

Η Κάρπαθος, το δεύτερο σε έκταση νησί της Δωδεκανήσου, έχει έκταση 302 τ. χλμ. και μαζί με την γειτονική Σαρία, που τις χωρίζει πορθμός 100 μέτρων, φθάνει τα 324 τ. χλμ. Αλλά, ως ορεινό και αλίμενο νησί, η οικονομία της στηριζόταν στην γεωργία και κτηνοτροφία με περιορισμένους γεωργικούς κλήρους και μικρά κοπάδια αιγοπροβάτων. Με αυτές τις προϋποθέσεις, την εποχή της Τουρκοκρατίας, η οικονομία της μπορούσε να συντηρήσει γύρω στους 7.500 κατοίκους.
Από την άλλη μεριά, η κάθε οικογένεια είχε γύρω στα έξη παιδιά και αν η περιουσία των γονέων μοιραζόταν σε όλα τα παιδιά, κανένα απ’ αυτά με τις οικογένειες τους δεν θα μπορούσε να ζήσει πάνω στο νησί, γι’ αυτό καθιερώθηκε το έθιμο των πρωτοτόκων. Την περιουσία του πατέρα έπαιρνε ο πρωτογιός και της μητέρας η πρωτοκόρη. Ό,τι περιουσία δημιουργούσε ο πατέρας μετά τον γάμο του την έπαιρνε η δεύτερη κόρη.
Εκτός από την πρωτοκόρη, που έπαιρνε το πατρικό σπίτι, ο πατέρας και οι αδελφοί έπρεπε να χτίσουν σπίτια για τις άλλες κόρες για να παντρευτούν, που κληρονομούσαν και την περιουσία κάποιας άκληρης συγγενούς, που έπαιρναν το όνομά της. Μετά τον γάμο ο γαμπρός μετοικούσε στο σπίτι της νύφης. Η πρωτοκόρη, μαζί με την περιουσία, αναλάμβανε και την υποχρέωση της συντήρησης των γονέων της.

Η πρωτοκόρη μαζί με την περιουσία έπαιρνε και την «κολαΐνα» της μάνας της, αν είχε. Η κολαΐνα αποτελείτο από αλυσίδα χρυσών νομισμάτων που κρεμούσε στο λαιμό της καλύπτοντας το στήθος της. Η κληρονόμος άρχιζε να την φορεί από νεαρή ηλικία και για τελευταία φορά στο γάμο της. Μετά έμπαινε στο σεντούκι, μέχρι να κάμει κόρη και να αρχίσει η ίδια διαδικασία. Ως φαίνεται, το έθιμο της κολαΐνας πήγαινε πολλά χρόνια πίσω, αφού εκτός από αγγλικές λίρες και πεντόλιρες, τούρκικες λίρες, γαλλικά εικοσόφραγκα και βενέτικα φλουριά, περιλάμβανε και βυζαντινά αγιοκωνσταντινάτα.
Τα άκληρα παιδιά, αν δεν μπορούσαν να ζήσουν ασχολούμενα με κάποιο επάγγελμα, μετανάστευαν στην Μικρά Ασία, στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα γειτονικά ναυτικά και εμπορικά νησιά και αργότερα στην Αμερική. Στην Νίσυρο υπάρχει το επίθετο Καρπαθάκης και στην Κάλυμνο Ολυμπίτης. Στην Σύμη εκτός από Καρπαθάκης υπήρχαν αρκετά επίθετα με Καρπαθιακή προέλευση.
Αυτοί που έμεναν στο νησί και είχαν τις πιο μεγάλες κτηματικές περιουσίες αποτελούσαν την τάξη των «κανακάρηδων» και «κανακαρών». Η Κάρπαθος διέθετε πέντε γεωργικές περιοχές, το Ποσείδιον, τον Αφιάρτη, την Αυλώνα, το οροπέδιο της Λάστου και το Άργος στην Σαρία. Επειδή στο Ποσείδιον βρίσκονταν τα πιο εύφορα κτήματα, ένα σημαντικό μέρος των «κανακάρηδων» και «κανακαρών» της Καρπάθου προέρχονταν από το Απέρι.

Σύμφωνα με τους φορολογικούς καταλόγους του Μουχτάρη του Απερίου Νικολάου Καφετζιδάκη που δημοσίευσε ο Μιχ. Χιώτης, ο δεύτερος υψηλότερος φορολογούμενος του Απερίου το 1878 ήταν ο Νικόλαος Αλεξάκης. Τα έσοδά του προέρχονταν από τα κανακαρίκια που κληρονόμησε από τον πατέρα του Αλέξη Αλεξάκη και της γυναίκας του Ζωής Εμμανουήλ Ματσάκη.
Ο Αλέξης Νικολάου Αλεξάκης, ήρθε από την Κρήτη το 1827 και με ό,τι διασώθηκε από την περιουσία του πατέρα από την Επανάσταση του 1821 αγόρασε αρκετά κτήματα κυρίως στην περιοχή του Ποσειδίου και σε περιοχές του Απερίου στο Τριλώχρι, Φιλάγρι, Ρόκλια, Μαράωνα, Βουνόν, Βαρδάες, Ζατάνια και σε Βωλαδιώτικες περιοχές, στην Ταυτούα στο Κούρι και στην Λάστο. Αν και μέχρι το 1978 είχαν παντρευτεί ο πρωτογιός του Αλέξης και η πρωτοκόρη του Ερνιά και ο δευτερογιός του Γιάννης, στους φορολογικούς καταλόγους του Απερίου παρουσιάζεται να κατέχει αξιόλογη κτηματική περιουσία. Στην διαθήκη του το 1879 αναφέρονται σπίτι για την δευτερότοκη κόρη Σταματούλα, 16 κτήματα και οκτώ γεωργικά ζώα (τέσσερα βόδια, ένα δαμάλι και τρεις όνοι) για τα ανύπαντρα παιδιά του.
Ο Μανώλης Ιωάννου Ματσάκης (Ματζάκης) πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και του απονεμήθηκε «χαλκοῦν ἀριστεῖον». Μετά την Επανάσταση ήρθε στην Κάρπαθο όπου παντρεύτηκε την Ερνιά Χατζημανώλη, μια από τις «κανακαρές» του Απερίου. Γι’ αυτό και στους φορολογικούς καταλόγους του Απερίου το 1876, παρουσιάζεται μεταξύ των υψηλότερων φορολογουμένων του Απερίου.

Μετά τον γάμο του Νικολάου Αλεξάκη με την Ζωή Ματσάκη, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του πατέρα του μεταβιβάστηκε σ’ αυτόν και της πεθεράς του στην πρωτοκόρη της Ζωή. Γι’ αυτό, με την ένωση των δυο περιουσιών, ο Νικόλας Αλεξάκης φορολογείται ως δεύτερος μεγαλοκτηματίας του Απερίου.
Τα περισσότερα κτήματά τους βρίσκονται στην περιοχή του Ποσειδίου. Μόνο στα σημερινά Πηγάδια διέθεταν τέσσερα από τα μεγαλύτερα κτήματα, ως ελαιώνες, σιτοβολώνες, αμπελώνες, αμυγδαλεώνες και με αρκετές συκιές. Με την ανάπτυξη των Πηγαδίων, αυτά αξιοποιήθηκαν από τους απογόνους των ως οικόπεδα σπιτιών, καταστημάτων και ξενοδοχείων. Τα περισσότερα και σπουδαιότερα από τα κτήματα τους, κυρίως ελαιώνες και σιτοβολώνες, βρίσκονταν στην περιοχή της Κυράς Παναγιάς, όπου είχαν και ελαιοτριβείο. Είχαν και άλλα κτήματα, στο Παράκαιρο, στο Λάσπωμα, στον Τηλέγραφο, στις Ζετές και στο Κεραμί.
Αν και η κύρια κατοικία τους βρισκόταν στο Απέρι, έκτισαν και δεύτερο σπίτι στα Πηγάδια, 500 μέτρα από το λιμάνι. Ήταν το πρώτο σπίτι που συναντούσαν αυτοί που κατέβαιναν από το Απέρι. Και στο παράθυρο του σπιτιού προς την μεριά του δρόμου υπήρχε μια στάμνα νερού με ένα μεταλλικό κύπελλο που έφερε από το Αϊδίνι, για να ξεδιψούν αυτοί που ερχόντουσαν από το Απέρι.

Το σπίτι βρισκόταν στην περιοχή «Τηγάνι» 200 μέτρα νότια από τα Διοικητήρια που αργότερα έκτισαν οι Ιταλοί. Ήταν αρκετά ευρύχωρο, η σκεπή του ήταν κατασκευασμένη με ξυλεία και 28 κατράμια που έφερε από την Μικρά Ασία. Ήταν όμως σκεπασμένο με αργιλόχωμα, γιατί δεν είχαν αρχίσει ακόμη να χρησιμοποιούν κεραμίδια. Δίπλα του υπήρχε φουρναρόσπιτο και βοηθητικά κτίσματα.
Αργότερα συνέχεια αυτού του σπιτιού, ο Νικόλας Αλεξάκης έκτισε και δεύτερο σπίτι, κεραμοσκέπαστο, με σοφά, αποκρέββατο, παγκάρια, ράφια στολισμένα με σειρές από πιάτα και ντουλάπια. Είχε μεγάλο εικονοστάσι, όπου ξεχώριζε μια μεγάλη εικονογραφία από τους Αγίους Τόπους. Ο Νικόλας και η Ζωή πήγαν και βαπτίστηκαν στον Ιορδάνη ποταμό με τους γιους τους Χατζαλέξη, Χατζημανώλη και Χατζηώργη. Αυτό το σπίτι προικίστηκε στην δευτερότοκη κόρη τους. Σύμφωνα με το Καρπαθιακό έθιμο έπρεπε να ονομασθεί Ζωή, το όνομα της εκ πατρός γιαγιάς της, αλλά Ζωή ονομαζόταν και η μητέρα της και σύμφωνα με το ίδιο έθιμο δεν μπορούσαν μάνα και κόρη να έχουν το ίδιο όνομα. Γι αυτό την ονόμασαν Βαγγέλα προς τιμήν της Παναγίας, αφού πριν από μερικά χρόνια είχε κτιστεί η εκκλησία της Βαγγελίστρας στα Πηγάδια.
Εκτός από αυτό το σπίτι, στα Πηγάδια, είχαν δυο στάβλους που τους χρησιμοποιούσαν την εποχή των ελιών και του θερισμού. Στον ένα έμεναν οι ίδιοι και στον άλλο οι γυναίκες που δούλευαν στο μάζεμα των ελιών και στον θερισμό. Είχαν και ένα αμπελόσπιτο με πατητήρι και στάβλο για γεωργικά ζώα, βόδια και μουλάρια.

Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τους κληρονόμους του Αλέξη και της Ζωής και να αποκτήσω προσωπική εμπειρία για τους κανακάρηδες. Την περιουσία του Αλεξάκη κληρονόμησε ο πρωτογιός τους Χατζαλέξης που παντρεύτηκε την κανακαρά Βαγγέλα Διακόπουλου. Την περιουσία της Ζωής κληρονόμησε η πρωτοκόρη της Ερνιά και στην συνέχεια η κόρη της Ζωή, που παντρεύτηκε τον δάσκαλο και γραμματέα της Ιεράς Μητρόπολης Καρπάθου-Κάσου Χριστόφορο Σακελλαρίδη, που ήταν ένας από τους επιφανείς Καρπάθιους του περασμένου αιώνα. Εκτός από το «Κρυφό Σχολειό» την εποχή της Ιταλοκρατίας, ο Σακελλαρίδης υπήρξε από τους συνδέσμους της Συμμαχικής κατασκοπείας στην Κάρπαθο.
Το σπίτι της γυναίκας του Χατζαλέξη βρισκόταν στους Λώρος κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, και αποτελείτο από το μεγάλο σπίτι με σοφά και πανωσούφι, αποκρέατο, παγκάρια, ράφια στολισμένα με πιάτα και κάδρα με φωτογραφίες προγόνων τους. Δίπλα στο μεγάλο σπίτι υπήρχε δεύτερο πιο μικρό με μουσάντρα, και πιο δίπλα τρίτο με σοφά, αποκρέατο, σεντούκι, τραπέζι και τζάκι, που σ’ αυτό η οικογένεια περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Από την άλλη μεριά του σπιτιού υπήρχε κατέλυμα με φουρνόσπιτο, στάβλο για ζώα και άλλα κτίσματα. Μεταξύ των κτημάτων της γυναίκα του, υπήρχε ένα αμπέλι με οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά που ποτιζόταν από το νερό της Βλύας. Στο ίδιο αμπέλι υπήρχε ερειπωμένος νερόμυλος.
Τα περισσότερα και σπουδαιότερα κτήματα του Χατζαλέξη και της γυναίκας του βρίσκονταν στα Πηγάδια: ελαιώνες, σιτοβολώνες, αμπελώνες και αμυγδαλεώνες, με στάβλο, αμπελόσπιτο και παράσταβλο για τα ζώα. Περισσότερο από όλες τις γεωργικές εργασίες, ο Χατζαλέξης ασχολείτο με την ελαιοκαλλιέργεια. Την χρονιά της καλοχρονιάς, μετά την πληρωμή με λάδι των γυναικών που μάζευαν τις ελιές, του ελαιοτριβείου και των αλεθουριάδηδων, των κλαδευτών και αυτών που έσκαβαν ένα γύρω από τις ελιές, είχε ακόμη πάνω από 1000 οκάδες λάδι (1280 δράμια η οκά) στα πανοπύθια του.

Η Ζωή Βέργη, γνωστή και ως Χριστοφόραινα, σαν πρωτοκανακαρά είχε ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια στο Απέρι και, όπως τα άλλα σπίτια στους Λώρους, είχε νότιο προσανατολισμό για να απολαμβάνει τον χειμωνιάτικο ήλιο. Βρισκόταν μέσα σε ένα πεντάλωρο ποτιζάμενο αμπέλι, απ’ όπου απέναντι έβλεπες το Κάστρο, δεξιά την Βωλάδα και αριστερά την Βαλαντού, την Μοροού, το Κάτω Απέρι μέχρι τα Πηγάδια.
Από ένα πλακόστρωτο προαύλιο περνούσες από μια καστρόπορτα και έμπαινες σε μια πελώρια πλακόστρωτη αυλή φτιαγμένη με μαστοριά. Όπου ενώνονταν οι πλάκες ήταν ασπρισμένες με λεπτές λουρίδες από ασβέστη και για να μη τις λερώσεις έπρεπε να περπατάς πάνω στις πλάκες.
Το “Καρπάθικο σπίτι” είχε σοφά με πανωσούφι και από κάτω αποκρέατο. Στην πρόσοψη του σοφά υπήρχαν τα κονταρόξυλα στολισμένα με παραδοσιακά κεντήματα. Ένα γύρω, ψηλά πάνω στον τοίχο, υπήρχαν δυο τρεις σειρές ράφια στολισμένα με πιάτα από την Σμύρνη και την Βενετιά. Στους τοίχους υπήρχαν κορνίζες με κάδρα ανθρώπων περασμένης εποχής, που σου προκαλούσαν σεβασμό. Ένα γύρω στο πάτωμα, υπήρχαν παγκάρια, που χρησίμευαν για καθίσματα και για την αποθήκευση δημητριακών και άλλων ξηρών καρπών. Δίπλα στο “Καρπάθικο σπίτι” υπήρχε δεύτερο αρκετά μεγάλο σπίτι, που ο Χριστόφορος χρησιμοποιούσε για γραφείο και στα χρόνια της Ιταλοκρατίας χρησιμοποιήθηκε για «Κρυφό Σχολειό».
Μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω από την κυρίως αυλή υπήρχε πιο μικρή αυλή, που σκεπαζόταν από μια κληματαριά και δίπλα της βρισκόταν η κουζίνα, το φουρναρόσπιτο και το κοτέτσι. Η κουζίνα ήταν αρκετά μεγάλη με σοφά, παγκάρια, τραπέζια, τζάκι, εκεί γινόντουσαν οι δουλειές του σπιτιού και η οικογένεια περνούσε την ημέρα της.

Γύρω από το σπίτι υπήρχε έξι λώρων ποτιζάμενο αμπέλι, όπου εκτός των λαχανικών υπήρχαν πολλών ειδών δένδρα: πορτοκαλιές, λεμονιές, ροδιές, αμυγδαλιές, ελιές, γλυκολεμονιά, μανταρινιά, κερασιά, νεραντζιά, κιτριά, καρυδιά, μπουρνελιά, φουντουκιά. Είχε αρκετές συκιές, τρεις πελώριες, τα περισσότερα σύκα τα ξέραιναν στο ήλιο και τά ’καναν “ασκάδια”. Υπήρχε και μια γέρικη χαρουπιά, που ο κορμός της είχε μετατραπεί σε κουφάλα, αλλά κάθε χρόνο φορτωνόταν με πεντανόστιμα χαρούπια που τα λέγαν “σοκολάτες”.
Στο Πίνι στην Βωλάδα φρόντιζε δυο αμπέλια με αμπελόσπιτο και πατητήρι, όπου καλλιεργούνταν διάφορα είδη σταφυλιών: για σταφίδες, κρασί και επιτραπέζια. Κοντά στους τοίχους υπήρχαν αγριαχλαδιές που έβγαζαν πεντανόστιμα αχλάδια.
Τέλη Αυγούστου άρχιζε ο τρύγος, ξεχώριζαν τα σταφύλια που προορίζονταν για σταφίδες και τα υπόλοιπα πήγαιναν στο πατητήρι για να βγάλουν μούστο, από τον οποίο, μετά από σχετική διαδικασία, έφτιαχναν «πετουμέζι» «μουσταλευρά» και «μεστοκοφτή». Ο υπόλοιπος μούστος έμπαινε στα πανοπύθια για να ζυμωθεί και να γίνει κρασί.

Τα «στράφυλλα» (στέμφυλα), που έμεναν στο πατητήρι μετά την αφαίρεση του μούστου, τα ξέπλεναν με λίγο νερό και έβγαζαν το ξύδι. Ξανάβαζαν τα στράφυλλα σ’ ένα πανοπύθι, με πιο πολύ νερό μέχρι να γίνει η ζύμωση και ακολουθούσε το «καζάνεμα» (απόσταξη), από το οποίο, στην αρχή, έβγαζαν ένα μπουκάλι οινόπνευμα και στην συνέχεια ρακί.
Αμέσως μετά τον τρύγο, τα κλήματα σκάβονταν, τον χειμώνα κλαδεύονταν και την άνοιξη, όταν βγάζαν φύλλα, ραντίζονταν με θειάφι και αντικαθιστούσαν τα γέρικα κλήματα με κληματόβεργες, που καρποφορούσαν μετά από δυο ή τρία χρόνια.
Επειδή η μεγάλη περιουσία της Χριστοφόραινας βρισκόταν στα Πηγάδια, συγκέντρωσε την μεγαλύτερη ενεργητικότητα της στην ελαιοκαλλιέργεια μαζί με το λιοτρίβι της και την σιτοκαλλιέργεια απασχολώντας αρκετό εργατικό προσωπικό. Μεταξύ των άλλων σε σχεδόν καθημερινή βάση χρησιμοποιούσε τρεις αδελφές Μαρούκλα, Σεβαστή και Κυρανιά στο μάζεμα των ελιών, στο θερισμό και για τις διάφορες εργασίες στα αμπέλια της στο Απέρι και στο Πίνι. Η πληρωμή γινόταν σε λάδι και σιτηρά. Την εποχή των ελιών και του θερισμού χρησιμοποιούσε και άλλες γυναίκες.

Στο λιοτρίβι και στην σιτοκαλλιέργεια χρησιμοποιούσε εποχιακά τα αδέλφια Χατζή, Χρήστο και Αργύρη, που διέθεταν γεωργικά ζώα, βόδια και μουλάρια και τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία. Όπως και οι τρεις γυναίκες και αυτοί πληρώνονταν με λάδι και σιτηρά, κι έπαιρναν τα άχυρα μετά το αλώνισμα προς διατροφή των ζώων τους. Με λάδι πληρώνονταν και αυτοί που κλάδευαν και έσκαβαν τα αμπέλια στο Πίνι.
Αναπολώντας, μετά από τόσες δεκαετίες, θαυμάζω την οργανωτικότητα και τον προγραμματισμό της Χριστοφόραινας που σήμερα μπορεί να συγκριθεί με μιας γυναίκας που διευθύνει εταιρία στην Αμερική.
Privilege Karpathian landowners
By Manolis Kassotis
Karpathos, the second largest island of the Dodecanese, has an area of 302 sq. km. and together with neighboring Saria, which is separated by a 100-meter strait, it reaches 324 sq. km. But, as a mountainous and without port island, its economy was based on agriculture and livestocks with limited agricultural plots and small flocks of sheep and goats. Under these conditions, during the Ottoman period, its economy could support around 7,500 residents.

On the other hand, each family had about six children and if the parents’ property was divided among all the children, none of them with their families would be able to live on the island, which is why the custom of the firstborn was established. The father’s property was taken by the firstborn son and the mother’s by the firstborn daughter. Whatever property the father created after his marriage was taken by the second daughter. In addition to the firstborn daughter, who took the family house, the father and brothers had to build houses for the other daughters to marry, who also inherited the property of one without descendants aunt, who took her name. After the wedding, the groom moved to the bride’s house. The firstborn daughter, along with the property, also assumed the obligation of maintaining her parents.
The first daughter, along with the property, also received her mother’s “kolaina”, if she had one. “Kolaina” consisted of a chain of gold coins that hung around her neck, covering her chest. The heiress began wearing it from a young age and for the last time at her wedding. Then it was placed in the carved trunk, until she had a daughter and the same process began. Apparently, the custom of the “kolaina” went back many years, since in addition to gold English pounds and five pounds, Turkish pounds, French twenty francs and Venetian florins, it also included Byzantine “saintkosntantinata”.
The disinherited children, if they could not make a living by engaging in a trade, migrated to Asia Minor, mainland Greece, the neighboring maritime and commercial islands and later to America. In Nisyros there is the surname Karpathakis and in Kalymnos Olympitis. In Symi, apart from Karpathakis, there were several surnames of Karpathian origin.

Those who lived on the island and had the largest landholdings constituted the class of “kanakaris”. Karpathos had five agricultural areas, Poseidion, Afiartis, Avlona, the Lastos plateau and Argos in Saria. Because Poseidion had the most fertile lands, a significant part of the “kanakaris” came from Aperi.
According to the tax lists of the Mukhtar (mayor) of Aperi, Nicholas Kafetzidakis, published by Mich. Hiotis, the second highest taxpayer of Aperi in 1978 was Nicholas Alexakis. His income came from the “kanakarikia” (properties) that he inherited from his father Alexis Alexakis and his wife Zoe Matsakis.
Alexis Nicholas Alexakis came from Crete in 1827 and with what was saved from his father’s property from the Revolution of 1821, he purchased several estates mainly in the area of Poseidion and in areas of Aperi in Trilochri, Filagri, Roklia, Maraona, Vounon, Vardaes, Zatania and in Voladian areas in Lastosand in Taftoua in Kouri. Although by 1978 his eldest son Alexis and his eldest daughter Ernia and his second son John had married, in the tax lists of Aperi he is shown as possessing considerable real estate. His will of 1879 mentions a house for his second daughter Stamatoula, 16 plots of land and eight farm animals (four oxen, one heifer and three donkeys) for his unmarried children.

Manolis John Matsakis (Matzakis) took part in the Revolution of 1821 and was awarded the “bronze distinction”. After the Revolution he came to Karpathos where he married Ernia Hatzimanoli, one of Aperi “kanakares”. That is why in Aperi’s tax lists in 1876, he appears among the highest taxpayers.
After Nicholas Alexakis’ marriage to Zoe Matsakis, most of his father’s property was transferred to him and his mother-in-law’s property to her eldest daughter Zoe. With the union of the two properties, Nicholas Alexakis is taxed as the second largest landowner in Aperi.
Most of their estates are in Poseidion. In today’s Pigadia alone, they had four of the largest estates, olive groves, granaries, vineyards, almond groves and several fig trees. With the development of Pigadia, these properties were developed by their descendants as plots for houses, shops and hotels. Their most important estates, mainly, olive groves and granaries, were in the area of Kyra Panagia, where they also had an olive press. They also had other estates, in Parakeiro, Laspoma, Telegraphos, Zetes and Kerami.

Although their main residence was in Aperi, they built a second house in Pigadia, 500 meters from the port. It was the first house that those coming down from Aperi encountered. And in the window of the house facing the road there was a pitcher of water with a metal cup hat Alexakis brought from Aydin, to quench the thirst of those coming from Aperi.
The house was in the “Tigani” area, 200 meters south of the Adminstration building, builted later by the Italians. It was quite spacious; its roof was made of wood and 28 “katramia” brought from Asia Minor. However, it was covered with clay soil, they had not yet started using ceramic tiles. Next to it was a bakery and auxiliary buildings.
Later, following this house, Nicholas Alexakis built a second house, tiled with ceramic tiles, with a sofa, a bedchamber, benches, shelves decorated with rows of plates and cupboards. It had a large iconostasis, where a large iconography from the Holy Land stood out. Nicholas and Zoe went and were baptized in the Jordan River with their sons Hatzalexis, Hatzimanolis and Hatziorgis. This house was given to their second daughter. According to the Karpathian custom, she should have been named Zoe, the name of her paternal grandmother, but Zoe was also her mother’s name and according to the same custom, mother and daughter could not have the same name. That is why they named her Vangela in honor of the Virgin Mary, since a few years before the church of Vangelistra had been built in Pigadia.
In addition to this house, in Pigadia, they had two stables that they used during the olive and harvest seasons. They lived in one and the women who worked in picking the olives and harvesting in the other. They also had a vineyard with a wine press and a stable for farm animals, oxen and mules.

I was lucky enough to meet the heirs of Alexis and Zoe up close and to gain personal experience of the “Kanakaris”. Alexis’s estate was inherited by their eldest son Hatzalexis, who married Kalamkaris Vangela Diakopoulos. Zoe’s estate was inherited by her eldest daughter Ernia and then by her daughter Zoe, who married the teacher and secretary of the Holy Metropolis of Karpathos-Kassos, Christoforos Sakellaridis, who was one of the prominent Karpathians of the last century. In addition to the Greek “Secret School” during the Italian occupation, Sakellaridis was one of the liaisons of Allied espionage in Karpathos.
The house of Hatzalexis’ wife was in Loros near the church of Saint John and consisted of the large house with sofa and upper-sofa, “apokreato” (storage under sofa), benches, shelves decorated with dishes and frames with photos of their ancestors. Next to the large house there was second one with a “musandra” (sleeping wooded platform), and next to it a third one with sofa, “apokreato”, chest, table and fireplace, where the family spent most of the day. On the other side of the house there was another area with an oven, a stable for animals and other buildings. Among his wife’s estates, there was a field with fruit trees and vegetables that was watered by the water of Vlya. In the same field was a ruined watermill.
The largest and most important Hatzalexis’ and his wife’s estates were in Pigadia: olive groves, granaries, vineyards and almond groves, with a stable, a vineyard house and a barn for the animals. More than all agricultural work, Hatzalexis was engaged in olive growing. In the year of the good year, after paying with oil the women who gathered the olives, the olive mill and the “alethouriadis” (olive mill workers), the pruners and those who dug around the olive trees, he still had over 1000 okas of oil (1280 drams or oka) in his storehouse.

Zoe Vergi, also known as Christoforaina (Christofer’s wife), as greatfirst kanakara had one of the largest houses in Aperi and, like the other houses in Laroi, faced south to enjoy the winter sun. It was in five plats irrigated field, from where you could see the Castle mountain across, Volada on the right and on the left Valantou, Moroou, Kato Aperi all the way to Pigadia.
From a slab paved courtyard, you passed through a castle gate and entered a huge, paved courtyard made with craftsmanship. Where the slabs joined, they were whitewashed with thin strips of lime, and in order not to get them dirty, you had to walk on the slabs.
The “Karpathian House” had a sofa with a upper-sofa and storage room underneath. On the facade of the sofa there were the wooden poles decorated with traditional embroidery. Around, high up on the walls, there were two three rows of shelves decorated with dishes from Smyrna and Venice. On the walls there were frames with portraits of people from a bygone era, which commanded respect. Around the floor, there were benches, which served as seats, and for storing cereals and nuts. Next to the “Karpathian House” there was a second, fairly large house, which Christopher used as an office and during the years of Italian rule it was used as Greek “Secret School”.
A few steps down from the main courtyard was a smaller courtyard, covered by an arbor, and next to it were the kitchen, the bakery, and the chicken coop. The kitchen was quite large with sofa, benches, tables, and a fireplace, where household chores were done and the family spent their day.

Around the house there was a six-plats irrigated field, where in addition to vegetables there were many kinds of trees: orange, lemon, pomegranate, almond, olive, sweet lemon, mandarin, cherry, bitter orange, citrus, walnut, “bournelia”, hazelnut. It had several fig trees, three huge ones, most of the figs they dried in the sun and made into “askadia”. There was also an old carob tree, whose trunk had turned into a hollow, but every year it was loaded with delicious carobs that they called “chocolate”.
In Pini in Volada, he tended two vineyards with a wine house and a wine press, where various types of grapes were grown: for raisins, wine and table grapes. Near the walls there were wild pear trees that produced delicious pears.
At the end of August, the harvest began, the grapes intended for raisins were separated and the rest went to the press to extract “musto” (grape jus), from which, after a relevant process, they made “petoumezi”, “moustalevra” and “mestokofti”. The remaining must go into big ceramic jars to be fermented and turned into wine.
Immediately after the harvest, the vines were dug up, pruned in the winter, and in the spring, when they sprouted leaves, they were sprinkled with sulfur and the old vines were replaced with vine shoots, which bore fruit after two or three years.

Because Christoforaina’s large estate was in Pigadia, she concentrated most of her energy on olive growing along with her olive press and wheat growing, employing a considerable number of workers. Among others, on an almost daily basis, she used three sisters Maroukla, Sevasti and Kyrania to pick olives, harvest and for various tasks in her watered field and vineyards in Aperi and Pini. The payment was made in oil and wheat. During the olive and harvest seasons, she also used other women.
In the olive press and in the wheat cultivation, he used the brothers Hatzis, Christos and Argyris seasonally, who had farm animals, oxen and mules and the necessary agricultural tools. Like the three women, they were paid in oil and grain, and they took the straw after threshing to feed their animals. Those who pruned and dug the vineyards in Pini were also paid with oil.
Looking back, after so many decades, I admire the organization and planning of Christoforaina, which today can be compared to a woman running a company in America.