
Οι φορολογικοί κατάλογοι του Μουχτάρη (δημάρχου) Νικολάου Καφετζιδάκη μας φέρνουν 150 χρόνια πίσω και μας δίνουν μια εικόνα της οικονομικής και ταξικής κατάστασης που επικρατούσε στην Κάρπαθο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ο Νικόλαος Καφετζιδάκης υπηρέτησε Μουχτάρης Απερίου, που περιελάμβανε και τα τότε αναπτυσσόμενα Πηγάδια, από το 1876 έως το 1879. Μεταξύ των άλλων ο εκάστοτε Μουχτάρης ήταν υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων, όπως τον «Μακτού», τον στρατιωτικό, την αρχιερατική επιχορήγηση και τους δημοτικούς φόρους. Επειδή οι Καρπάθιοι απαλλάσσονταν της στρατιωτικής υπηρεσίας, η κάθε οικογένεια εφορολογείτο με 21 γρόσια τον χρόνο, που διετίθεντο για τους μισθούς του Μουδίρη και των ζαπτιέδων. Τον φόρο καπνού εισέπραττε η τουρκική Κυβέρνηση, όπως και τον τελωνειακό δασμό που διετίθετο για τους μισθούς του Τελώνη και των τελωνοφυλάκων. Τα υπόλοιπα πήγαιναν στους δήμους για τα σχολεία.
Η αρχιερατική επιχορήγηση ανερχόταν σε 10 γρόσια κατά οικογένεια, όπως και η αποζημίωση του Μουχτάρη και των προεστών, για δικαίωμα βοσκής οι τσοπάνηδες πλήρωναν 15 παράδες (ένα γρόσι ισοδυναμούσε με 40 παράδες) το ζώο. Εκτός της άμεσης φορολογίας, κάθε ενήλικος άνδρας ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει δυο ημερών εργασία για τα διάφορα έργα του Δήμου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο φόρος «Μακτού», που κυρίως βασιζόταν στην κτηματική περιουσία, και για όλο το νησί ανερχόταν σε 41.272 γρόσια, ήτοι 413 τουρκικές χρυσές λίρες. (Η χρυσή τουρκική λίρα είχε βάρος 7,2 γραμμαρίων 22 καρατιών χρυσού και υποδιαιρείτο σε 100 γρόσια που υποδιαιρούντο σε 40 παράδες. Η σημερινή αξία της τότε Τουρκικής λίρας ανέρχεται σε $860). Ο φόρος «Μακτού» κατανεμόταν στον κάθε δήμο ανάλογα με τον πληθυσμό και την έκταση της καλλιεργήσιμης γης που περιελάμβανε. Το ποσό μοιραζόταν μεταξύ των οικογενειών σε κοινή συνεδρίαση των φορολογουμένων του Δήμου.
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες περιέχουν οι φορολογικοί κατάλογοι του Νικολάου Καφετζιδάκη (Μιχαήλ Χιώτης: Η τοπική αυτοδιοίκηση κατά τις περιόδους Τουρκοκρατίας …), που από τις ατομικές πληρωμές των φόρων, μπορούμε να εξάγουμε και συμπεράσματα σχετικά με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική τάξη που επικρατούσε στην Κάρπαθο την εποχή της Τουρκοκρατίας, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η φορολογία του «Μακτού» ισοδυναμούσε με 5% του εισοδήματος του φορολογουμένου.
Οι 218 φορολογούμενοι που αναφέρονται στον φορολογικό κατάλογο του 1876, μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία αναφέρονται 55 φορολογούμενοι που φορολογούνται από 100-200 γρόσια ο καθένας με μέσο όρο 121 γρόσια (ισοδυναμούν με $1044), και με υπολογιζόμενο εισόδημα $20,000 σημερινά δολάρια. Στην δεύτερη κατηγορία αναφέρονται 93 φορολογούμενοι, που φορολογούνται από 50-100 γρόσια ο καθένας με μέσο όρο 67 γρόσια (ισοδυναμούν με $578), και με υπολογιζόμενο εισόδημα $11,000 σημερινά δολάρια. Στην τρίτη κατηγορία αναφέρονται 70 φορολογούμενοι, που φορολογούνται από 10-50 γρόσια ο καθένας με μέσο όρο 27 γρόσια (ισοδυναμούν με $233), και με υπολογιζόμενο εισόδημα $4,500 σημερινά δολάρια). Συνολικά, ο μέσος φορολογούμενος φορολογείται με 68 γρόσια (ισοδυναμούν με $587), και με υπολογιζόμενο εισόδημα $12,000 σημερινά δολάρια. Ο ανώτερος φορολογούμενος πληρώνει 199 γρόσια και ο κατώτερος 10. Η οικονομική θέση του κάθε φορολογουμένου συνεπάγεται και την κοινωνική του κατάσταση και αναγνώριση.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι κανακάρηδες με τις μεγάλες κτηματικές περιουσίες που παντρεύονται κανακαρές. Αυτοί διαθέτουν λιόφυτα, σιτοβολώνες, κρασάμπελα και μεγάλα ποτιζάμενα αμπέλια μέσα στο χωριό, με οπωροφόρα δέντρα και όλων των ειδών λαχανικά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι δάσκαλοι και οι άλλοι γραμματισμένοι της εποχής που παντρεύονταν κανακαρές, και συνήθως εκλέγονταν Μουχτάρηδες, προεστοί και δικαστές και τους απονέμονται θρησκευτικά οφίκια (Νουάρος, Σακελλάριος, Σκευοφύλακας, Χαρτοφύλακας, Οικονόμος, Πρωτόπαπας κ.ά.). Επειδή δεν μπορούσαν να φροντίζουν για όλες τις εργασίες στα κτήματα τους, χρησιμοποιούσαν εργατικό προσωπικό που πλήρωναν σε είδος. Όλοι αυτοί που ανήκαν στην πρώτη κατηγορία είχαν τα μεγαλύτερα και τα πιο ευπαρουσίαστα σπίτια μέσα στο χωριό.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν οι μικροκανακάρηδες και αυτοί που παντρεύονταν με μικροκανακαρές, συνήθως δευτερότοκες. Ο κανακάρης μετά που παντρευόταν, ό,τι περιουσία αποκτούσε ήταν για την δευτερότοκη κόρη του, μαζί με το σπίτι που της έκτιζε, και έπαιρνε το όνομα της μάνας του. Ορισμένες από τις υστερότοκες έπαιρναν το όνομα κάποιας άκληρης θεία τους που την κληρονομούσαν και την φρόντιζαν στα γερατειά της. Οι μικροκανακαρές παντρεύονταν κάποιο μικροκανακάρη ή κάποιο μάστορη ή τεχνίτη, όπως τσαγκάρη, μαραγκό ή χαλκιά (σιδηρουργό) και καφετζή. Οι ίδιοι φρόντιζαν τα κτήματα που διέθεταν, είχαν και καμιά κατσίκα για το γάλα της και το ρίφι της Λαμπρής, και καμιά δεκαριά κότες για τα αυγά τους. Μερικοί είχαν και ένα χοίρο για το κρέας του, που έκαναν καβουρμά και για την μίλα (λίπος) του. Τα σπίτια που έμεναν δεν ήταν όπως των κανακάρηδων, αλλά και αυτά είχαν τις ευκολίες τους.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκαν και οι τσοπάνηδες που είχαν γύρω στα 200 αιγοπρόβατα και τα φρόντιζαν με την γυναίκα και τα παιδιά τους. Αυτοί έμεναν σε στάβλους στα λιβάδια που βοσκούσαν τα ζώα τους, το χειμώνα τα μετακινούσαν στα πεδινά και το καλοκαίρι στα ορεινά. Στην ίδια κατηγορία ανήκαν και αυτοί που διέθεταν αγροτικά και εργατικά ζώα, βόδια και μουλάρια, που τα χρησιμοποιούσαν στα λιοτρίβια, στο όργωμα των χωραφιών και στο αλώνισμα των σιτηρών. Όπως οι τσοπάνηδες έμεναν και αυτοί σε στάβλο κοντά στο οποίο είχαν και παράσταβλο για τα ζώα τους.

Στην τρίτη κατηγορία ανήκαν οι ακτήμονες με τις ακτήμονες γυναίκες τους, συνήθως υστερότοκοι και υστερότοκες. Προσπαθούσαν να ζήσουν σκάβοντας τα αμπελοχώραφα και τα αμπέλια με τα οπωροφόρα δέντρα των κανακάρηδων. Ακόμα και οι γυναίκες τους δούλευαν στο μάζεμα των ελιών και στον θερισμό. Η πληρωμή τους γινόταν σε είδος, το μεροκάματο στο μάζεμα των ελιών ήταν 300 δράμια λάδι (960 γραμμάρια) και στο θέρισμα ένα πινάκι (4 κιλά) σιτάρι ή κριθάρι. Κάποτε μια κανακαρά, για τρία μεροκάματα τον χρόνο παραχωρούσε σε μια εργάτρια να καρπούται τα σύκα μιας συκιάς.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκαν και οι λίγοι ψαράδες που υπήρχαν, ένα – δυο πήγαιναν στο ψάρεμα με κάποιο που είχε βάρκα και με καθετή ψάρευαν λυθρίνια και περκόχανα και με παραγάδι έπιαναν συναγρίδες και πιο μεγάλα ψάρια. Καμιά φορά με μεγάλα αγκίστρια έπιανα βλάχους και ορφούς. Διπλό μερίδιο έπαιρνε αυτός που είχε τη βάρκα. Τα καλλίτερης ποιότητας ψάρια τα διέθεταν σ’ αυτούς που είχαν την οικονομική δυνατότητα, τα άλλα τα κρατούσαν για την οικογένεια τους. Επίσης, μάζευαν αλάτι από μικρές φυσικές αλυκές και το αντάλλασσαν με κτηνοτροφικά προϊόντα με τους βοσκούς, που το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν άλμη για το τυρί.
Τα σπίτια που έμειναν οι άνθρωποι της τρίτης κατηγορίας ίσια-ίσια που τους χωρούσαν, είχαν ένα σοφά για να κοιμούνται, ένα τζάκι για να μαγειρεύουν και ένα σινί που το έβαζαν στο πάτωμα και καθιστοί «ανακούρκουα» (στο πάτωμα με τα πόδια σταυρωμένα) έτρωγαν το φαγητό τους. Όσοι δεν διέθεταν και αυτή την πολυτέλεια μένανε σε στάβλους.
Αρκετοί από τους υστερότοκους και ακτήμονες Καρπάθιους για να τα οικονομήσουν, έφευγαν μετά το Πάσχα και επέστρεφαν τον Οκτώβριο, πήγαιναν στο Αϊδίνι και σε άλλα μέρη της Μικράς Ασίας, στα ναυτικά νησιά της Δωδεκανήσου, στην Σάμο και ιδιαίτερα στην Κρήτη και δούλευαν στις οικοδομές. Αρκετοί απ’ αυτούς δεν επέστρεφαν, έμεναν εκεί παντρεύονταν, δημιουργούσαν οικογένειες και αρκετοί από αυτούς προόδευαν. Ακόμα και σήμερα σε όλα αυτά τα νησιά υπάρχουν αρκετοί με το επίθετο Καρπαθάκης και με άλλα επίθετα που φανερώνουν Καρπαθιακή καταγωγή.

Πιο δύσκολη ήταν η θέση των υστερότοκων κοριτσιών που δεν παντρεύονταν. Έμεναν στο πατρικό σπίτι με την πρωτοκόρη που το κληρονομούσε και βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού και των χωραφιών της και ξενοδούλευαν.
Economic and class situation in Karpathos, during the years of Turkish rule
By Manolis G. Cassotis
The tax records of Mukhtar (mayor) Nicholas Kafetzidakis take us back 150 years and give us an idea of the economic and social class status that prevailed in Karpathos during the years of Turkish rule.
Nicholas Kafetzidakis served as the Muhtar of Aperi, which also included the then developing port of Pigadia, from 1876 to 1879. Among other things, each Muhtar was responsible for collecting taxes, such as the “Maktou”, the military, the archiepiscopal grant and municipal taxes. Because the Karpathians were exempt from military service, each family was taxed with 21 piasters per year, which was allocated for the salaries of the Moudiris (Turk government representative) and the Zaptiedes (grenadiers). The tobacco tax was collected by the Turkish Government, as was the customs duty which was allocated for the salaries of the port custom officer and guards. The rest went to the municipalities for schools.
The archiepiscopal grant amounted to 10 piasters per family, as did the compensation of the Mukhtar and the prefects, for the right to graze the shepherds paid 15 parades (40 parades was equivalent to one piaster) per animal. In addition to direct taxation, every adult male was obliged to offer two days’ work for the various works of the Municipality.

Of particular interest is the “Maktou” tax, which was mainly based on real estate, and for the entire island amounted to 41,272 piasters, i.e. 413 Turkish gold liras. (The golden Turkish lira weighed 7.2 grams of 22-carat gold and was subdivided into 100 piasters, which were subdivided into 40 parades. The current value of the Turkish lira at that time is $860). The “Maktou” tax was distributed to each municipality according to the population and the area of arable land it included. The amount was divided among the families at a joint meeting of the municipality’s taxpayers.
Nicholas Kafetzidakis’ tax records (Michael Chiotis: Local self-government during the periods of Turkish rule…) contain interesting information, from which we can draw conclusions about the economic situation and social class status prevailed in Karpathos during the Turkish rule, if we consider that the taxation of “Maktou” was equivalent to 5% of the taxpayer’s income.
The 218 taxpayers listed in the 1876 tax records can be divided into three categories. The first category includes 55 taxpayers who are taxed at 100-200 piasters each with an average of 121 piasters (equivalent to $1044), and with an estimated income of $20,000 in today’s dollars. The second category includes 93 taxpayers, who are taxed at 50-100 piasters each with an average of 67 piasters (equivalent to $578), and with an estimated income of $11,000 in today’s dollars. The third category includes 70 taxpayers, who are taxed at 10-50 piasters each with an average of 27 piasters (equivalent to $233), and with an estimated income of $4,500 in today’s dollars. Overall, the average taxpayer is taxed at 68 piasters (equivalent to $587), and with an estimated income of $12,000 in today’s dollars. The highest taxpayer pays 199 piasters and the lowest 10. The economic position of each taxpayer also implies his social status and recognition.
The first category includes the Kanakaris with large landholdings who marry Kanakares. They have oil tree fields, granaries, grapevines yards and large irrigated plots in the village, with fruit trees and all kinds of vegetables. The same category includes the teachers and other literate people of the time who married Kanakares, and they were usually elected as Mukhtars, prefects and judges and were awarded religious offices (Nouaros, Sakellarios, Skevophylakas, Hartofylakas, Economos, Protopapas etc.). Because they could not take care of all the work on their estates, they used laborers who were paid in kind. All those who belonged to the first category had the largest and most presentable houses in the village.
The second category included the smaller Kanakaris who married smaller Kanakares, usually second-born daughters. After Kanakaris married, whatever property he acquired was for his second-born daughter, along with the house he built for her, and she took the name of his mother. Some of the smaller Kanakares took the name of an aunt without descendant who inherited her and took care of her in her old age. In general, the smaller Kanakares married a smaller Kanakaris or a craftsman or artisan, such as a shoemaker, carpenter or blacksmith and coffee shop owner. They themselves took care of the estates they owned, they also had a goat for her milk and Eater’s lamb, and about a dozen hens for their eggs. Some also had a pig for its meat, which they roasted and for its fat, saved for the winter months. The houses they lived in were not like those of the Kanakaris, but they also had their conveniences.
The second category also included the shepherds who had around 200 sheep and goats and looked after them with their wives and children. They lived in stables in the meadows where they grazed their animals, moving them to the lowlands in the winter and to the mountains in the summer. The same category also included those who had agricultural and working animals, oxen and mules, which they used in the olive presses, in plowing the fields and in threshing grain. Like the shepherds, they also lived in a stable near which they also had a second stable for their animals.
The third category included the post born (usually third and fourth born) landless men and their landless wives. They tried to make a living by digging Kanakaris’ vineyards and fields. Even their wives worked in picking olives and harvesting. Their payment was in kind, the daily wage for picking olives was 300 drams of oil (960 grams) and for harvesting a pinak (4 kilograms) of wheat or barley. Once, a Kanakaris, for three days’ wages a year, allow a worker to pick the figs of a fig tree.
The few fishermen who existed also belonged to this category. One or two would go fishing with someone who had a rowboat and would use a “katheti” (fishline with dozen small hooks) to catch snappers and perches and would use a “paragadi” (long fishline with 100-200 larger hooks) to catch bigger fish. Sometimes, with even larger hooks, they would catch groupers. The person who owned the boat would get a double share. The best quality fish were sold to those who could afford it, while the others would be kept for their families. They would also collect salt from small natural salt pans and exchange it for livestock products with the shepherds, who use it to make brine for cheese.
The houses that the third-class people stayed in, were as big as they could fit them, had a sofa to sleep in, a fireplace to cook, and a “sini” (flat table 10 inches high) that they put on the floor and ate their food sitting “anakurkua” (on the floor with their legs crossed). Those who did not have this luxury lived in stables.
Many of the landless Karpathians, earn money, left after Easter and returned in October, went to Aydin and other parts of Asia Minor, to the maritime Dodecanese islands, to Samos and especially to Crete and worked in construction. Many of them did not return, they stayed there, got married, started families and some progressed. Even today, on these islands, there are many with the surname Karpathakis and with other surnames that indicate Karpathian origin.
The position of post born daughters who did not marry was more difficult. They lived in the parental home with the eldest daughter who inherited it and helped with the housework and the fields, and some were employed by kanakaris.


