Η κτηνοτροφία στην Κάρπαθο, άλλοτε και τώρα (Also in English)


Μέχρι και πριν από ένα αιώνα η οικονομία της Καρπάθου, ως νησιού ορεινού και αλίμενου, βασιζόταν στην γεωργία και στην κτηνοτροφία. Την εποχή της Τουρκοκρατίας το συνολικό εισόδημα της Καρπάθου υπολογίζεται σε 2.900.000 γρόσια (γεωργία 1.500.000, κτηνοτροφία 500.000, βιοτέχνες, επαγγελματίες και εργάτες 900.000). Αν προστεθεί σ’ αυτά και το εισόδημα των Καρπαθίων που δούλευαν εποχικά στην Μικρά Ασία και στα γύρω νησιά, το εισόδημα όλων των Καρπαθίων ανερχόταν γύρω στα 4.000.000 γρόσια. Τα 500.000 γρόσια που προέρχονταν από την κτηνοτροφία ισοδυναμούν σήμερα με $3.760.000.

Αυτή την εποχή το 50% της έκτασης της Καρπάθου καλύπτονταν από πευκοδάση και δάση χαμηλής βλάστησης. Στα δάση χαμηλής βλάστησης επιτρεπόταν η βόσκηση των αμνοεριφίων, ενώ αποφευγόταν στα πευκοδάση, επειδή κάτω από τα πεύκα δεν ευδοκιμούν οι θάμνοι. Τα «πευκαλούδια», τα φύλα των πεύκων, που πέφτουν κάτω από τα πεύκα και σκεπάζουν το έδαφος περιέχουν ρητίνη.

Τα χωράφια που βρίσκονταν στα ορεινά και σε “μικτές” περιοχές σπέρνονταν τον ένα χρόνο, και τον επόμενο έμεναν ακαλλιέργητα για να ξεκουραστούν και επιτρεπόταν εκεί η βόσκηση των ποιμενικών ζώων. Τα ζώα έτρωγαν την «καλαμιά», τα στάχυα που έμεναν μετά τον θερισμό, και τα χωράφια λιπαίνονταν από την κοπριά των ζώων.

Επειδή τα ζώα έπρεπε να μετακινούνται από την μια περιοχή στην άλλη, ορισμένα χωριά είχαν κοινά ποιμενικά όρια: Τα Σπόα με το Μεσοχώρι, η Αρκάσα με τις Μενετές και η Βωλάδα με το Απέρι, που αυτή την εποχή περιελάμβανε και τα Πηγάδια. Το καλοκαίρι τα ζώα βοσκούσαν στα ορεινά και τον χειμώνα στα παραθαλάσσια. Γι αυτό στην κάθε περιοχή οι βοσκοί είχαν από ένα «μιτάτο» που αποτελείτο από τον στάβλο όπου έμενε ο βοσκός με την οικογένεια του και από μια περιτοιχισμένη μάντρα όπου το κοπάδι έμενε την νύχτα και προτού το πάνε για βοσκή άρμεγα τις κατσίκες και τις προβατίνες.  

Στην ακμή της η κτηνοτροφία της Καρπάθου διέθετε πάνω από 50.000 αιγοπρόβατα. Ο κάθε βοσκός διέθετε γύρω στα 200 ζώα, κατσίκες ή προβατίνες και τέσσερις με πέντε τράγους ή κριούς. Υπήρχαν και ορισμένοι βοσκοί που είχαν και μέχρι 800 αιγοπρόβατα. Όπως ο Βασιλής του Μανιά, που έκτισε το εκκλησάκι της Παναγίας της Λαρνιώτισσα και έχει αποθανατιστεί με το ακόλουθο νανούρισμα:

«Το παιί μου να ’ν καλά,

κι άς ψοφήσουν χίλια αρνιά,

του Βασίλη του Μανιά».

Από το γάλα των ζώων οι βοσκοί παρήγαν δρίλλα, βούτυρο, σιτάκα, μυζήθρες και διάφορα είδη τυριών. Σημαντικό έσοδο των βοσκών προερχόταν από το κρέας, το μαλλί και τα δέρματα των ζώων, αρκετά των οποίων εξήγαγαν. Επίσης, την κοπριά των ζώων από τις μάντρες τους την αντάλλασσαν με γεωργικά προϊόντα με τους γεωργούς, που την χρησιμοποιούσαν για λίπασμα. Με τους ψαράδες αντάλλασσαν τυριά με αλάτι για να φτιάχνουν την άλμη, μέσα στην οποία συντηρούσαν τα τυριά. Για δικαίωμα βοσκής οι βοσκοί πλήρωναν δημοτικό φόρο 15 παράδες για το κάθε ζώο (ένα γρόσι ισοδυναμούσε με 40 παράδες).

Με τους βοσκούς συνεργάζονταν οι χασάπηδες, κυρίως από την Όλυμπο, από τους οποίους αγόραζαν ζώα και τα έφερναν στα κάτω χωριά, τα έσφαζαν και τα πουλούσαν στην δημοτική κρεαταγορά ή και σε κάποιο χωράφι με την οκά. Στους χασάπηδες οι βοσκοί πουλούσαν υπερήλικες κατσίκες και προβατίνες που έπαψαν να γεννοβολούν.

Οι βοσκοί που το κοπάδι τους αποτελείτο από κατσίκια κρατούσαν τέσσερα με πέντε αρσενικά ερίφια που προορίζονταν να γίνουν τράγοι και τα άλλα τα πουλούσαν στους χασάπηδες που τα μεταπουλούσαν για το πασχαλινό «βυζάντι». Στα Πηγάδια την Μεγαλοβδόμαδα, δυο – τρεις χασάπηδες έφερναν γύρω στα 100 ερίφια και τα έβαζαν μέσα σε ένα χωράφι. Ερχόντουσαν οι ενδιαφερόμενοι, διάλεγαν το ερίφι που τους άρεσε, το έπαιρνε ο χασάπης στο διπλανό χωράφι και πίσω από ένα τοίχο το έσφαζε για να μη βλέπουν τα άλλα ερίφια την τύχη που τους περίμενε.

Οι βοσκοί που το κοπάδι αποτελείτο από πρόβατα κρατούσαν τέσσερα με πέντε αρσενικά αρνιά που προορίζονταν να γίνουν κριοί, τα άλλα τα πουλούσαν στις νοικοκυρές να τα μεγαλώσουν για το «βυζάντι» ή να κάμουν καβουρμά για τον χειμώνα.

Οι τσοπάνοι της Καρπάθου εκτός από το ποιητικό τους ταλέντο διακρίνονταν και για την ευστροφία τους όπως φαίνεται από το ακόλουθο περιστατικό:

Πριν από αρκετά χρόνια στο Άλι του Απερίου, που βρίσκεται κοντά στον Χα, είχε το μιτάτο του ο (Γ)εργάκης, ένας από τους πιο μεγάλους τσοπαναρέους της Καρπάθου. Καλή ή κακή χρονιά υπήρχαν πάντοτε γνήσιος καρπάθικος βούτυρος, σιτάκα, δρίλλα, μανούλια και μεροτύρια για όσους ήθελαν να τα ακριβοπληρώσουν. Οι τιμές που ζητούσε ο (Γ)εργάκης ήταν οι ψηλότερες όλων των άλλων βοσκών.

Ένα καλοκαίρι, μια από τις χειρότερες «κακοχρονιές» της Καρπάθου, ήρθε από την Αμερική ο μοναχογιός της Μαρούκλας, κι η μάνα του πήρε βόλτα όλες τις μάντρες για να αγοράσει καμιά οκά βούτυρο, να του φτιάξει μια τσανάκα μακαρούνες με μπόλικο Καρπάθικο βούτυρο, που τις είχε πεθυμήσει ο γιός της.

Πουθενά όμως δεν κατάφερε να βρει τον βούτυρο που ζητούσε, κι’ έτσι τελικά έφτασε και στου (Γ)εργάκη το μιτάτο στο Άλι.

Ο (Γ)εργάκης, που ήξερε πόσο σφικτή ήταν η Μαρούκλα, που μπορούσε να πάει περπατητά μέχρι την Όλυμπο για να κερδίσει ένα φράγκο, μόλις τον ρώτησε αν έχει βούτυρο της είπε:

-Έχω, αμμέ το γίω τρακόσια φράγκα.

-Αμμέ τρακόσια φράγκα τέπελα μαθές θέλεις εσύ, του λέει η Μαρούκλα, που ο εξάερφος σου ο Μανωλής στο Πλατύολο το γίει διακόσια;

Κι’ ο (Γ)εργάκης, που ήξερε πως κανένας άλλος βοσκός δεν είχε βούτυρο, της λέει:

-Και γιατί μαθές δεν πήγαινες να τον αγοράσεις από του Μανωλή;

Και η Μαρούκλα με ειλικρίνεια και μισοκακομοιριά του λέει:

-Επήγα, αλλά δεν έχει.

Παίρνοντας τότε ο (Γ)εργάκης το φιλοσοφικό ύφος που τον διέκρινε, της απαντά:

-Κι εγώ, κακομοίρα Μαρούκλα, άμα δεν είχα βούτυρο, θα τον έδινα χάρισμα…

Εκτός από τα ποιμενικά ζώα υπήρχαν και τα οικόσιτα. Αυτοί που έμεναν στα μετόχια ή είχαν μεγάλα αμπέλια και χωράφια μέσα στο χωριό είχαν δυο τρεις κατσίκες για το γάλα τους και ένα δυο αρνιά για το βυζάντι της Λαμπρής και καμιά δεκαριά κότες για να μη τους λείπουν και τα αυγά. Επίσης, οι γεωργοί είχαν βόδια και αγελάδες για την καλλιέργεια των αγρών τους και αυτοί που ασχολούνταν με τις μεταφορές διέθεταν γύρω στα 800 μουλάρια και γαϊδούρια.

Με το πέρασμα του χρόνια η κατάσταση άλλαξε και έμειναν τα επιδοτούμενα αδέσποτα αιγοπρόβατα και ότι έμεινε στη μνήμη αυτών που τα έζησαν και τα θυμούνται με το ακόλουθο δίστιχο:

Ψοφήσανε τα πρόβατα κ’ εμείναν τα κουδούνια,

τώρα μας λείπουν κ’ οι βοσκοί, που ’παίζα τη τσαμπούνα.


Livestock in Karpathos, then and now

By Manolis Cassotis

Until a century ago, the economy of Karpathos, as a mountainous and without ports island, was based on agriculture and livestock. During the Ottoman period, the total income of Karpathos was estimated at 2,900,000 groschen (agriculture 1,500,000, livestock 500,000, craftsmen, businessmen and workers 900,000). If we add to this the income of the Karpathians who worked seasonally in Asia Minor and the surrounding islands, the income of all the Karpathians amounted to around 4,000,000 groschen. The 500,000 groschen that came from livestock farming are equivalent to $3,760,000 today.

At this time, 50% of the area of ​​Karpathos was covered by pine forests and low-growing forests. In the low-growing forests, grazing of goats and sheeps was allowed, while it was avoided in pine forests, because shrubs do not thrive under the pine trees. The pine leaves which fall under the pine trees and cover the ground, contain resin.

The fields in the mountains and “mixed” areas were sown one year, and the next were left to rest, and the grazing of animals was allowed. The animals ate the ears of wheat and barley left after the harvest, and the fields were fertilized by the manure of the animals.

Because the animals had to move from one area to another, certain villages shared common pastoral boundaries: Spoa with Mesochori, Arkasa with Menetes and Volada with Aperi, which at that time included Pigadia. In the summer the animals grazed in the mountains and in the winter by the area around the coast. Therefore, in each area the shepherd had a “mitato” which consisted of the stable where he lived with his family and a stone walled enclosure where the animals stayed at night, and before taking them out to pasture, they milked the goats and sheeps.

At its peak, the livestock farming of Karpathos had over 50,000 sheeps and goats. Each shepherd had around 200 animals, goats or sheeps and four to five hilly-goats or rams. There were also some shepherds who had up to 800 sheep and goats. Like Vasilis Manias, who built the chapel of Panagia Larniotissa and has been immortalized with the following lullaby (in free translation):

“May my baby be well,

and I don’t care if a thousand lambs,

of Vasilis of Manias die.”

From the milk of the animals, the shepherds produced sour cream, butter, “sitaka”, “mizithra” and various types of cheese. A significant income for the shepherds came from the meat, wool and skins of the animals, which were exported. They also exchanged the manure of the animals from their stone walled enclosure for agricultural products with the farmers, who used it as fertilizer. They exchanged salt with cheeses with the fishermen to make the brine in which they preserved the cheeses. For the right to graze, the shepherds paid municipal tax of 15 parades for each animal (one grosch was equivalent to 40 parades).

The shepherds, mainly from Olympos, were collaborated with butchers, who bought animals and brought them to the lower villages, slaughtered them and sold them at the municipal meat market or in a field by the pound. The shepherds sold them the old goats and sheeps that had stopped giving birth.

The shepherds whose flock consisted of goats kept four to five male kids that were destined to become billy goats and sold the others to butchers who resold them for the Easter “byzanti” (stuffed roast goat). In Pigadia during the Holy Week, two – three butchers brought around 100 goats and put them in a field. People would come, choose the goat they liked, the butcher would take it to the next field and slaughter it behind a wall so that the other goats would not see the fate awaited them.

The shepherds whose flock consisted of sheep kept four to five male lambs that were destined to become rams, the others they sold to housewives to raise for the Eastern “byzantin” or to make “kavourma” (cooked preserve meat) for the winter.

The shepherds of Karpathos, in addition to their poetic talent, were also distinguished for their wit, as shown by the following incident:

Several years ago, in Ali of Aperi, which is located near Ha, Georgakis, one of the greatest shepherds of Karpathos, had his “mitato”. Good or bad year, he always has genuine Karpathian butter, “sitaka”, “drilla” (sour cream), “manoulia” and “merotyria” (special type of cheeses) for those who wanted to pay a high price. The prices that Georgakis asked were the highest of all the other shepherds.

One summer, during one of the worst years, Maroukla’s only son came from America, and his mother visited all shepherds to buy some butter, to make him a bowl of macaroons with plenty of Karpathian butter, which her son had missed.

But she couldn’t find the butter she was looking for anywhere, and eventually she reached Georgakis in Ali.

Georgakis, who knew how tight-fisted Maroukla was, who could walk all the way to Olympos to save a franc, as soon as she asked him if he had any butter, he told her:

-I have, but I am selling it for three hundred francs.

-“Oh, you want three hundred francs”, Maroukla tells him, “when does your cousin Manolis in Platyolo sell it for two hundred?”

And Georgakis, who knew that no other shepherd had butter, says to her:

– And why didn’t you buy it from Manolis?

And Maroukla, with honesty and half-heartedness, tells him:

– I went, but he did not have.

Then, Georgakis, adopting the philosophical style that distinguished him, replied:

– And I, dear Maroukla, if I didn’t have butter, I would give it as a gift…

In addition to the pastoral animals, there were also domestic animals. Those who lived in “metochia” (farm communities) or had large gardens and fields within the village, had two or three goats for their milk and one or two lambs for the Eastern “byzanti” and dozen chickens so that they would not lack eggs. Also, the farmers had oxen and cows for cultivating their fields and those who were involved in transportation had around 800 mules and donkeys.

Over the years, the situation changed and only the subsidized stray sheep and goats remained, and what is left in the memory of those who lived through, remember them with the following couplet (in free translation):

The sheep died and only the bells remained,

and we miss the shepherds who played the tsambouna.

0 comments on “Η κτηνοτροφία στην Κάρπαθο, άλλοτε και τώρα (Also in English)

Αφήστε μια απάντηση

Social Profile

Watch Live News

Ads Banner