Σύμη: Ένα σκηνικό στημένο από έμπειρο χέρι


Σειρές από χρωματιστά σπίτια με ωραία τριγωνικά αετώματα και εκκλησίες που ξεχώριζαν με τους γαλάζιους ή κόκκινους τρούλους τους απλώθηκαν μπροστά μας

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

Ευγενία Φακίνου

Σύμη, 1960

Οι γονείς μου πάντα μάλωναν, ή μάλλον πειράζονταν, για το αν η Ύδρα ήταν ωραιότερη απ’ τη Σύμη. Στην αρχή η αδελφή μου κι εγώ υποστηρίζαμε την Ύδρα, γιατί αυτήν ξέραμε, αλλά και γιατί μας ενοχλούσε ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο η μάνα μου μιλούσε για το νησί της.

Όλα ήταν ωραιότερα στη Σύμη κατά την άποψή της. Το λιμάνι της ήταν μεγαλύτερο και ασφαλέστερο, τα σπίτια της ωραιότερα, ακόμα και τα βράχια της ήταν καλύτερα. Η λατρεία για το νησί της την οδηγούσε στον τέλειο παραλογισμό.
   

Όταν κατάφερα ν’ αποσυνδέσω τη Σύμη απ’ την ισχυρογνωμοσύνη της μάνας μου, το νησί με κατέκτησε.
   

Ήμουνα πια δεκαπέντε χρόνων όταν πήγαμε για δεύτερη φορά. Ελάχιστα πράγματα θυμόμουν από την πρώτη επίσκεψη εκεί το 1950.
   

Καθόμουν στο κατάστρωμα του πλοίου μόνη μου. Περίμενα να δω πότε επιτέλους θα φαινόταν το λιμάνι. Το πλοίο έπλεε κοντά στην ακτή, αλλά κατοικημένη περιοχή δεν είχε φανεί ακόμα. Μια ευωδιά όμως ερχόταν από τ’ άγονα βουνά. Φασκομηλιές και θυμάρια, ζεσταμένα από τον ήλιο, αρωμάτιζαν τον αέρα και υποδέχονταν πρώτα αυτά τους ταξιδιώτες.

Οι Συμιακοί που γύριζαν στο νησί τους κάθονταν σιωπηλοί στις κουπαστές κι είχαν στυλωμένο το βλέμμα με λατρεία στα βράχια. Ήταν σαν να περίμεναν ένα θαύμα. Και πραγματικά έτσι αποκαλύφθηκαν τα σπίτια. Αιφνιδιαστικά, σαν σκηνικό στημένο από έμπειρο χέρι. Σειρές από χρωματιστά σπίτια με ωραία τριγωνικά αετώματα και εκκλησίες που ξεχώριζαν με τους γαλάζιους ή κόκκινους τρούλους τους απλώθηκαν μπροστά μας. Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα στόματα όλων.
   

Η μάνα μου ήρθε δίπλα μου μαζί με την αδελφή μου. 

«Μην πεις τίποτα», την προειδοποίησα.

  

Δεν ήθελα να μου χαλάσει την εξαιρετική εντύπωση με κάποιο σχόλιό της. Είναι τόσο ωραίο ν’ αφήνεις τον άλλο ν’ ανακαλύπτει μόνος του την ομορφιά ενός τόπου, χωρίς επισημάνσεις κι άχρηστα επιφωνήματα ενθουσιασμού.
   

Λάτρεψα τη Σύμη από εκείνο το πρώτο, ουσιαστικά, ταξίδι μου. Μου άρεσαν οι εξοχές, τα ξωκκλήσια, οι άνθρωποι με το φιλελεύθερο πνεύμα και τα τολμηρά αστεία. Με κέρδισαν διά βίου.  

Μου άρεσε να περπατάω μόνη μου στα δρομάκια και να χαζεύω τα ρημαγμένα σπίτια ή τ’ αρχοντικά στην Καλή Στράτα, που διατηρούσαν μόνο τους εξωτερικούς τοίχους τους και τις παλαιές ημερομηνίες πάνω απ’ τα υπέρθυρα. Ένας άλλος κόσμος. Χαμένος αλλά παρών ταυτόχρονα.  

Στη Σύμη η μάνα μου γινόταν άλλος άνθρωπος. Ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Ξέγνοιαστη, γελαστή και με διάθεση για κουβέντα. Ανάμεσα στους δικούς της ένιωθε πολύ όμορφα φαίνεται. 

Μιλούσαν τα παλαιά συμιακά, που έμοιαζαν τόσο με τα κυπριακά, με τα διπλά σύμφωνα και τα έντονα νι στο τέλος των λέξεων. Δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά μου άρεσε να τους ακούω. Λίγο μεγαλύτερη πια, κι αφού είχα διαβάσει ό,τι υπήρχε για τη Σύμη, ήμουνα σε θέση ν’ αναγνωρίσω τις αρχαίες λέξεις που είχαν επιβιώσει κυρίως λόγω της απομόνωσης του νησιού.

 

Τα βράδια καθόμασταν στις αυλές του Αγίου Κωνσταντίνου, που δεν είχε ηλεκτρικό, και βλέπαμε τ’ αστέρια και τα πλοία που περνούσαν φωταγωγημένα. Μέσα στο σκοτάδι νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή τα καράβια θα περνούσαν από μπροστά μας και θα έφτανε να κάνεις μια ελάχιστη κίνηση και να βρεθείς μέσα. Το είπα ένα βράδυ που είχα όρεξη για εκμυστηρεύσεις κι η μάνα μου ομολόγησε σιγανά ότι ακριβώς το ίδιο φανταζόταν κι εκείνη όταν ήταν παιδάκι και καθόταν στις καμάρες. Πέρασα όλη την υπόλοιπη νύχτα μ’ αυτή την παρατήρηση. Πώς γίνεται δηλαδή να επαναλαμβάνονται κυκλικά κι από γενιά σε γενιά οι ίδιες εντυπώσεις, οι ίδιες συγκινήσεις. 

*Το ανωτέρω κείμενο, που προέρχεται από το μυθιστόρημα Έρως, θέρος, πόλεμος (Καστανιώτης 2003), περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων Τόποι της Λογοτεχνίας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).

 Ευγενία Φακίνου γεννήθηκε το 1945 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε γραφικές τέχνες και ξεναγός. Εργάστηκε για μερικά χρόνια σε περιοδικά ως γραφίστρια. Το 1976 δημιούργησε το κουκλοθέατρο «Ντενεκεδούπολη».

Έχει γράψει και έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία. Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα Αστραδενή. Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα γερμανικά, αγγλικά, ρωσικά, ουγγρικά, δανέζικα, γαλλικά, ολλανδικά, ιταλικά, σερβικά και τουρκικά.

Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου – Σκάι 100,3) για το μυθιστόρημά της Η μέθοδος της Ορλεάνης και το 2008 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Φιλοδοξίες κήπου.

* Τα στοιχεία που αφορούν τη ζωή και το έργο της Ευγενίας Φακίνου προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο των Εκδόσεων Καστανιώτη (kastaniotis.com).

0 comments on “Σύμη: Ένα σκηνικό στημένο από έμπειρο χέρι

Αφήστε μια απάντηση