
Ο Παντελής Διακογεωργίου μιλά για τα Σιάνα και το βιβλίο που έγραψε σε συνέντευξή του στη “Ροδιακή”
Συνέντευξη στη
Ροδούλα Λουλουδάκη
Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, ό,τι κι αν δει, πατρίδα του είναι εκεί που μάτωσε τα γόνατά του! Αυτήν αποζητά, εκεί γυρίζει, γεμάτος μνήμες και θύμησες που ο χρόνος δεν έχει σβήσει. Ο Παντελής Διακογεωργίου δεν πάει να σπούδασε Ιατρική, να έγινε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1980
Ο αγαπητός μας νομίατρος από το 1982, με τη συναξιοδότησή του λίγα χρόνια πριν, με το χωριό του τα Σιάννα ασχολήθηκε.
Γι αυτό έγραψε το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να μάθουν όσοι δεν γνωρίζουν τι πρόσφερε αυτή η κουκίδα στο χάρτη την οποία επιμένει να γράφει με δύο «ν».
Μιλήστε μου για το χωριό σας, τα Σιάννα που σας ενέπνευσαν να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Τα Σιάννα είναι ένα χωριό που παράγει λάδι, από τα καλύτερα μέλια, αλλά και σταφύλια που βγάζουν την καλύτερη σούμα από την ποικιλία Αθήρι. Παλιά είχε ανεπτυγμένη την κτηνοτροφία, γι αυτό και πολλές τοποθεσίες τις ονόμαζαν γενικά «μάντρες» επειδή εκεί μαντρώνονταν τα πρόβατα, τα κατσίκια κι οι αγελάδες. Τώρα έμειναν μόνο δύο βοσκοί.
Τότε τις αγελάδες τις χρησιμοποιούσαν περισσότερο για το όργωμα παρά για την παραγωγή γάλακτος. Οι Σιαννίτες ήταν γνωστοί για την παράδοσή τους στη φιλοξενία. Ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, κάθε σπίτι είχε και τον οικογενειακό φίλο από τα γειτονικά χωριά. Κυρίως το καλοκαίρι, στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα που γιορτάζουμε στις 27 Ιουλίου. Κάθε σπίτι είχε τους «γιαρένηδές του». Τους κοίμιζε και τους τάιζε για μέρες, εκεί κοντά στο πανηγύρι.
«Γιαρένης»! Τι λέξη είναι αυτή;
Τούρκικη και σημαίνει «φίλος της οικογένειας». Οι Σιαννίτες λοιπόν είχαν πολλούς φίλους. Πολύ στενή φιλία είχαν με Χαλκίτες, οι οποίοι έρχονταν από απέναντι από τη Χάλκη με βάρκες, για το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα 4-5 μέρες πριν. Έφευγαν και γέμιζαν τα καΐκια τους με προϊόντα του χωριού: σταφύλια, σύκα, απίδια, καρπούζια, πεπόνια. Ήταν δε πολύ γλεντζέδες οι Χαλκίτες και οι Χαλκίτισσες. Τραγουδούσαν, χόρευαν την χαλκίτικη σούστα
Μέχρι σήμερα έτσι είναι. Χαρακτηριστικά θα σας πω ότι βρήκα φίλους τις προηγούμενες μέρες και ρώτησα για έναν κοινό φίλο. Λέω, «βρε, τι δουλειά κάνει, ψαρεύει?» «Όχι, χορεύει και τραγουδά»! Έξω καρδιά.
Τι θυμάστε από το πανηγύρι των παιδικών σας χρόνων;
Το πανηγύρι ήταν την παραμονή για τους ξένους και ανήμερα για τους ντόπιους. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται και σήμερα. Όσοι έρχονταν την παραμονή τους φιλοξενούσαν. Συνέρεαν από όλο το νησί με γαϊδουράκια, μουλάρια, με κάρα και αργότερα τις δεκαετίες ΄50 και ΄60 με φορτηγά. Ξεκίναγε η σούστα η Μπονιάτικη, τα καλαματιανά και αργά έπαιζαν και κανένα ταγκό.
Η δική σας οικογένεια με τι ασχολείτο;
Γεννήθηκα τα χρόνια του πολέμου. Ήμασταν δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο πατέρας δάσκαλος στο χωριό, ένας πολυμαθής άνθρωπος με ξένες γλώσσες, με ενδιαφέροντα, με ευαισθησία για τη γη. Έφτιαχναν, μαζί με τη γιαγιά μου, από τα καλύτερα κρασιά στην περιοχή, για ιδίαν χρήση και για τους φίλους τους.
Τα τελευταία χρόνια το ΄44 και ΄45 δεν είχαμε ούτε ψωμί να φάμε. Ήρθαν οι ʼγγλοι το 45 κι έφεραν τα μπισκότα. Πέσαμε τότε όλα τα μικρά παιδιά με τα μούτρα. Τελείωσα το δημοτικό στο χωριό και ήρθα στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Τότε για να πας γυμνάσιο έπρεπε να ξενιτευτείς. Τα παιδιά από όλα τα γύρω χωριά ερχόμασταν στην πόλη και μέναμε σε δωμάτια για τα οποία πληρώναμε ενοίκιο. Κάθε Σάββατο ερχόταν το σακούλι από το χωριό, με το ψωμί το ζυμωτό, που διατηρείτο για 1 εβδομάδα και το λάδι, τις σταφίδες, τα σύκα τα καρύδια. Εγώ έμαθα ποδήλατο με αντάλλαγμα, στο φίλο που μου το δάνειζε, καρύδια και σύκα. Ωραία χρόνια, με πιάνει η νοσταλγία καμιά φορά.
Ήταν πολλά παιδιά από τη γύρω περιοχή που άφηναν τα σπίτια τους για να φοιτήσουν στο γυμνάσιο;
Πολλά από τη Μονόλιθο, τον ʼγιο Ισίδωρο, τον Έμπωνα
Δεν είχες άλλο μέσο. Ή θα γινόσουν γεωργός ή θα μάθαινες γράμματα. ʼλλοι έμεναν στο χωριό, άλλοι μάθαιναν γράμματα, άλλοι πήγαιναν στην Αυστραλία. Έφευγαν τότε τα καλύτερα παιδιά. Θυμάμαι τα γλέντια του αποχαιρετισμού που ήταν ολονύκτια κι όλο το χωριό τους ξεπροβόδιζε στις 6 -7 το πρωί που περνούσε το λεωφορείο. Όλο το χωριό ήταν εκεί και η καμπάνα χτυπούσε. Πολλοί ξανάρθανε ύστερα από 30 ή 40 χρόνια. Έχω έναν ξάδελφο, που είχε 53 χρόνια να έρθει από την Αυστραλία. ʼλλοι δεν γύρισαν ποτέ.
Η ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο για το χωριό σας πότε σας ήρθε;
Ήθελε να γράψει ο πατέρας μου ένα βιβλίο για τα Σιάννα. Είχε γράψει αρκετές σελίδες, ήταν σχεδόν έτοιμος να το εκδόσει, όμως ο θάνατος τον πρόλαβε. Οι σημειώσεις εκείνες χάθηκαν. Τις κάψαμε, τις πετάξαμε δεν ξέρω, φαίνεται ότι χάθηκαν. Αυτό με έκανε να υποσχεθώ, στη μνήμη του, πως όταν αξιωθώ θα συνεχίσω αυτό που δεν ολοκλήρωσε εκείνος. Έγινε εφικτό με τη συνταξιοδότησή μου. Μου πήρε 2,5 χρόνια αυτό το βιβλίο. Έπρεπε να βρω τη διάθεση και την έμπνευση. Με βοήθησε πολύ το να ανατρέχω στο βιβλίο του Χριστόδουλου Παπαχριστοδούλου για την «Ιστορία της Ρόδου», αλλά χωρίς τον Κυριάκο Χονδρό δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα. Στις 6 Αυγούστου, στη Γιορτή Μελιού στα Σιάννα, θα το παρουσιάσω.