Στο δεύτερο ψηλότερο χωριό της Ρόδου, υπάρχει η οικία του Ρόδιου ποιητή Ιωάννη Κωνσταντάκη (1908-1985) η οποία δωρήθηκε από τον ίδιο στην κοινότητα Έμπωνας. Σύμφωνα με το μεσιά, η ανέγερσή του έγινε το 1842 γεγονός που το κατατάσσει στα παλαιότερα παραδοσιακά σπίτια της περιοχής. Για να παραμείνουν έντονες οι εικόνες εκείνης της εποχής, ο χώρος αξιοποιήθηκε, χωρίς να υπάρξει αλλοίωση των χαρακτηριστικών του.
Στο κέντρο, σχεδόν, του χωριού δύο μεγάλα πλακόστρωτα πλατύσκαλα και ένας παραδοσιακός φούρνος κουρασμένα από το χρόνο οδηγούν στην μικροσκοπική είσοδο του οικήματος. Περνώντας προσεκτικά για να μη χτυπήσεις το κεφάλι σου, μια ιδιαίτερη μυρωδιά προδίδει την ηλικία του, ενώ ο πάτους σε κάνει να αναρωτιέσαι πως δεν έχουν ξεφυτρώσει χορταράκια. Σχεδόν όλα τα υλικά μέσα στο σπίτι προέρχονται απευθείας από τη φύση, χωρίς να έχει ακολουθηθεί ιδιαίτερη επεξεργασία τους. Ξεκινώντας από το βαθύτερο σημείο του σπιτιού είναι ο στάβλος για τα ζώα και η πάχνη ακριβώς δίπλα. Εκείνη την εποχή, οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί και ζούσαν μαζί με τα ζωντανά τους. Στον τοίχο, τα γεωργικά εργαλεία είναι παρατεταγμένα, μαρτυρώντας τις ασχολίες των κατοίκων. Τα υνιά, το μουστούχι, τα πασκιά, τα φτυάρια, τα δρεπάνια, τα τριάχτυλα για το αλώνισμα δείχνουν πως ασχολούνταν με τα χωράφια και τα σιτηρά, ενώ το κερόξυλο, η κερολεκάνη και μερικά φυσικά κεριά, προδίδουν την ασχολία τους με τη μελισσοκομία και την κηροπλαστική. Εκεί δίπλα ο αργαλείος φαίνεται να νοσταλγεί τις μέρες που η νοικοκυρά έφτιαχνε σε αυτό τα γισάκια, τα χρέμια και τα σκεπάσματα είτε από βαμβάκι, είτε από το μαλλί των προβάτων και των κατσικιών. Απέναντί του, είναι οι σταμνοθήκες και η άρεκλα, όπου υπάρχει μια ποικίλη συλλογή από εργαλεία επεξεργασίας του μαλλιού – όπως η λονάρα και το μαγγάνι – και του βαμβακιού, σκεύη και σύνεργα ζυμώματος του ψωμιού. Επιπλέον, για την αποθήκευση υφασμάτων υπάρχουν και τα σεντούκια, από μία νεότερη εποχή. Μια διαφορετική, πιο σύγχρονη νότα, δίνει μία ξύλινη βιτρίνα με τις φωτογραφίες του Ιωάννη Κωνσταντάκη, την ποιητική του συλλογή και τις μεταφράσεις βιβλίων που έχει υπογράψει. Στα αριστερά της εισόδου είναι η τσιμιά με τον σουφά, διαχωρίζοντάς τον από το υπόλοιπο κτίσμα, μόνο ένα οριζόντιο ξύλο χωμένο στο χωμάτινο πάτωμα. Εκεί είναι τοποθετημένο το σινί και κρέμονται οι νάκες. Τριγύρω από την τσιμιά υπάρχουν ράφια με πήλινα σκεύη και εικονίσματα, ενώ δίπλα της είναι στερεωμένη η πιατοθήκη.Δίπλα στον σοφά είναι ο πάγκος για τα σκεπάσματα και ο απόκρατος, με διάφορα πιθάρια, βυτίνες, κουζιά και λαγίνια στο εσωτερικό του. Στο κρεβάτι είναι στολισμένα όλα τα σκεπάσματα και τα χρέμια, δείχνοντας έτσι το πόσο νοικοκυρά ήταν η γυναίκα του σπιτιού. Εκεί κοιμόταν όλη η οικογένεια, συνήθως, κι αν δεν χωρούσαν εκεί, τα παιδιά κοιμόντουσαν στην άρεκλα. Φεύγοντας από εκεί, μια τελευταία γενική ματιά σε προτρέπει να μη λησμονήσεις να κοιτάξεις τον κατσουνά, τα καντάρια, το τυρικό και την ψωμοθήκη που κρέμονται από το κεντρικό κορφάδι. Κάπως έτσι τελειώνει κι ένα ταξίδι στο μακρινό παρελθόν, θυμίζοντας πόσο διαφορετικό ήταν το τότε από το τώρα.
Ωράριο λειτουργίας:Κατόπιν συνεννόησης
Στοιχεία επικοινωνίας
Τηλ: 22460 41590 (ΚΕΠ Έμπωνας)