Ελαιοκαλλιέργεια στην Κάρπαθο (Also in English)


Τα παλαιά ελαιόδεντρα ξαναγεννιούνται. The old olive trees are being reborn.

Από την αρχαία εποχή η ελιά εκαλλιεργείτο στις χώρες που βρίσκονται γύρω από την Μεσόγειο, επειδή ευδοκιμεί στο μεσογειακό κλίμα. Οι ρίζες της πηγαίνουν βαθιά μέσα στο έδαφος και απορροφούν το νερό τους μήνες του καλοκαιριού και σε εποχές ξηρασίας. Τόση σημασία έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην ελιά, ώστε πάνω στην Ακρόπολη διατηρούσαν μια ελιά προς τιμήν της θεάς Αθηνάς και με στεφάνια από φύλλα ελιάς στεφάνωναν τους νικητές στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Πρώτη χώρα στην καλλιέργεια της ελιάς έρχεται η Ισπανία, δεύτερη η Ιταλία, τρίτη η Ελλάδα και ακολουθούν Τουρκία, Τυνησία και άλλες χώρες της Μεσογείου. Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η καλλιέργεια της ελιάς “μετανάστευσε” στην Αργεντινή, Χιλή και Καλιφόρνια, που έχουν κλίμα παρόμοιο με το Μεσογειακό.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η ελιά καλλιεργείται σε περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας που βρίσκονται κοντά στην θάλασσα και ιδιαίτερα στα νησιά, με πρώτη την Κρήτη και ακολουθούν η Λέσβος, η Κέρκυρα και τα άλλα νησιά, μεταξύ των οποίων και η Κάρπαθος.

Σύμφωνα με μια οικογενειακή παράδοση, την καλλιέργεια της ελιάς στην Κάρπαθο την έφερε από την Κρήτη ο Αλέξης Αλεξάκης. Βέβαια, η καλλιέργεια της ελιάς στην Κάρπαθο ήταν γνωστή από των αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά αυτή η παράδοση μπορεί να έχει κάποια σχέση με την ελαιοκαλλιέργεια στην Κάρπαθο, επειδή στα χρόνια της πειρατείας οι Καρπάθιοι από τα πεδινά, όπου ευδοκιμούσε η ελιά, αποτραβήχτηκαν στα ορεινά, όπως επιβεβαιώνει ο Ross που το 1843 επισκέφθηκε την Κάρπαθο και βρήκε την ελαιοκαλλιέργεια στα πεδινά παραμελημένη. 

Όσο μικρό και αν ήταν το λιόφυτο, ο νοικοκύρης του το φρόντιζε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Even those who had a small olive field took special care of it.

Σύμφωνα με αυτή την παράδοση: Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 στην Κρήτη, ο Νικόλας Αλεξάκης πήρε τα παλληκάρια του και βγήκε στο βουνό να πολεμήσει τους Τούρκους. Σε μια μάχη σκοτώθηκε ο ίδιος και τα παιδιά του που πολεμούσαν μαζί του, και ο μόνος που γλύτωσε ήταν ο αδελφός του Ανάσταρος που με ένα Κασιώτικο ιστιοφόρο έφτασε στην Κάρπαθο και το 1827 έφερε κοντά του τον ανεψιό του Αλέξη, που λόγω της ηλικίας του δεν είχε πάει με τον πατέρα να πολεμήσει. Αργότερα, με την βοήθεια των συγγενών του πούλησε ό,τι διασώθηκε από την περιουσία του πατέρα του και με τις εισπράξεις αγόρασε μεγάλες κτηματικές περιουσίες στην Κάρπαθο κι έγινε κανακάρης. Εγκαταστάθηκε στο Απέρι και το 1840 παντρεύτηκε τη Ζωή του Γιάννη Πυλιάτη, μια από τις πρωτοκανακαρές του Απερίου.

Ο Αλεξάκης επιδόθηκε στην ελαιοκαλλιέργεια, φύτευσε πολλούς «χάλους» που έφερε από την Κρήτη και μπόλιασε πολλές αγριελιές στη πεδιάδα του αρχαίου Ποσειδίου. Στην αρχή ο Αλεξάκης συνάντησε μεγάλες δυσκολίες γιατί οι κατσίκες του Λέντου, ενός βοσκού της περιοχής, κατέστρεφαν τα νεαρά ελαιόδεντρα. Ο Λέντος δεν έδινε σημασία στα παράπονα και στις διαμαρτυρίες του Αλεξάκη, που ήθελε να κάνει Κρητικούς ελαιώνες τα λαγκάδια της Καρπάθου.

Αγανακτισμένος ο Αλεξάκης έφερε ένα γκρα από την Κρήτη και μ’ αυτόν σκότωνε τις κατσίκες του Λέντου όταν πλησίαζαν τα ελαιόδεντρα. Τελικά, τη μάχη κέρδισαν τα ελαιόδεντρα του Αλεξάκη, γιατί στην πεδιάδα του Ποσειδίου αναπτύχθηκε ο μεγαλύτερος ελαιώνας της Καρπάθου και απ’ εκεί επεκτάθηκε η ελαιοκαλλιέργεια και στ’ άλλα χωριά.

Οι «κανακαρές» έπρεπε να βρουν στάβλους για να μένουν οι «κόφτρουσες». The big landowners had to find for the working women a place to stay.

Υπέρ της παράδοσης αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι οι ελαιόκαρποι της Ρόδου έχουν μέγεθος πολύ μεγαλύτερο των ελαιοκάρπων της Καρπάθου, που έχουν το ίδιο μέγεθος με της Κρήτης. Επίσης, ο παπάς της Βαγγελίστρας Νικόλας Σακελλαρίδης, γεννημένος στις Μενετές γύρω στο 1860, συνήθιζε να λέγει ότι όταν ήταν μικρός ήταν λίγα τα ελαιόδεντρα που άρχιζαν από τα Πηγάδια και πήγαιναν προς τον Βουτσά.

Τα περισσότερα ελαιόδεντρα βρίσκονταν στην περιοχή των Πηγαδίων και ανήκαν, κυρίως, σε κανακαρές και κανακάρηδες από το Απέρι. Τα ελαιόδεντρα καρποφορούσαν τον ένα χρόνο και ξεκουράζονταν τον επόμενο περιορίζοντας την παραγωγή τους. Σύμφωνα με τον Σλίτα, πρώτο γεωπόνο της Καρπάθου μετά την Ενσωμάτωση, την καλοχρονιά η ελαιοπαραγωγή της Καρπάθου υπερέβαινε τις 50.000 οκάδες λάδι (1280 γραμμάρια η οκά).

Το μάζεμα του ελαιόκαρπου άρχιζε τον Οκτώβρη, μετά από τα πρωτοβρόχια, και κρατούσε μέχρι τον Δεκέμβρη, και αν αργούσε να βρέξει πήγαινε μέχρι τον Γενάρη. Επειδή το μέγεθος του ελαιόκαρπου των ελιών που ευδοκιμούν στην Κάρπαθο είναι μικρό αλλά με μεγάλη περιεκτικότητα σε λάδι, απαιτούσε γρήγορα και πολλά χέρια. Οι γυναίκες (κόφτρουσες) με ένα καλάθι στην μέση ανέβαιναν πάνω στις ελιές ή ένα γύρω με τις τρίποδες σκάλες για να μαζέψουν τον ελαιόκαρπο. Στις κορφές των ελαιόδεντρων άφηναν λίγες ελιές για να τρώγουν τα πουλιά που είχαν τις φωλιές τους. Η κάθε γυναίκα μάζευε γύρω στα δυόμιση μόδια. Η χωρητικότητα του μοδιού (γκαζοτενεκέ) ήταν 16 χιλιόγραμμα.

Οι ελιές έπρεπε να ξεφυλλιστούν προτού πάνε στο λιοτρίβι. The olives had to be separated from the leaves before they went to the oil mill.

Δεδομένου ότι το μόδι έβγαζε γύρω στις δυόμιση οκάδες λάδι και η κάθε κόφτρουσα μάζευε γύρω στα δυόμιση μόδια την ημέρα, οι 50.000 οκάδες της καλοχρονιάς ισοδυναμούσαν με 20.000 μόδια ελιές και με 8.000 μεροκάματα. Γι όσες είχαν λίγα ελαιόδεντρα στα Πηγάδια και γι αυτές που έμεναν στα χωριά δεν υπήρχε πρόβλημα, αφού η κάθε νοικοκυρά μάζευε τις ελιές με την οικογένεια ή με την ανταποδοτική εργασία κάποιας άλλης νοικοκυράς.

Πρόβλημα είχαν οι κανακαρές του Απερίου που δεν είχαν τα απαιτούμενα εργατικά χέρια. Μετά την γιορτή του Σταυρού στο Κάστρο, κατέβαιναν στο Ποσεί να ετοιμάσουν τους στάβλους τους, να πλύνουν τα πανοπίθια και να βρουν κόφτρουσες, συνήθως τις ίδιες που είχαν τα προηγούμενα χρόνια, από Όλυμπο, Αρκάσα, Μενετές και Πηγάδια. Για τις κόφτρουσες που δεν είχαν συγγενικό σπίτι στα Πηγάδια, οι κανακαρές εύρισκαν στάβλο για να μένουν. Το μεροκάματο ήταν 300 δράμια λάδι (960 γραμμάρια) με το μεσημεριανό φαγητό από γιαχνί μπακαλιάρο.

Κάθε μέρα που τελείωνε το μάζεμα των ελιών, ερχόταν αλετουργιάρης στο λιόφυτο για να  μεταφέρει της ελιές στον στάβλο της κανακαράς. Το ίδιο βράδυ δυο –  τρεις από τις κόφτρουσες ερχόντουσαν στο στάβλο της κανακαράς και με το φως της λάμπας ξεφύλλιζαν τις ελιές. Μετά από μια – δυο βδομάδες ερχόταν ο αλετουργιάρης για να μεταφέρει τις ελιές από τον στάβλο στο αλεθουριό (λιοτρίβι).

Στις κορφές των ελαιόδεντρων τα πουλιά έκτιζαν τις φωλιές τους. Birds built their nests on the tops of the olive trees.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Καρπάθιοι χρησιμοποιούσαν ξύλινα μάγγανα για να σφίξουν και να βγάλουν το λάδι από τις πολτοποιημένες ελιές. Αργότερα με την ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας έφεραν σιδερένια μάγγανα. Γύρω στο 1890 ο Νικολής τ’ Αλεξάκη έκτισε αλεθουργιό στην Κυρά Παναγιά δίπλα στο ποταμό της Μύλης με το πρώτο σιδερένιο μάγγανο που ήρθε στην Κάρπαθο. Στην συνέχεια, στην περιοχή των Πηγαδίων, εφοδιάστηκαν με σιδερένια μάγγανα τα ελαιοτριβεία των Νικολάου Παχούντη (Αντιμησιάρη), Νικήτα Λυριστάκη, Βενετσιάνας Νικητιάδη, Βασίλη Σαρρή και Μιχάλη Μακρή.

Το λιοτρίβι του Αλεξάκη αποτελείτο από ένα δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (10Χ20 μέτρων). Στην μια μεριά βρισκόταν ο μύλος που άλεθαν τις ελιές και στην άλλη το πιεστήριο που έσφιγγαν τις πολτοποιημένες ελιές. Ο μύλος είχε τέσσερις πέτρινους κυλίνδρους, ο εσωτερικός ήταν πιο μεγάλος αλλά πιο λεπτός από τους άλλους, που όσο προχωρούσαν από το κέντρο προς τα έξω μίκραινε η διάμετρος και μεγάλωνε το πάχος τους. Πάνω από τον μύλο υπήρχε μουσάντρα, στο μέσο της οποίας πάνω από το κέντρο του μύλου υπήρχε η «κοφινία», που έμοιαζε με αναποδογυρισμένη τετράπλευρη κόλουρη πυραμίδα ύψους ενός μέτρου.

Το μάγγανο του πιεστηρίου αποτελείτο από μια τετράγωνη σιδεριά βάση ενός μέτρου και πάχους 10 εκατοστών, πάνω από την οποία κινείτο κατακόρυφα άλλη σιδερένια πλάκα των ιδίων διαστάσεων. Δίπλα στο μάγγανο υπήρχε κάθετα τοποθετημένος πανύψηλος κορμός πεύκου συνδεόμενος με χοντρό σχοινί με το μάγγανο, που περιστρεφόταν με την βοήθεια σιδερένιων λοστών ανεβοκατεβάζοντας την πλάκα του μαγγάνου.

Οι «αλεθουριάριδες» διέθεταν δυο τρία μουλάρια. The mill workers had two to three mules.

Με το κάθε αλεθουργιό συνεργάζονταν οι αλεθουργιάρη(δ)ες, ο πατέρας με τους γιούς του που είχαν δυο – τρία μουλάρια. Οι αλεθουργιάρη(δ)ες μετέφερναν τις ελιές από το χωράφι στο σπίτι του ιδιοκτήτη και απ’ εκεί, όταν μαζεύονταν αρκετές, στο λιοτρίβι για να τις αλέσουν. Άδειαζαν τις ελιές στην «κοφινία» και ρύθμιζαν το άνοιγμά της να πέφτουν σιγά – σιγά στο κέντρο του μύλου. Όπως τα μουλάρια γύριζαν τους κυλίνδρους, οι ελιές πολτοποιούνταν και επειδή το δάπεδο του μύλου ήταν επικλινές από το κέντρο προς την περιφέρεια, ο πολτός μετακινείτο προς τα έξω και έπεφτε σ’ ένα πέτρινο βαθούλωμα που βρισκόταν στην περιφέρεια του μύλου.

Από το βαθούλωμα οι αλεθουργιάρη(δ)ες έπαιρναν τον πολτό και τον έβαζαν σε τετράγωνα σκεπάσματα φτιαγμένα από κατσικίσιο μαλλί, τα δίπλωναν από τις τέσσερις γωνίες μέχρι που έπαιρναν το σχήμα ενός τετραγωνικού μέτρου σακουλιού. Δέκα-δέκα στοίβαζαν τα σακούλια στο μάγγανο και τα έσφιγγαν μέχρι να βγει το λάδι ανακατεμένο με μαύρα ζουμιά, που έτρεχαν μέσα στην σκάφη. Η νοικοκυρά μάζευε το λάδι που έπλεε πάνω – πάνω, στην αρχή με ένα τενεκεδάκι και μετά με τη παλάμη της και το έβαζε μέσα σε τενεκέδες. Ο αλεθουργιάρης μετέφερε τους τενεκέδες στο σπίτι της νοικοκυράς και αυτή άδειαζε το λάδι σε πανοπύθια. Η πληρωμή του αλεθουργιάρη ήταν μια οκά λάδι στα δέκα μόδια ελιές, μαζί με το καθιερωμένο φαγητό.

Μια οκά λάδι στα δέκα μόδια έπαιρνε το αλεθουργιό, που είχε και άλλα οφέλη: Τα μαύρα ζουμιά που έμεναν στην σκάφη τα έριχναν στον λάκκο (υπόγεια δεξαμενή). Όταν τελείωνε η περίοδος των ελιών, ο ιδιοκτήτης του αλεθουριού άνοιγε το λάκκο κι έβγαζε αρκετές οκάδες «αμούργα», που δε τρωγόταν γιατί είχε πολλά οξέα, άλλα ήταν κατάλληλη για την παρασκευή σαπουνιού.

Για το άλεσμα των ελιών χρησιμοποιούσαν μυλόπετρες. They used millstones to grind olives.

Την πυρήνα που έμενε από το σφίξιμο των ελιών την έκαιγαν στα τζάκια, στους φούρνους και στα μαγκάλια τον χειμώνα ή την ανακάτευαν με την τροφή που έδιναν στους χοίρους. Αν δεν την ήθελε ο παραγωγός των ελιών, την κρατούσε ο ιδιοκτήτης του αλεθουργιού και την πουλούσε στους εμπόρους που την μετέφεραν στην Ρόδο και την πουλούσαν στα σαπωνοποιεία. Αυτοί την έβραζαν μέσα σε τεράστια καζάνια και με το πυρηνέλαιο που επέπλεε έφτιαχναν σαπούνια.

Μόλις τελείωνε το μάζεμα των ελιών, άρχιζε το κλάδεμα και το σκάψιμο ένα γύρω από τα ελαιόδεντρα. Για την αναπαραγωγή των ελαιόδεντρων έκοβαν μεγάλους κλάδους δυο με τρία μέτρα μήκος, έκοβαν τα παρακλάδια τους και μέσα σε ένα λάκκο ενός μέτρου βάθους έστηναν δυο – τρεις. Φρόντιζαν ο πάτος του λάκκου να έχει υγρασία και όταν δεν έβρεχε έριχναν μέσα στον λάκκο νερό.

Όταν οι «χάλοι» άρχισαν να βγάζουν ρίζες, τους μεταφύτευαν σε ένα χωράφι που προοριζόταν για λιόφυτο, κρατώντας δέκα μέτρα απόσταση μεταξύ των. Μετά από πέντε χρόνια οι χάλοι άρχιζαν να βγάζουν καρπό, και περνούσαν τριάντα χρόνια μέχρι να γίνουν κανονικά ελαιόδεντρα. Γι αυτό, για όποιον φύτευε χάλους, λέγανε ότι δεν το έκανε για τον εαυτό του, αλλά για τα παιδιά και τα εγγόνια του.

Όταν το δέντρο άρχιζε να γερνάει έκοβαν τον κορμό του ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και εκεί που ήταν το κόψιμο του κορμού το σκέπαζαν με λάσπη και από πάνω έβαζαν μια πλάκα. Τον επόμενο χρόνο άρχιζαν να βγαίνουν παρακλάδια που σιγά μεγάλωναν και μετά από τέσσερα πέντε χρόνια άρχιζαν να βγάζουν καρπό. Όσον μεγάλωναν οι κλάδοι, τους κλάδευαν με τέτοιο  τρόπο, ώστε να αναπτύσσονται οριζοντοκάθετα παίρνοντας το λεγόμενο κυπελλοειδές σχήμα, κάνοντας πιο εύκολο το μάζεμα του ελαιόκαρπου.

Μέσα σε πανοπύθια αποθήκευαν το λάδι. Into pitchers they stored the oil (Photo-Evangelia Voulgaraki).

Olive growing in Karpathos

By Manolis Cassotis

Since ancient times, the olive trees have been cultivated in the countries surrounding the Mediterranean, because they thrive in the Mediterranean climate. Its roots go deep into the ground and absorb water in the summer months and during times of drought. The ancient Greeks placed such importance on the olive tree that they kept an olive tree on the Acropolis in honor of the goddess Athena and crowned the winners of the Olympic Games with wreaths of olive leaves.

The first country in olive cultivation is Spain, second Italy, third Greece, followed by Turkey, Tunisia and other Mediterranean countries. After the discovery of America, olive cultivation “migrated” to Argentina, Chile and California, which have a climate like the Mediterranean.

As for Greece, the olive tree is cultivated in areas of mainland Greece that are close to the sea and especially on the islands, with Crete first, followed by Lesvos, Corfu and the other islands, including Karpathos.

According to a family tradition, the cultivation of olive trees in Karpathos was brought from Crete by Alexis Alexakis. Of course, the cultivation of olive trees in Karpathos was known since ancient times, but this tradition may have some connection with the cultivation of olive trees in Karpathos, because during the years of piracy the Karpathians from the lowlands, where the olive tree thrived, withdrew to the mountains, as confirmed by Ross who visited Karpathos in 1843 and found olive cultivation in the lowlands neglected.

Τα μεγάλα λιόφυτα ανήκαν στους «κανακάριδες» και «κανακαρές». The large olive fields belonged to the big landowners.

According to this tradition: When the Revolution of 1821 broke out in Crete, Nicholas Alexakis took his men and went to the mountains to fight the Turks. In a battle, he and his children who were fighting with him were killed, and the only one who survived was his brother Anastasius, who arrived in Karpathos on a Kassian sailboat and in 1827 brought his nephew Alexis, who due to his age had not gone with his father to fight. Later, with the help of his relatives, he sold what was saved from his father’s property and with the proceeds he bought large estates in Karpathos and became “kanakaris” (big landowner). He settled in Aperi and in 1840 he married Zoe Pyliati, one of Aperi’s “kanakaras”.

Alexakis was devoted to olive cultivation, planted many “halous” (branches of olive trees) that he brought from Crete and grafted many wild olive trees on the plain of ancient Poseidion. At first, Alexakis encountered great difficulties because the goats of Lentos, a shepherd of the area, destroyed the young olive trees. Lentos paid no attention to Alexakis’ complaints and protests, who wanted to turn the valleys of Karpathos into Cretan olive groves. Indignant, Alexakis brought a rifle from Crete and with it he killed Lentos’ goats when they approached the olive trees. Ultimately, the battle was won by Alexakis’ olive trees, because the largest olive groves of Karpathos developed in the plain of Poseidion and from there olive trees cultivation expanded to other villages.

This tradition is supported by the fact that the olives of Rhodes are much larger than the olives of Karpathos, which are the same size as those of Crete. Also, Vangelistra’s priest, Nicholas Sakellaridis, born in Menetes around 1860, used to say that when he was young there were few olive trees starting from Pigadia and going towards Voutsas.

Most of the olive trees in Pigadia belonged mainly to Aperitans “kanakaras” and “kanakarides”. The olive trees bore olives for one year and rest the next, limiting their production. According to Slita, the first agronomist of Karpathos after the union with Greece, in the good year the oil production of Karpathos exceeded 50,000 okas (1280 grams per oka).

The olive harvest begins in October, after the first rain, and lasted until December, and if it was late in raining, it went until January. Because the size of the olives of Karpathos is small but with a high oil content, it requires fast and many hands. The “koftrouses” (women who collect the olives) with a basket in their waists climbed onto the olive trees or around with the tripod ladders to harvest the olives. They left a few olives on the tops of the olive trees for the birds that had their nests to eat. Each woman harvested around two and a half “modia” (a modi is equivalent to 16 kilograms).

Given that a “modi” of olives yielded around two and a half okas of oil and each olive cutter gathered around two and a half “modia” per day, the 50,000 okas of olive produced in a good year, were equivalent to 20,000 modia of olives and 8,000 working days. For those who had a few olive trees in Pigadia and for those who lived in the villages, there was no problem, since each housewife gathered the olives with her family or with the labor exchange of another housewife.

The Kanakaras of Aperi had a problem, as they did not have the required number of workers. After the feast of the Cross in the Castle, they would go down to Poseidion to prepare their stables, wash the “panopithia” (pitchers to store the olive) and find “coftruses” (olive picker workers), usually the same women they had in previous years, from Olympos, Arkasa, Menetes and Pigadia. For the coftruses who did not have a relative’s house in Pigadia, Kanakara would find a stable to stay. The daily wage was 300 drams of oil (equivalent to 960 grams) with a lunch of stewed cod.

Every day when the olive harvest finished, an “alethuriaris” (mill worker) would come to the olive grove to transport the olives to the “kanakara’s” stable. That same evening, two or three coftruses would come to kanakara’s stable and, by lamplight, would separate the olives from the olive leaves. After a week or two, alethuriaris would come to transport the olives from the stable to “alethurio” (olive mill).

During the Turkish occupation, the Karpathians used wooden presses to squeeze and extract the oil from the mashed olives. Later, with the development of olive cultivation, they brought iron presses. Around 1890, Nicholas Alexakis built an olive mill in Kyra Panagia next to Myli’s rivulet with the first iron press that came to Karpathos. Subsequently, in Pigadia, the olive mills of Nicholas Pahountis (Antimisiaris), Nikitas Lyristakis, Venetsiana Nikitiadi, Vasilis Sarris and Michael Makris were equipped with iron presses.

Alexakis’s oil mill consisted of a large room (10X20 meters). On one side was the mill where the olives were grounded and on the other the iron press where the mashed olives were squeezed. The mill had four stone cylinders, the inner one was larger in diameter but thinner than the others, which as they moved from the center outwards the diameter decreased, and their thickness increased. Above the mill was a “musandra” (wooded platform), in the middle of which above the center of the mill there was a “kofinia”, wooded inverted four-sided truncated pyramid one meter high.

The press consisted of a square iron base one meter long and 10 centimeters thick, above which another iron plate of the same dimensions moved vertically. Next to the iron press was a vertically placed tall pine trunk connected by a thick rope to the iron press, which rotated with the help of iron levers, raising and lowering the iron plate.

Each olive mill was associated with the alethuriaris (millers), the father with his sons who had two or three mules. The millers transported the olives from the field to the owner’s house and from there, when enough were collected, to the olive mill. They emptied the olives into the “kofinia” and adjusted it’s opening so that they slowly fell into the center of the mill. As the mules turned the stone cylinders, the olives were mashed and because the floor of the mill declined from the center to the periphery, the pulp moved outwards and fell into a stone pit located on the periphery of the mill.

From the stone pit, the mill workers took the pulp and put it in square blankets made of goat wool and folding them from the four corners they took the shape of one square meter bags. They stacked ten bags in the iron press and squeezed them until the oil came out mixed with black juices, which ran inside the vessel. The housewife collected the oil that floated to the top, at first with a small tin can and then with her palm and put it in tin cans. The mill workers carried the tin cans to the housewife’s house, and she emptied the oil into pitchers. The mill workers’ payment was one oka oil for every ten modia of olives, along with the standard meal.

One oka oil for ten modia of olives was given to the mill owner, who has additional benefits: The black juices that remained in the vessel were thrown into an underground cistern. When the olive season ends, the mill’s owner will open the cistern and extract several okas of “amurga”, inedible oil with many acids but suitable for making soap.

The pits left over from the pressed olives were burned in fireplaces, ovens and braziers or mixed with the feed given to pigs. If the olive producer did not want them, the mill’s owner kept them and sold them to merchants who transported them to Rhodes and sold them to soap factories. They boiled them in huge cauldrons and made soap with pomace oil.

As soon as the olive harvest was over, the pruning and digging around the olive trees began. To propagate the olive trees, they cut large branches two to three meters long, cut off their side branches and placed two or three in a pit one meter deep. They made sure that the bottom of the pit was moist and when it did not rain, they poured water into the pit.

When these branches began to develop root, they were transplanted into a field intended for olive grove, keeping them ten meters apart. After five years, they began to bear olives, and thirty years passed before they grew up to big size olive trees. That is why, for anyone who planted them, it was said that he did not do it for himself, but for his children and grandchildren.

When the tree began to grow old, its trunk was cut one meter above the ground and where the trunk was cut, it was covered with mud and a slab was placed on top. The following year, branches began to emerge and slowly grew and after four or five years began to bear olives. As the branches grew, they were pruned in such a way that they grew horizontally and vertically, taking on the so-called cup-shape, making it easier to pick the olives.

0 comments on “Ελαιοκαλλιέργεια στην Κάρπαθο (Also in English)

Αφήστε μια απάντηση

Social Profile

Watch Live News

Ads Banner