Watch Live News

Ads Banner