
Γράφτηκε στα ΠΑΤΜΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ έτος 1972
Του Ευαγγέλου Πρωτοψάλτη Υφηγητή της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Όταν ευτύχησα κάποτε να περάσω τις εορτές του Πάσχα στο πανάγιο και πανέμορφο νησί της Πάτμου, ένας ευγενέστατος και πολυδιαβασμένος καλόγερος της βασιλικής και πατριαρχικής μονής Ιωάννου του Θεολόγου, ο Προηγούμενος Μελέτιος Μαργιόλος, μου είπε σε μια από τις πολλές συνομιλίες μας:
«Εδώ, στο νησί αυτό της Θείας Αποκαλύψεως, γεννήθηκε, αδελφέ μου, κι ευλογήθηκε η μεγάλη επανάσταση του ελληνικού γένους». Κι όταν είδε κάποια έκπληξη στο πρόσωπό μου, επρόσθεσε με ολοφάνερη Πατμιακήν υπερηφάνεια:
«Ό, τι είναι για τον Χριστιανισμό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης που είδε το μέγα όραμα και υπηγόρευσε την Θείαν Αποκάλυψιν εδώ στο ιερό του σπήλαιο, παρόμοιος στις αναλογίες του είναι κι ο Πάτμιος Εμμανουήλ Ξάνθος για την πολιτική ανάσταση το Ελληνισμού».
Εννοούσε προφανώς ο σεβάσμιος φίλος μου, ότι ο συμπολίτης του Μανώλης Ξάνθος συνέλαβε πρώτος το πνεύμα του καιρού του κι εσχεδίασε με σοφία και τέχνη, αυτός πρώτος, τη θαυμαστή οργάνωση της Φιλικής Εταιρίας, η οποία ενσάρκωσε την ενδιάθετη βούληση του υποδούλου έθνους, απλώθηκε ως ιστός αράχνης ανάμεσα στους ομοεθνείς μας και πολλούς Βαλκανίους, έδωσε θάρρος κι αισιοδοξία στο υπόδουλο γένος κι έσπρωξε τους Έλληνες να ζητήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία με τα όπλα τους και με την αρετή τους.
Εννοούσεν ακόμη ο άγιος Προηγούμενος, ότι στον μεγάλον ελληνικόν εγώνα του 21 αφιερώθηκε ολόκληρο το ιερό νησί του Θεολόγου ακολουθώντας έξοχους Πατμίους, που έπαιξαν πρωταρχικό, σημαντικότατο ρόλο στην προπαρασκευή και στην έναρξη της επαναστάσεως.
Ονόματα μεγάλα, δοξασμένα που τα ετίμησεν η Ελλάδα κι η Ιστορία και που η τιμή τους αντανακλά ίσια στο μικρό αλλά πολυτιμημένο νησάκι της Πάτμου: Ξάνθος, Θεόφιλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Δημήτρης Θέμελης, Μιχαήλ Πάγκαλος, Μανώλης και Γεώργιος Καλός, Μανώλης Ξένος, Στέφανος Παλαιολόγος κι άλλοι ακόμη πολλοί Πάτμιοι που επρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες εντός και εκτός της Ελλάδος και σ’ όλες τις μορφές του μεγάλου εκείνου εθνικού αγώνα.
Μεγάλη μορφή ελληνική άξια να πάρει ζηλευτή θέση στο Πάνθεο της ελληνικής ιστορίας ανάμεσα στις πιο μεγάλες προσωπικότητες, είναι ο Μανώλης Ξάνθος. Το όνομα του είναι πια πασίγνωστο, αλλά δεν είναι εξ ίσου γνωστές οι υπηρεσίες του στην πατρίδα, η καλύτερα να είπω ότι δεν είναι εντελώς ξεκαθαρισμένη η θέση του ανάμεσα στους ιδρυτές και αρχηγούς της Φιλικής Εταιρίας.
Εγεννήθη στην Πάτμο το 1772 κι εσπούδασε στην Πατμιάδα Σχολή, το περίφημο σχολείο της Πάτμου, απ’ όπου πέρασαν ως δάσκαλοι του πνευματικού ελληνισμού. Τολμηρός και ακόμη φιλόδοξος κι εκ φύσεως και οραματιστής, ξενιτεύεται εικοσάχρονος κι ήλθε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως καταστιχάριος σε μεγάλον εμπορικό οίκο που ασφαλώς θα ανήκε σε κάποιος μεγαλέμπορο Πάτμιο, απ’ αυτούς που βρίσκουμε την εποχή αυτή εγκατεστημένους θαυμάσια στις μεγάλες εμπορικές πόλεις της Ευρώπης.
Στα 1810 ήλθε για πρώτη φορά στην Οδησσό, όπου εδούλεψε ως γραμματικός στο κατάστημα του μεγαλέμπορου Βασιλείου Ξένη.
Το 1812 τον βρίσκουμε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνεταιρίστηκε με τους Γιαννιώτες Ασημάκη Κροκίδη, Χριστόδουλο Οικονόμου και Κυρικάκο Μπισαξή για να κάμουν εμπόριο λαδιών. Για λογαριασμό των συνεταίρων του αυτών ταξίδεψε στις αρχές του 1813 στην Πρέβεζα και στα Γιάννενα κι επέτυχε να πάρει από τον Αλή Πασά την άδεια εξαγωγής μεγάλης ποσότητος λαδιού με τη μεσολάβηση του γραμματικού του Μάνθου Οικονόμου, αδελφού ενός από τους συνεταίρους του.
Τότε, επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη, πέρασε από την Λευκάδα, όπου μυήθηκε στον τεκτονισμό από τον φίλο του Παναγιώτη Καραγιάννη. Η λεπτομέρεια αυτή υπήρξε πολύ σημαντική στη ζωή του Ξάνθου, γιατί του άνοιξε νέους ορίζοντες και νέες προοπτικές για τα πατριωτικά σχέδια που καλλιεργούσε στο μυαλό του.
Τον Νοέμβρη του 1813 τον βρίσκουμε για δεύτερη φορά στην Οδησσό. Τότε, καθώς γράφει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, γνωρίστηκε για πρώτη φορά με τους δυο πατριώτες από την Ήπειρο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Η μεγάλη φιλοπατρία, ή κοινή αγωνία για την τύχη του ελληνισμού, ο κοινός πόθος για το μέλλον της πατρίδας, έδεσε στενά τους τρεις αυτούς φίλους, κι από τον συνδυασμό τους αυτόν ξεπήδησε κάποια νύχτα του 1814 η Φιλική Εταιρία.
Μεταξύ των τριών ιδρυτών της Φιλικής Εταιρίας εδέσποσεν εξ αρχής η προσωπικότης του Νικολάου Σκουφά, ο οποίος, όσο ζούσε, κράτησε την πρώτη θέση στην απρόσωπη αρχή της οργανώσεως, θεωρούμενος από τους συμπρωταγωνιστές του πρώτος μεταξύ ίσων. Αλά ποιος από τους τρεις φίλους είχε την έμπνευση της συστάσεως μυστικής πατριωτικής εταιρίας; Κανένας δεν μας το είπε γιατί κανένας δεν παρακολούθησε τις ατέλειωτες συζητήσεις τους στις μακρές νύχτες του χειμώνα 1813 – 1814 στην Οδυσσό. Αλλά μπορούμε νομίζω, να εικάσουμε, ότι το ανήσυχο πνεύμα του Ξάνθου (ζωηρό κι ανήσυχο, καθώς αποδείχτηκε σ’ όλη του τη ζωή), είχε την πρώτη έμπνευση, συνέλαβε την πρώτη ιδέα κι επρότεινε την ίδρυση της Εταιρίας.
Ο ίδιος το διατυπώνει καθαρά στ’ Απομνημονεύματά του, τα οποία τα θεωρούμε τώρα σαν την καλύτερη πηγή για την ιστορία της Φιλικής Εταιρείας. Κι αφού τον πιστεύουμε σ’ όλα τ’αλλα, γιατί θα τον αρνηθούμε στο σημείο αυτό, έστω κι αν μιλάει για τον εαυτό του:
Ο ρόλος του στο έργο της Φιλικής Εταιρίας υπήρξε μεγάλος, πρωταρχικός. Πάνω απ’ όλες τις υπηρεσίες του στέκεται η αποστολή του στην Πετρούπολη κατά τις αρχές του 1820.
Εκεί τότε κράτησε στα χέρια του όχι μόνο την τύχη της Εταιρείας, αλλά την τύχη του Έθνους. Η εκλογή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη ως αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας, ως αρχιστρατήγου στον επαναστατικόν αγώνα που προετοίμαζαν οι Φιλικοί, έβαλε στερεά θεμέλια στην επαναστατική κίνηση κι επροδίκαζε την επιτυχία της.
Γιατί, πραγματικά, δεν υπήρχε τότε σ’ όλο τον κόσμο προσωπικότης καταλληλότερη από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να υπηρετήσει τα σχέδια της Εταιρείας σ’ όλη τους την έκταση και σ’ όλες τις πλευρές τους.
Ταπεινό, αφανές σχεδόν, υπήρξε το τέλος του Ξάνθου, καθώς άλλωστε και των άλλων πρωταγωνιστών της Φιλικής Εταιρίας. Οι μεγάλοι πατριώτες εκείνοι, όταν έκαμαν ολόκληρο το καθήκον τους απεσύρθησαν από το προσκήνιο τη» ελληνικής ζωής, όπως κάνουν οι αληθινοί ήρωες κι απέθαναν ταπεινοί και λησμονημένοι.
Ενώ το όνομα του Ξάνθου είναι πασίγνωστο, λίγοι γνωρίζουν τη φήμη του μεγάλου τέκνου της Πάτμου, του πατριάρχη Αλεξανδρίας Θεοφίλου Παγκώστα, ο οποίος εθυσίασε τον θρόνο του κι όσα αγαθά επήγαζα απ’ αυτόν, για να αφοσιωθεί στον μεγάλον εθνικό μας αγώνα. Ο Θεόφιλος κατείχε τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρίας από το 1806, όταν πέθανε ο προκάτοχος και θείος του Παρθένιος Παγκώστας που υπήρξε προστάτης του και οδηγός του.
Περί τα τέλη του 1819 ο Θεόφιλος ήλθε στην Πάτμο, για να αναρρώσει από μακρόχρονη αρρώστια κι εκεί στο νησί του τον βρήκε η έκρηξη της επαναστάσεως του 1821. Είχεν ήδη μυηθή στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας από τους μεγάλους Φιλικούς Αντώνιο Πελοπίδα και Δημήτιο Ίπατρο που πηγαίνοντας για την Αίγυπτο και την Κύπρο πέρασαν από το νησί της Πάτμου στις αρχές Μαρτίου του 1820. Οι εθνικές του υπηρεσίες και μάλιστα η ηθική συμπαράσταση την οποία επρόσφερε στην επανάσταση και στην πρώτη Ελληνική Πολιτεία ως το 1833 που εκοιμήθη στην Πάτμο, είναι ανυπολόγιστη,. Χαρακτηριστικά είναι όσα του έγραφε στην Πάτμο – προσφωνώντας τον
«κλέος των Πατριαρχών, δόξαν του Γένους και στήριγμα της Ελλάδος o Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 5 Μαρτίου 1821:
«Εχάρημεν όσον ουδέποτε, επειδή έγνωμεν πραγματικώς και επληροφορήμεν αναμφιβόλως ότι ζώσιν έτι χάριν της Ελλάδος Βασίλειοι κα Χρυσόστομοι διακρατούντες τους πνευματικούς της οίακας και κυβερνώντες ευεπηβολώτατα εις όρμον σωτήριον. Ζήθι ουν, θεσπέσιε άνερ, τοιούτος ων και φρονών όσα η θεία βουλή προώρισεν από χρόνων αιωνίων δι’ αποκαλύψεων και προρρήσεων».
Για τον πατριάρχη Θεόφιλο Παγκώστα έγραψε πολλά και σημαντικά ο Πάτμιος καθηγητής της Φαρμακογνωσίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που θεραπεύει με πολλήν επιτυχία, εκτός από την επιστήμη του, και τη μούσα της Ιστορίας.
Για να εξαντλήσει ο ιστορικός τη συμβολή της Πάτμου στον ιερό μας αγώνα πρέπει βέβαια να γράψει ολόκληρο τόμο. Αλλά κι από ένα μικρό άρθρο σαν κι αυτό δεν μπορεί να λείψει το όνομα του «άρχοντα ισπράβνικου» Δημητρίου Θέμελη, εμπόρου Πατμίου που εμυήθη Φιλικός στο Γαλάτζι της Βλαχίας από ον αρχιμανδρίτη Παπαφλέσσα στα 1818. Υπήρξεν από τους δραστηριότερους αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας κι έδρασε ως αντιπρόσωπος του Υψηλάντη στα Ψαρά, στην Μυτιλήνη, στις Κυδωνίες, στη Σμύρνη, στην Πάτμο, στην Κάσο, στη Σάμο και γενικότερα στα νησιά του Αιγαίου.
Στην επανάσταση επρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες. Η τελευταία του υπηρεσία ήταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι ως μέλος της τριμελούς επιτροπής που κυβερνούσε την ηρωική πόλη μαζί με τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο και τον Γεώργιο Κανναβό. Εκεί πέθανε από τις κακουχίες το 1826. Τις μεγάλες εθνικές υπηρεσίες του Θέμελη έγραψε ο Πάτμιος καθηγητής Μ.Η. Μαλανδράκης στο βιβλίο του «Συμπληρωματικαί σελίδες της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Εν Αθήναις, 1929).
Μετά το τέλος της επαναστάσεως, όταν η Πάτμος μαζί με τ’ άλλα Δωδεκάνησα έμειναν έξω από τα όρια του μικρού ελληνικού κράτους σύμφωνα με τα αλλεπάλληλα πρωτόκολλα των προστάτιδων δυνάμεων, μέγα πένθος εσκέπασε τις ψυχές των Πατμίων που έβλεπαν με θλίψη τους να ξαναγυρίζουν πάλι στον ζυγό τον Τούρκων ύστερα από δέκα χρόνων ελεύθερο βίο.
Και στις 30 Ιουνίου του 1820 έστειλαν στον Κυβερνήτη Καποδίστρια μια έκκληση, την πιο τραγική απ’ όσες εδιάβασα αυτής της εποχής, παρακαλώντας τον να μεσολαβήσει στους μονάρχες της Ευρώπης «δια να τους εισάξωσιν εις την ολομέλειαν των συναδελφών των Ελλήνων». Το πολύτιμο αυτό έγγραφο που βρίσκεται στο αρχειοφυλάκιο της μονής του Θεολόγου στην Πάτμο, αρχίζει με τα παρακάτω συγκινητικά λόγια:
«Δεν περικυκλώνουσι πλέον σήμερον την Πάτμον ύδατα των θαλασσών, αλλ’ όλη καταβρέχεται με τα πικρά και θλιβερά δάκρυά της. Δεν την σκεπάζει πλέον σήμερον ο ήλιος, ειμή το βαρύ σκότος της απελπισίας και της λύπης…».
Και απαριθμώντας τους ελληνοχριστιανικούς τίτλους της Πάτμου συνεχίζουν:
«Ναι, δι’ αγάπην της Χριστιανικής πίστεως, το έδαφος της Πάτμου είναι ιερόν.
Επάνω εις αυτό εφάνη κατ’ αναντίρρητον αλήθειαν ο ύψιστος Θεός λαλών προς τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην, οπότε συνέγραφε το ιερόν Ευαγγέλιον και την αποκάλυψιν την θείαν… Και ο Αλέξιος Κομνηνός, ο αοίδιμος αυτοκράτωρ Κωνσταντινουπόλεως, σεβασθείς την αγιότητα του τόπου τούτου, έκτισεν επ’ ονόματι του Ευαγγελιστού ιεράν μονήν, ήτις αιώνες υφούται επί της κορυφής της νήσου…
Η Πάτμος εγεννήθη φαίνεται κατά θείαν πρόνοιαν όλως ιεράν, και οπόταν η κλασσική της Ελλάδος γη εσυγκαλύπτετο από τον μοχθηρότατον της αμαθείας ζόφον, πρώτοι οι κάτοικοι της Πάτμου προ εκατοντάδων χρόνων εσύστησαν σχολεία και μετέδωσαν αυτοί τα φώτα εις την εστίαν των Μουσών…».
Στολίδι στεφάνι και κόσμημα του Ελληνικού χώρου το ιερό νησί της Πάτμου ξεχωρίζει στο Αιγαίο και σ’ όλο τον κόσμο σαν τόπος πνευματικός σφραγισμένος, ευλογημένος και κατ’ εξοχήν από το αθάνατο ελληνοχριστιανικό πνεύμα.